Το «πυξ λαξ» της εξουσίας

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α​​ν πάρουμε τοις μετρητοίς την αφήγηση του τέως υπουργού Γ. Βαρουφάκη, ο πρωθυπουργός υπήρξε ξεκάθαρος: ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας έπρεπε οπωσδήποτε να διωχθεί από τη θέση του ακόμη και κλωτσηδόν.

Είναι προφανές πως η μαρτυρία Βαρουφάκη αποκαλύπτει μια τρομακτική και εξαιρετικά επικίνδυνη παθογένεια, κατ’ αρχήν στο επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας. Οι κυβερνώντες αισθάνονται πως, επειδή εκλέχθηκαν, το κράτος τούς ανήκει δικαιωματικά και αρκεί η διαβεβαίωση των καλών τους προθέσεων («δεν είμαστε κλέφτες») για να καταργηθεί κάθε θεσμικό αντίβαρο, που αυτοί αντιλαμβάνονται ως εμπόδιο. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με κύρος και θεσμική ευθύνη σκέφτεται ή πράττει διαφορετικά από τους κυβερνώντες πρέπει να περιθωριοποιηθεί, να στιγματιστεί και αν χρειαστεί να εξοντωθεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Με απλά λόγια, πρέπει να γίνει η ζωή κόλαση όσων αποτελούν απειλή για τη σημερινή εξουσία. Θα είχε μάλιστα μεγαλύτερο ενδιαφέρον εάν μαθαίναμε ποιες ήταν οι ριζοσπαστικές ιδέες που υπαινίσσεται ο Γ. Βαρουφάκης πως είχε ο Ν. Παππάς, αλλά από την άλλη όποιος ζει στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να έχει μεγάλη φαντασία για να μην τις έχει ήδη αντιληφθεί.

Η «περίπτωση Στουρνάρα», όπως και άλλες τέτοιες, στην πραγματικότητα, έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: την αδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας στην Ελλάδα να συνυπάρξει με θεσμούς και ανθρώπους που δεν ελέγχει. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια κατάσταση που ο αγαπημένος διανοούμενος των κυβερνώντων, ο Ν. Πουλαντζάς, θα μπορούσε να αποκαλέσει «αυταρχικό κρατισμό» καθώς, ενώ το Κοινοβούλιο λειτουργεί απρόσκοπτα (ας πούμε), από την άλλη πληθαίνουν τα σημάδια των κυβερνητικών αυθαιρεσιών, που υπονομεύουν την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Πρέπει να είμαστε δίκαιοι. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα παρουσιάζει μια τέτοια συμπεριφορά. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα κατά τη Μεταπολίτευση, όπου επιχειρήθηκε να εξουδετερωθούν με κάθε τρόπο ανεξέλεγκτες φωνές με επιρροή και χρησιμοποιήθηκαν χυδαίοι μηχανισμοί συκοφαντίας και ηθικής σπίλωσης (π.χ. αυριανισμός). Ας είμαστε ειλικρινείς, δεν απουσιάζουν οι περιπτώσεις που κατά το παρελθόν η πολιτική εξουσία συμπεριφέρθηκε με αυταρχικό ή και «μαφιόζικο τρόπο». Εντέλει, είτε μας αρέσει είτε όχι, η Δημοκρατία μας παρά τη σημαντική πρόοδο που επέδειξε κατά τη Μεταπολίτευση δεν έφτασε σε εκείνο το αναγκαίο σημείο ανεξαρτησίας των θεσμών και αποστασιοποίησής τους από τον θανατηφόρο εναγκαλισμό της κυβερνητικής εξουσίας.

Κρίσιμο ρόλο στον θανατηφόρο εναγκαλισμό των θεσμών, και εντέλει της ελληνικής κοινωνίας, από την εκτελεστική εξουσία έπαιξαν βεβαίως τα κόμματα εξουσίας, αλλά όχι μόνον αυτά. Ουσιαστικά συνέτειναν στον εντεινόμενο έλεγχο κάθε όψεως της δημόσιας ζωής από την εκάστοτε ή τη δυνάμει κυβέρνηση. Σε αντάλλαγμα, αυτή η τελευταία, και προκειμένου να μην υπονομεύεται, παρείχε δημόσιες θέσεις ή άλλα προνόμια και χάρες είτε σε ψηφοφόρους της είτε σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες.

Σήμερα βέβαια, τα κόμματα, με τη φυσιογνωμία που τα γνωρίσαμε τον προηγούμενο αιώνα, βρίσκονται σε πορεία παρακμής. Κοιτάξτε, για παράδειγμα, τον αριθμό των μελών τους. Είναι αστείο ακόμη και να μιλάει κάποιος για μέλη. Πόσα μέλη έχει, ας πούμε, ο ΣΥΡΙΖΑ; Μετρήστε τους καθημερινούς ή έστω κυριακάτικους αναγνώστες της «Αυγής» και ίσως έχετε ακριβή απάντηση. Οπως και να ’χει, μερικές χιλιάδες άνθρωποι στην καλύτερη περίπτωση. Στην πραγματικότητα, τα κόμματα εξελίσσονται σε οργανωμένες ολιγαρχικές ελίτ με προνομιακή πρόσβαση σε πόρους (θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να μάθουμε ποιο είναι το ποσοστό των μελών του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονται σήμερα σε κρατικές θέσεις ευθύνης ή είναι αιρετοί. Είμαι σίγουρος πως το ποσοστό αυτό είναι τόσο μεγάλο, που αρκετοί από εσάς θα σοκαριστείτε και θα αναρωτηθείτε θυμωμένοι πού πηγαίνουν οι φόροι σας).

Τα κόμματα λοιπόν πεθαίνουν. Η εξουσία όμως όχι. Παρά το γεγονός ότι λόγω γενικότερων διεργασιών (παγκοσμιοποίηση, Ε.Ε. και ΟΝΕ κ.λπ.) καθώς και ειδικών ελληνικών συνθηκών (χρεοκοπία και μνημόνια) η δυνατότητα άσκησης πολιτικής από την πλευρά της κυβέρνησης έχει περιοριστεί σημαντικά, εντούτοις αυτή η τελευταία αναζητεί διαρκώς τρόπους για να διατηρήσει την ισχύ της.

Ποια είναι η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν; Οχι πολύ μεγάλη αλλά ίσως ουσιαστική. Παλιότερα, οι υποθέσεις «τύπου Στουρνάρα» εξελίσσονταν σιωπηλά. Η κυβέρνηση (με εξαίρεση όχι τυχαία την περίοδο 1981-1985) δεν διατυμπάνιζε τη δίψα της για έλεγχο και τη βαθιά της ανασφάλεια. Επιπλέον, είναι γεγονός πως και η κοινωνία, που είχε βιώσει πρόσφατα την εμπειρία της δικτατορίας, λίγο-πολύ θεωρούσε φυσικό να βλέπει η κυβέρνηση ως λάφυρο τις δημόσιες θέσεις.

Είναι προφανές πως πλέον δεν βρισκόμαστε εκεί. Μετά 43 χρόνια δημοκρατικής ομαλότητας, η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα περισσότερο ώριμη να αντιληφθεί πως η διακυβέρνηση σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι συνθήκη για μια «επαναστατική διαδικασία», ένα «διαρκές και σιωπηλό» πραξικόπημα ή, έστω, ευκαιρία για γέμισμα του κράτους από ανέργους και περιορισμένων προσόντων «δικούς μας». Το θέμα, βέβαια, είναι να το αντιληφθούν αυτό και οι κυβερνώντες.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή