Σημείωνα την Κυριακή ότι το πρόβλημα με τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται δεν είναι μόνον ο πολύ σοβαρός κίνδυνος για τις τράπεζες. Μαζί με τα περίπου 120 δισ. προβληματικών δανείων ένα ακόμη μεγαλύτερης αξίας κεφάλαιο έχει «παγώσει». Μελέτη του ΟΟΣΑ (δείτε ρεπορτάζ της Ευγ. Τζώρτζη στο χθεσινό φύλλο της «Κ») εκτιμά ότι το 28% των επενδεδυμένων κεφαλαίων είναι δεσμευμένο σε επιχειρήσεις «ζόμπι», δηλαδή προβληματικές. Τι σημαίνουν συναθροιζόμενα τα δύο αυτά φαινόμενα;
Το γνωρίζουν πολύ καλά όσοι συζητούν με τις τράπεζες. Ενας από τους κυριότερους λόγους που δεν προχωρούν οι επενδύσεις είναι ότι οι τράπεζες δεν διαθέτουν τα κεφάλαια που χρειάζονται για να στηρίξουν νέα επιχειρηματικά σχέδια.
Με τον ίδιο τρόπο, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες που βρίσκονται με μπλοκαρισμένα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους που παραμένουν δεσμευμένα μαζί με τα δάνεια που πήραν και δεν αποπληρώνουν.
Πρόκειται για μεγάλη παγίδα στην οποία έχει πέσει η οικονομία και από την οποία πολύ δύσκολα θα βγει αν δεν υπάρξει σοβαρή και ρηξικέλευθη διαχείριση στην αποτελμάτωση του τραπεζικού συστήματος.
Πάρτε ένα απλό παράδειγμα: αν ένα στεγαστικό δάνειο εξυπηρετείται κανονικά, στο ίδιο ακίνητο μπορεί να μπει δεύτερη υποθήκη ως διασφάλιση για ένα άλλο δάνειο. Η πρακτική αυτή είναι συχνότερη στην περίπτωση των επιχειρηματικών δανείων. Αν, όμως, το δάνειο βρεθεί σε εμπλοκή, μαζί του θα μπλοκάρει και το περιουσιακό στοιχείο, που σημαίνει ότι θα χαθεί η παραγωγική χρησιμότητα του κεφαλαιακού αποθέματος.
Ακόμη χειρότερα, το υποθηκευμένο κεφάλαιο επειδή ακριβώς δεν εξυπηρετείται από νέες επενδύσεις αποσβένεται με ρυθμούς ταχύτατους. Επειδή, όμως, δεν αντικαθίσταται με επενδύσεις που θα ανανεώσουν τα παλαιά στοιχεία κεφαλαίου, το κεφάλαιο που «δουλεύει» είναι μικρότερο και παλαιότερο, με αποτέλεσμα η παραγωγή να είναι χαμηλότερης ποιότητας.
Αλλά και οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σοβαρή απομείωση της αξίας των υποθηκών που έχουν πάρει. Μάλιστα, επειδή οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να καταγράφουν στα βιβλία τους την πραγματική, δηλαδή την εμπορική και τρέχουσα αξία των εμπράγματων εγγυήσεων, εύκολα διαπιστώνουμε ότι το μέγεθος και η ποιότητα του εθνικού κεφαλαίου έχουν μειωθεί σε βαθμό επικίνδυνο. Κατανοεί κανείς ότι το υπάρχον κεφάλαιο δεν επαρκεί για να πάρει μπροστά η οικονομία και ακόμη λιγότερο για να στηρίξει την ανάπτυξη. Μπορεί η στασιμότητα να είναι καλύτερη από τον κατήφορο, σίγουρα όμως δεν αρκεί για να ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες.