Κάθε φορά που ανοίγω το Facebook, εκπλήσσομαι. Πώς είναι δυνατόν όλο αυτό το ανθρώπινο κεφάλαιο να υπάρχει σε μια φτωχιά, προβληματική, μικρή χώρα με ναζί στο Κοινοβούλιο; Πώς είναι δυνατόν από μια χώρα, της οποίας κάποια πανεπιστήμια μερικές φορές (όχι πάντα) μετά βίας μπαίνουν στις λίστες με τα «Τοπ-1.000» του κόσμου και με τα σκορ των μαθητών της στον πάτο της PISA, να έχουν βγει τόσοι εξπέρ, τόσοι ιδιοφυείς ειδήμονες; Κι όχι εξειδικευμένοι ειδήμονες – πανειδήμονες. Συνάνθρωποί μας, επαγγελματίες, του μόχθου, με οικογένειες, ευθύνες, υποχρεώσεις, αφιερώνουν τον πολύτιμο χρόνο τους για να γράψουν τρεις, πέντε ή και δώδεκα μακροσκελείς αναρτήσεις την ημέρα αναλύοντας όλα τα καυτά θέματα της επικαιρότητας για το καλό μας. Η παραγωγικότητά τους είναι αξιοζήλευτη. Η επιδεξιότητα και η ευελιξία τους αξιοθαύμαστες. Και η πολυπραγμοσύνη τους κάνει τον Λεονάρντο ντα Βίντσι να μοιάζει Καρανίκας. Τι Καταλωνίες, τις επιθέσεις στο Λας Βέγκας, τι πετρελαιοκηλίδες στον Σαρωνικό, τι Taxibeat, τι F-16, τα ξέρουν, τα έχουν διαβάσει και τα έχουν επεξεργαστεί όλα.
Δεν αναφέρομαι στους επαγγελματίες αρθρογράφους ή σε κάποιους συγκεκριμένους, σχεδόν δακτυλοδεικτούμενους ιδιώτες που γνωρίζουν συγκεκριμένα θέματα σε βάθος και χρησιμοποιούν τα social media για να διακινήσουν ψύχραιμες, καλά τεκμηριωμένες και προσεκτικά διατυπωμένες απόψεις. Υπάρχουν τέτοιοι, μα είναι μειοψηφία. Κάθε που σκρολάρω στο Facebook, μου ’ρχεται στο μυαλό η εικόνα μιας εξέδρας. Η εξέδρα έχει κανόνες, έχει κώδικες. Για να επιβληθείς και να φανείς, για να τοποθετηθείς πάνω σε όσα συμβαίνουν στο γήπεδο και να σε ακούσουν, να σεβαστούν τη γνώμη σου και κατ’ επέκταση κι εσένα τον ίδιο –με άλλα λόγια, να σου «κάνουν λάικ»– πρέπει να ακολουθήσεις τους κανόνες, να υιοθετήσεις τις φόρμες, τη γλώσσα, την κινησιολογία, το ύφος της εξέδρας. Το Facebook είναι το ίδιο, μόνο που εκεί δεν παίζει ρόλο η κινησιολογία και στο γήπεδό του το άθλημα αλλάζει δύο φορές τη μέρα, από τις δηλώσεις του Τραμπ για τη Βόρεια Κορέα στην επιτροπή Αλιβιζάτου κι από τις περιπέτειες του ηλεκτρονικού εισιτηρίου στο ποιος θα είναι νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας. Κι αυτό το ύφος! Από πού βγήκε αυτό το ύφος; Αυτή η αυτοπεποίθηση, η οίηση; Από την εξάσκηση στο σκληρό, εξελικτικό πεδίο των λάικ της εξέδρας; Από τον σφιχτό εναγκαλισμό της Eλληνίδας μάνας; Από πού; Ξέρετε ποιο εννοώ, το ύφος του παντογνώστη το αδιασάλευτο, αυτό το γεμάτο (όχι τόσο λεπτή) ειρωνεία, ο meta σχολιασμός που θεωρεί το δίκιο δεδομένο και έχει ως αντικείμενο την ίδια τη νίκη στη (φανταστική) μονομαχία με την απέναντι εξέδρα, ποτέ το αντικείμενο της μονομαχίας, στο οποίο το δίκιο είναι αυτονόητο.
Αυτή η πανσπερμία απόψεων επί παντός επιστητού είναι καταπληκτική. Δεν ξέρω τι σημαίνει για την παραγωγικότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (δεν μπορώ να καταλάβω πότε και αν δουλεύουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι), αλλά σημαίνει ότι στο πεδίο των ιδεών υπάρχουν εργάτες ακάματοι που ρίχνουν δουλειά κάθε μέρα, ρίχνουν λέξεις, τροφοδοτούν τον κόσμο μας με ιδέες ή μάλλον με τετελεσμένα δίκια. Είναι κρίμα που οι Καταλανοί δεν μπορούν να διαβάσουν ελληνικά, ας πούμε, πραγματικά θα γλίτωναν πολύ κόπο και νταβαντούρι αν διάβαζαν το τι πρέπει να κάνουν αναλυμένο με λεπτομέρειες στο ελληνικό Facebook. Το ερώτημα όμως είναι άλλο. Αφού υπάρχουν εδώ πέρα τόσα φωτισμένα μυαλά που ξέρουν όλα τα θέματα και έχουν όλες τις λύσεις και είναι πανέτοιμα να διαφωτίσουν και τους υπόλοιπους με χειμαρρώδεις ποταμούς ιδεών και λύσεων, εμείς, ρε παιδιά, πώς χρεοκοπήσαμε;