Οταν το μίσος προελαύνει

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ελληνική κρίση είναι σαν μία μεγάλη, καταστροφική πλημμύρα. Το νερό έρχεται και τα σαρώνει όλα, και ξαφνικά η ζωή των ανθρώπων που ζουν στην πόλη αλλάζει προς το χειρότερο, και μια σειρά από πρωτόγνωρα, κατά κανόνα άσχημα πράγματα συμβαίνουν. Η τελευταία εβδομάδα μας θύμισε ένα από αυτά: ξεχειλίζουν οι βόθροι.

Η απόπειρα δολοφονίας του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου από τρομοκράτες και ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην ηλικία των 99 ετών πυροδότησαν ένα δημόσιο διάλογο απόλυτα αναμενόμενο σε επίπεδο, ποιότητα και περιεχόμενο ή, έστω, απόλυτα αναμενόμενο για ένα λαό που έχει συνηθίσει ως φυσιολογική την εικόνα οπαδικών στρατών να δίνουν εν χορώ ερωτικές υποσχέσεις στους αντιπάλους τους και της μητέρες τους (και κατά συνέπεια να αυτοπροσδιορίζονται ως αμφιφυλόφιλοι διαγενεακοί επίδοξοι βιαστές) ή/και να πλακώνονται μεταξύ τους ή/και να βανδαλί ζουν δημόσιους και ιδωτικούς χώρους, ή την εικόνα εξαγριωμένων φοιτητών σε τρισάθλια, βρωμικα, σαβανωμένα με κακάσχημες, κακογραμμένες αφίσες πανεπιστήμια να χτίζουν τους καθηγητές τους στα γραφεία τους, ή την εικόνα των νεοναζί στο κοινοβούλιο της χώρας, ή την εικόνα του αυτοδιαχειριζόμενου μίνι-failed state των Εξαρχείων κάθε που υπάρχει εθιμοτυπική εξέγερση, ή την ιδέα ότι καταδικασμένοι δολοφόνοι τρομοκράτες έχουν δημόσιο λόγο και κοινό που τον ακούει (και ενίοτε έχουν και τα τέκνα τους -ακόμα κι εκεί νεποτισμός) ή τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας “Μακελειό”, που κυκλοφορεί κανονικά στα περίπτερα. Ή την εικόνα του Παύλου Πολάκη.

Εννοείται ότι σε μια τέτοια χώρα θα ευδοκιμούν φωνές σαν του δημοσιογράφου-συνδικαλιστή Γιώργου Φιλιππάκη, που έγραψε στο Facebook ότι δεν θα τον πείραζε μια βόμβα και στα πόδια του Γιάννη Στουρνάρα. Ο κ. Φιλιππάκης, ο οποίος έσπευσε να διευκρινήσει ότι δεν θεωρεί τη δημόσια ανάρτησή του στο Facebook δημόσιο λόγο, (ομολογώντας προφανώς ότι είναι ένας απαίσιος, μοχθηρός άνθρωπος μόνο μεταξύ φίλων, και επίσης πως δεν είναι πάρα πολύ έξυπνος), τις επόμενες ημέρες απήλαυσε γόνιμης φιλοξενίας από πρόθυμους να του προσφέρουν βήμα συναδέλφους του και, φυσικά, συνέχισε να αρθρώνει αταλάντευτο κι αδούλωτο (ιδιωτικό;) λόγο σε δημόσιες αναρτήσεις στο Facebook, λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι τον συλλαμβάνουν (δεν τον συνέλαβαν) και ότι οι Στουρνάρας και Παπαδήμος είναι υπεύθυνοι για 7000 αυτοκτονίες (στην πραγματικότητα λιγότεροι Έλληνες έχουν αυτοκτονήσει συνολικά τον 21ο αιώνα).

Αυτό είναι ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας. Έτσι αντιδρούν οι Έλληνες σε ό,τι συμβαίνει. Βεβαίως, ο λόγος μίσους, ο χολερικός φθόνος, η περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή, η εχθροπάθεια, οι “εμείς ή αυτοί” δεν εμφανίζονται μόνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν παντού. Τα social media είναι χρήσιμα από αυτή την άποψη, μας δείχνουν τους βόθρους όλης της Γης, μα εμείς εδώ το έχουμε πάει σε άλλο επίπεδο. Φέρνουμε το μίσος στο προσκήνιο, το αφήνουμε ελεύθερο να προελαύνει, το κάνουμε κυρίαρχο στοιχείο της κουβέντας, το κάνουμε mainstream, στελεχώνουμε Βουλή με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου πρόεδρο, με νεοναζί μέσα, με τον Παύλο Χαϊκάλη και το Δημήτρη Καμμένο.

Αλλά θα σας πω κάτι: αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Το ότι υπάρχει το μίσος δεν είναι το σημαντικότερο πρόβλημα. Το ότι πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές του δίνουν διαχρονικά λίπασμα για να βλαστήσει δεν είναι το κύριο πρόβλημα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι δεν υπάρχει αντίσταση.

Η σημαντικότερη παθογένεια που αναδείχτηκε τις τελευταίες ημέρες στις οθόνες μας δεν ήταν το χολερικό μίσος των “ναιμεναλλάδων”, που με δυσκολία συγκρατούσαν τη χαρά τους για τα τραύματα του Παπαδήμου και το θάνατο του Μητσοτάκη, μα η αντίδραση στο μίσος, η οποία δεν ήταν το αντίθετο του μίσους (νηφαλιότητα, απόρριψη, θλίψη, συγκατάβαση), μα αντίθετο μίσος. Τα γιουχαΐσματα στο νυν πρωθυπουργό της χώρας στην κηδεία του πρώην πρωθυπουργού ήταν μια αποκρουστική έκφραση αυτού του φαινομένου. Στις (όχι ιδιωτικές) αναρτήσεις του Facebook μπορείτε να βρείτε κάμποσες άλλες.

Αυτό είναι το πρόβλημα. Το μίσος των από εκεί το ξέρεις, το περιμένεις, υπήρχε πάντα. Αν απέναντί τους υπήρχε κάτι άλλο, δεν θα είχε σημασία. Γιατί στις σοβαρές χώρες κανείς δεν περιμένει τίποτε από τις πηγές του μίσους. Κάθονται στις παρυφές τις κοινωνίας αυτοί, λουφαγμένοι στις γωνίες τους και βρίζουν απαρατήρητοι κι ασήμαντοι. Βεβαίως με τα σόσιαλ μήντια πλέον μπορούν να βρίσκονται μεταξύ τους, να φτιάχνουν τους θύλακες του μίσους τους, να το απολαμβάνουνε παρέα και να φαίνονται περισσότερο. Αλλά οι υγιείς κοινωνίες, αυτές που έχουν ισχυρούς θεσμούς και υψηλό κοινωνικό κεφάλαιο, δεν περιμένουν τίποτε από αυτούς. Δεν χρειάζονται τους χούλιγκαν των γηπέδων για πάει η κοινωνία μπροστά, δεν περιμένουν από τους μπαχαλάκηδες να δημιουργήσουν πλούτο και ιδέες για να ευημερήσει η χώρα (και οι μπαχαλάκηδες). Υπάρχουν άλλοι για να κάνουν αυτή τη δουλειά.

Αυτό είναι το πρόβλημα. Οι δικοί μας “άλλοι” όσο περνά ο καιρός μοιάζουν όλο και περισσότερο με “εκείνους”. Ούτε αυτό είναι καινούριο φαινόμενο -απλά κατά περιόδους φουντώνει. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας περνά διαδοχικούς, αλλεπάλληλους κύκλους ακραίων -ενίοτε και φονικών- διχασμών. Ένας σωστός, ελληνικός διχασμός χρειάζεται δύο αντίπαλα μέλη, πρόθυμα να διχαστούν.

Διαβάστε πάνω στο ίδιο θέμα:

Το μίσος, ή γιατί οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν μαζί "http://www.georgakopoulos.org/2011/06/haters-gonna-hate/"

Η χυδαία κανονικότητα "http://www.kathimerini.gr/896854/opinion/epikairothta/politikh/h-xydaia-kanonikothta"

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή