Η πραγματική λύση

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο τρίτο μνημόνιο υπογράφηκε κάτω από τις χειρότερες συνθήκες για την Ελλάδα. Μετά την καταστροφική δήθεν διαπραγμάτευση Βαρουφάκη, μετά το σάλτο μορτάλε δημοψήφισμα, με capital controls, με το ένα πόδι στην πλήρη καταστροφή του Grexit, η κυβέρνηση Τσίπρα υπέγραψε τους πιο σκληρούς όρους: Ογκωδέστατα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, μείωση συντάξεων, δημόσια περιουσία για 99 χρόνια στα χέρια των δανειστών, και πολλά χειρότερα από εκείνα που έκαναν παλαιότερα τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ, της Χρυσής Αυγής και των λοιπών αντιμνημονιακών δυνάμεων να καίνε την Αθήνα και να μουντζώνουν τη Βουλή.

Η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου αποδείχτηκε το Βατερλώ της κυβέρνησης. Απαίτησε αναδιάρθρωση του χρέους τώρα και δεν πήρε τίποτα. Για ιδεοληπτικούς λόγους που δεν την άφηναν να πάρει τη μεριά του ΔΝΤ, η κυβέρνηση πόνταρε στην Ε.Ε., που επέβαλε μεγαλύτερο πλεόνασμα και άφησε το χρέος για το 2018. 

Υστερα η κυβέρνηση έβαλε στόχο την ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Χωρίς αναδιάρθρωση χρέους όμως, η ΕΚΤ δεν θεωρεί το χρέος βιώσιμο και δεν θα εντάξει την Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση. Ούτε η ΕΚΤ θα «εγγυηθεί» νέα ελληνικά ομόλογα, χωρίς να είναι βέβαιη για τη βιωσιμότητα του χρέους. Ετσι, καταρρέει και το τρίτο αφήγημα της κυβέρνησης, ότι θα εκδώσει ομόλογα φέτος, όπως έκανε ο Σαμαράς το 2014. Το τελευταίο αφήγημα είναι η θεωρία του ελατηρίου, σύμφωνα με την οποία, μετά τόσα χρόνια ύφεσης, η Ελλάδα θα επανέλθει αυτόματα στην ανάπτυξη. Είναι μία προφανώς ουτοπική θεωρία. Το αποτέλεσμα της πολύμηνης καθυστέρησης της αξιολόγησης, συνεπώς, είναι καινούργια αβεβαιότητα, νέα κρίση εμπιστοσύνης και νέα αναβολή της εξόδου από την κρίση.

Αντί για όλα αυτά τα ουτοπικά αφηγήματα, που συνεπάγονται τραγικές επιπτώσεις για τη ζωή των Ελλήνων, χρειαζόμαστε μια νέα κυβέρνηση, με εντελώς διαφορετική οικονομική πολιτική. Η νέα προσέγγιση πρέπει να είναι βασισμένη στην πραγματικότητα και στην ειλικρίνεια απέναντι στους Ελληνες. Πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται από μία απόλυτη δέσμευση για την παραμονή στο ευρώ. Βλέποντας τις χώρες της Ευρωζώνης σαν φίλες και εταίρους, πρέπει να στοχεύει στην ανοικοδόμηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ Ε.Ε. και Ελλάδας. 

Πρώτο σημείο της νέας οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η παραδοχή από όλους (και τους δανειστές) ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να αποπληρώσει το χρέος της αν δεν έχει υψηλή ανάπτυξη βασισμένη σε επενδύσεις. Αυτό σημαίνει ότι η νέα κυβέρνηση πρέπει να ζητήσει από τους δανειστές να έχει μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα – 2% του ΑΕΠ για πέντε χρόνια. Με μικρότερα πλεονάσματα, η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί με γοργούς ρυθμούς και να αποπληρώσει το χρέος αργότερα, όταν θα έχει βγει από την κρίση. 

Για να πραγματοποιηθεί ο στόχος της ανάπτυξης, όμως, δεν αρκεί αυτό. Χρειάζεται επίσης να μειωθεί η γραφειοκρατία που σχετίζεται με το άνοιγμα και τη λειτουργία των επιχειρήσεων, να μειωθούν οι φόροι και να συρρικνωθεί το αναποτελεσματικό κράτος. Να καθιερωθούν μηδενικοί φόροι για τα τρία πρώτα χρόνια νέων επιχειρήσεων. Αν μένει πλεόνασμα, να ξοδεύεται σε δημόσιες επενδύσεις και όχι στα γενικά έξοδα του κράτους. 

Πρέπει, ακόμα, να βρεθεί τρόπος να επιστρέψουν στην οικονομία τα χρήματα που κρατούν πολλοί σε σεντούκια και σε λογαριασμούς στο εξωτερικό. Αυτό μπορεί να γίνει με την παροχή της δυνατότητας να τα «νομιμοποιήσουν» (τα πιο πολλά είναι ούτως ή άλλως νόμιμα) αγοράζοντας καινούργια ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, που θα εκδοθούν γι’ αυτόν τον σκοπό με εγγύηση της ΕΚΤ. Αυτά τα ομόλογα θα ανταλλάσσονται χωρίς περιορισμούς, δηλαδή χωρίς capital controls. Ακόμη και περιορισμένη επιτυχία αυτού του προγράμματος θα μπορούσε άμεσα να οδηγήσει σε εισροή 20 δισ. ευρώ στην πραγματική οικονομία, πάνω από 10% του ΑΕΠ. Πρέπει να βρεθεί τρόπος να φύγουν τα «κόκκινα» δάνεια από τα βιβλία των τραπεζών, πιθανώς μέσω εξωδικαστικών συμβιβασμών, ώστε να μπορούν οι τράπεζες να χρηματοδοτούν υγιείς επιχειρήσεις. Το Δημόσιο και οι τράπεζες πρέπει να δέχονται ακίνητη περιουσία έναντι μεγάλων φορολογικών και τραπεζικών χρεών. Πρέπει, τέλος, να αφήσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις να προχωρήσουν και να δώσουμε προτεραιότητα στις εξαγωγές. 

Η Ελλάδα έχασε πολλά από την οικονομική κρίση. Το πιο σημαντικό που απώλεσε είναι η εμπιστοσύνη, τόσο των εταίρων της στην Ευρώπη, όσο και των πολιτών της. Σχεδόν καμία από τις παραπάνω πολιτικές δεν θα επιτύχει αν δεν έχουμε μια νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που θα κερδίσει έμπρακτα την εμπιστοσύνη Ελλήνων και Ευρωπαίων. Αυτή πρέπει να είναι η προτεραιότητα. 

* Ο κ. Νίκος Οικονομίδης είναι καθηγητής στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή