Πολιτική και δημοσιογραφία στην εποχή της «μετα-αλήθειας»

Πολιτική και δημοσιογραφία στην εποχή της «μετα-αλήθειας»

4' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, που σοκάρισε το κατεστημένο, έχει προκαλέσει έντονη ενδοσκόπηση και στα αμερικανικά ΜΜΕ. Πώς ήταν δυνατόν οι ειδικοί να χάσουν τη μεγαλύτερη πολιτική ανατροπή των τελευταίων δεκαετιών, να μην αντιληφθούν έγκαιρα το μέγεθος της οργής των λευκών ψηφοφόρων της εργατικής τάξης που προσέφεραν τη νίκη στον Τραμπ (για την ακρίβεια στο σώμα των εκλεκτόρων, γιατί στη λαϊκή ψήφο η Χίλαρι Κλίντον επικράτησε με διαφορά 2,7 εκατ. ψήφων). Μήπως τα ΜΜΕ δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους; Η Susan Glasser, πρώην διευθύντρια του Politico και παλαιότερα πολιτική συντάκτρια και ανταποκρίτρια της Washington Post στο εξωτερικό, σε ανάλυσή της στο ίδρυμα Brookings υποστηρίζει ότι η δημοσιογραφική κάλυψη φέτος ήταν ποιοτικότερη και πληρέστερη από ό,τι στο παρελθόν. Το σκάνδαλο του 2016 δεν ήταν τόσο η αποτυχία των συστημικών ΜME να ενημερώσουν επαρκώς το κοινό, όσο ότι αυτή η ενημέρωση δεν έχει πλέον τόσο σημασία στην εποχή της «μετα-αλήθειας», όταν τα πραγματικά στοιχεία έχουν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από την επίκληση στο θυμικό και στις προκαταλήψεις. Οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη τους στα συστημικά ΜΜΕ, αν αναλογισθεί κανείς ότι μόνο 20 αμερικανικές εφημερίδες κάλεσαν τους αναγνώστες τους να ψηφίσουν υπέρ του Τραμπ και από αυτές μόνο δύο είχαν κυκλοφορία μεγαλύτερη των 100.000 φύλλων, ενώ η πλειονότητα υποστήριξε την εκλογή της Κλίντον.

Προσβλητικές δηλώσεις και προκλητικές συμπεριφορές, όπως αυτή του Τραμπ, που σε άλλες εποχές θα κατέστρεφαν οιονδήποτε προεδρικό υποψήφιο, δεν εμπόδισαν την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα της Αμερικής. Ακόμη και τα αποδεδειγμένα ψέματα, μισές αλήθειες και ύβρεις που ο Τραμπ ξεστόμισε εναντίον του προέδρου Ομπάμα και της αντιπάλου του δεν είχαν τελικά αρνητική επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα. Βέβαια, το φαινόμενο της «μετα- αλήθειας» δεν ευδοκιμεί μόνο στην Αμερική, όπου ο Τραμπ ήταν ο εκφραστής του par excellence. Εκανε την εμφάνισή του στη Βρετανία με το δημοψήφισμα για το Brexit και οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν βρει γόνιμο έδαφος στην Τουρκία, στη Ρωσία, στην Πολωνία αλλά και στην Ελλάδα. Εκείνο που ανησυχεί την Glasser και όσους ενδιαφέρονται για έναν σοβαρό δημόσιο διάλογο και τον ρόλο της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας στην προστασία της δημοκρατίας είναι ότι αυτό που κατάφερε τώρα ένας δημαγωγός της Δεξιάς, την επόμενη φορά χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους μπορεί να το πετύχει ένας λαϊκιστής της Αριστεράς.

Στην πολιτική ποτέ δεν έλειψαν το ψέμα, ο κυνισμός και η υποκρισία και μία σχέση αντιπαλότητας μεταξύ πολιτικών και ΜΜΕ. Ο Νίξον είχε καταρτίσει τον «κατάλογο εχθρών» του, όπως ο Τραμπ έβαλε στον μαυροπίνακα πολλές εφημερίδες και ενοχλητικούς δημοσιογράφους. Η διαφορά όμως είναι ότι σήμερα δεν μιλάμε απλώς για αμφισβήτηση της εξουσίας και προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας, αλλά για την παραδοχή ότι η αλήθεια για αρκετούς έχει δευτερεύουσα σημασία. Σήμερα με τον πολλαπλασιασμό των μέσων ενημέρωσης, τη διάδοση της ψηφιακής τεχνολογίας και την εξάπλωση του Διαδικτύου, πολλοί στην Αμερική και αλλού προτιμούν να ζουν εγκλωβισμένοι σε ένα γκέτο με κλειστά μυαλά, να μοιράζονται με τους ομοϊδεάτες τους μόνο όσα δεδομένα ενισχύουν τις προκαταλήψεις τους και να απορρίπτουν ασυζητητί τα πραγματικά στοιχεία που καταρρίπτουν τις θεωρίες συνωμοσίας τους.

Η διάβρωση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, τους πολιτικούς και τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, επεκτείνεται και στην αμφισβήτηση της επιστήμης, όπως αποδεικνύεται με την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Ψεύτικες ειδήσεις, τρελές ιστορίες, κατασκευασμένα «γεγονότα» διακινούνται ανεμπόδιστα στο Διαδίκτυο, υστερικές φωνές αποκτούν ακροατήριο ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που αποτελούν τη βασική πηγή ενημέρωσης για τη νεολαία (το 35% των νέων ηλικίας 18 – 29 ετών ενημερώνονταν για τις αμερικανικές εκλογές από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, 18% από διαδικτυακές πηγές και 12% από την καλωδιακή τηλεόραση, ενώ δύο μέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές ο Τραμπ διέθετε 12,9 εκατομμύρια ακολούθους στο Twitter, έναντι 10,1 εκατομμυρίων της Κλίντον).

Η τεχνολογία μπορεί να βοήθησε να καλύπτονται τα νέα γρηγορότερα και φθηνότερα, αλλά συνέβαλε ταυτόχρονα να φυτρώσει και η «τέχνη του ψεύδους», όπως έγραφε πρόσφατα και ο Economist. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους τελευταίους τρεις μήνες της προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ οι ψεύτικες ειδήσεις που διακινούνταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τράβηξαν περισσότερη προσοχή από τις κυριότερες ειδήσεις των μεγάλων ΜΜΕ. Η ερευνητική δημοσιογραφία, που ασχολήθηκε και με τον προβληματικό παρελθόν του Τραμπ και τις αμφιλεγόμενες πρακτικές της Κλίντον, δεν άγγιξε έναν κόσμο που περιφρονούσε τον σοβαρό τύπο. Το ίδρυμα ερευνών Pew διαπίστωσε ότι το 47% των συντηρητικών ψηφοφόρων βασιζόταν για την ενημέρωσή του μόνο στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox και δεν εμπιστευόταν 24 από τις 36 πηγές νέων, για τις οποίες ερωτήθηκαν. Αντίθετα, οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι στηρίχθηκαν σε τέσσερις κυρίως πηγές νέων (15% CΝΝ, 13% ΝPR, 12 % MSNBC και 10% ΝΥΤ), ενώ εμπιστεύονταν 28 από τις ίδιες 36 πηγές ενημέρωσης. Οπως είπε ο πρόεδρος Ομπάμα, αν ο ίδιος έβλεπε Fox, δεν θα ψήφιζε τον εαυτό του. Οι παρτιζάνοι της συνωμοσιολογίας χρησιμοποιούσαν για «ευαγγέλιο» τους τον ακροδεξιό ενημερωτικό ιστότοπο Breitbart, τον διευθυντή του οποίου ο Τραμπ διόρισε ως κορυφαίο σύμβουλό του για θέματα στρατηγικής στον Λευκό Οίκο. Ακόμη και όταν ο Τραμπ παραδέχθηκε ότι όντως ο Ομπάμα έχει γεννηθεί στην Αμερική, ώστε να μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος, η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών εξακολουθεί να πιστεύει ότι γεννήθηκε στο εξωτερικό ή ότι είναι μουσουλμάνος…

Υπάρχει αντίδοτο σ’ αυτή την παράνοια; Ναι, αν οι πολιτικοί αποφασίσουν να λέγουν την αλήθεια στον λαό, αν οι ανεξάρτητες αρχές ξεσκεπάζουν το ψέμα, ίσως αν το Facebook αλλάξει τους αλγορίθμους του, ώστε να μπλοκάρονται οι ψεύτικες ειδήσεις. Πάντως, η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι το φαινόμενο της «μετα- αλήθειας» έχει αποκτήσει ρίζες, που για να ξεριζωθούν θα απαιτηθούν μεγάλος κόπος και αφοσίωση στον σοβαρό δημόσιο διάλογο.

*Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος διετέλεσε προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή