Μετά τον Εμφύλιο, η συνεχής και εντυπωσιακή αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου συνοδεύτηκε, μετά την πτώση της δικτατορίας, από την εδραίωση και εμβάθυνση της δημοκρατίας, καθώς και τη βαθμιαία εξέλιξη της Ελλάδας από αντικείμενο σε υποκείμενο της διεθνούς και ευρωπαϊκής διπλωματίας. Στην πορεία, η Ελλάδα έγινε μια άλλη χώρα – ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον.
Και ήρθε μετά ένα εξωτερικό γεγονός, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8, που αποκάλυψε μια βασική αδυναμία. Μάθαμε, τουλάχιστον όσοι χρειάζονταν την κρίση για να το καταλάβουν, ότι το βιοτικό επίπεδο της πιο πρόσφατης περιόδου δεν ανταποκρινόταν ούτε στην παραγωγικότητα της οικονομίας μας ούτε στην ποιότητα θεσμών και παιδείας. Ζούσαμε, με άλλα λόγια, με δανεικό χρόνο και χρήμα. Και όταν έσκασε η «φούσκα» και χάσαμε την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και τα δανεικά, αναγκαστήκαμε να προσαρμοστούμε.
Ομως αυτή η προσαρμογή αποδείχτηκε στην πράξη πολύ πιο αργή και επώδυνη από όσο θα μπορούσαν να φανταστούν ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι. Αλλωστε, οποιαδήποτε σύγκριση με άλλες χώρες που πέρασαν και αυτές από το καθαρτήριο των μνημονίων είναι αρνητική για μας.
Στη διάρκεια αυτής της προσαρμογής, όλες οι προηγούμενες τάσεις αντιστράφηκαν. Κατέρρευσαν η οικονομία και το βιοτικό μας επίπεδο. Κατέρρευσε και η προηγούμενη (αμαρτωλή) πολιτική τάξη πραγμάτων, που δεν θα ήταν υποχρεωτικά κάτι κακό, αν στο κενό που δημιουργήθηκε δεν έρχονταν πολλοί δημαγωγοί να το καλύψουν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, επιστρέψαμε και πάλι σε καθεστώς διεθνούς επιτροπείας: μια βίαιη επιστροφή στο παρελθόν.
Σε μια προσπάθεια συλλογικής αυτογνωσίας, ορισμένα συμπεράσματα βγαίνουν σχεδόν αβίαστα από τα πρόσφατα, δύσκολα χρόνια της κρίσης. Το πρώτο και βασικό είναι ότι μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας γενικότερα ξεκίνησε με μια απόλυτη άρνηση της πραγματικότητας – και λιγότεροι, ευτυχώς, συνεχίζουν ακόμη και σήμερα. Αυτοί που ισχυρίζονται ότι οι πολιτικοί μας, όσο ανεπαρκείς και αν αποδείχτηκαν με λιγοστές εξαιρέσεις, φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για όλα τα κακά του τόπου, ενώ η κοινωνία είναι αθώα και άμοιρη ευθυνών, λαϊκίζουν αφόρητα. Η οικονομική και πολιτική κρίση έχει προφανώς βαθιές κοινωνικές ρίζες. Αποδεικνύεται επίσης εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξουμε οτιδήποτε στη χώρα, εξίσου δύσκολο να συμφωνήσουμε μεταξύ μας ως προς τη φύση των προβλημάτων και την επίλυσή τους, ακόμη και στα απολύτως στοιχειώδη, πόσο μάλλον να συμφωνήσουμε ως προς τον επιμερισμό του κόστους μιας αναγκαίας προσαρμογής. Και στις πολλές δικές μας αδυναμίες προστέθηκε δυστυχώς και ο δογματισμός πολλών από τους εταίρους/δανειστές. Μπήκε έτσι η χώρα σε έναν φρικτό φαύλο κύκλο, με την αναξιοπιστία των εντός να τρέφει τον δογματισμό των εκτός.
Αν δεν σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, τα χειρότερα πιθανόν είναι μπροστά μας. Η λύση σίγουρα δεν μπορεί να έρθει απέξω. Αλλά πώς να ενώσεις μια κοινωνία σπασμένη σε κομμάτια που δύσκολα επικοινωνούν μεταξύ τους, μια κοινωνία στην οποία λείπει η εμπιστοσύνη, ακόμη περισσότερο προς όσους τολμούν να αρθρώσουν δημόσιο λόγο. Το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν εκείνοι που αποφασίζουν να εκτεθούν στην πολιτική αρένα είναι πολύ βαρύ. Και έτσι καταλήγουμε συχνά με ό,τι χειρότερο. Δεν αποτελούν πλέον όλα αυτά ελληνικές ιδιαιτερότητες. Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Αλλά η Ελλάδα έχει ήδη υποφέρει πολύ και παραμένει ο πιο ευάλωτος κρίκος της ευρωαλυσίδας.
Πιστεύω ότι πρώτη προϋπόθεση για να σπάσει ο φαύλος κύκλος από μέσα θα πρέπει να είναι μια μεγάλη προσπάθεια να ενώσεις τα σπασμένα κομμάτια μιας τραυματισμένης κοινωνίας και να αρχίσεις να χτίζεις εμπιστοσύνη, απευθυνόμενος στη λογική αλλά και στο συναίσθημα. Κανένας δεν θα μπορέσει να πείσει μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας αν δεν αναγνωρίσει πρώτα, με λόγια και πράξεις, τα τεράστια λάθη που μας οδήγησαν σε μια γενικευμένη και συνεχιζόμενη χρεοκοπία. Ενας λόγος που θα ενώνει και θα συμβάλλει σε μια εθνική συνεννόηση, έστω στα απολύτως στοιχειώδη.
Ενωτικός λόγος, αλλά συνάμα ριζοσπαστικός. Η Ελλάδα είναι μια χώρα μπλοκαρισμένη, που δεν χρειάζεται τίποτα λιγότερο από μια ειρηνική επανάσταση. Οι εταίροι μας έχουν πειστεί εδώ και χρόνια για τον αρνητικό ρόλο μιας οικονομικής ολιγαρχίας σε στενό εναγκαλισμό με ένα διεφθαρμένο κράτος. Η οικονομική ολιγαρχία είναι σίγουρα υπαρκτή, γνωστή και επώνυμη, όσο και αν οι περισσότεροι αποφεύγουν να την ονοματίσουν. Αλλά ταυτόχρονα, υπάρχουν πάμπολλα μικρομεσαία συμφέροντα και ένα ευρύτερο πλαίσιο κανόνων καφκικής έμπνευσης, που λειτουργούν ως ισχυρές δυνάμεις αδράνειας.
Χρειάζεται να αλλάξουν ακόμη πολλά, αλλά ο χρόνος δεν περισσεύει. Πόσο μπορεί να αντέξει μια κοινωνία κάτω από συνεχή, ασφυκτική πίεση και χωρίς προοπτική; Κάποια στιγμή –όχι πολύ μακριά στο μέλλον– θα είναι πλέον πολλοί που στην απόγνωσή τους θα είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το ευρωπαϊκό καράβι που θαλασσοδέρνει, με μια βουτιά χωρίς σωσίβιο. Θα περιμένουν απλώς τον δημαγωγό που θα δώσει το σύνθημα για να πνιγούμε. Πρέπει να προλάβουμε.
* Ο κ. Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.