Οι Τούρκοι ως φίλοι

2' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​«Τους Τούρκους τους έχω συνηθίσει ως εχθρούς. Ως φίλοι με φέρνουν σε αμηχανία», έλεγε σε μια συνέντευξή του χαριτολογώντας ο Μάνος Χατζιδάκις. Νομίζω πως δεν ήταν μόνος σε αυτό. Και νομίζω πως κάτι παρόμοιο ισχύει και για τους Τούρκους.

Οταν το καλοκαίρι του 2012 βρέθηκα στο Αφιόν Καραχισάρ –εμβληματικός για τη Μικρασιατική Εκστρατεία τόπος, ήταν επί περίπου έναν χρόνο υπό ελληνική κατοχή–, επισκέφθηκα το πιο ιστορικό εστιατόριο της πόλης, το «Ικμπάλ».

Κάποια στιγμή, οι σερβιτόροι ρώτησαν εμένα και την τότε σύντροφό μου, μετέπειτα γυναίκα μου, από πού είμαστε. Οταν απαντήσαμε πως είμαστε «Γιουνάν», είπαν με μεγάλη χαρά: «κομσούρ!». Θα πει «γείτονες».

Αυτό το «κομσούρ» θα το ακούγαμε πολλές φορές σε εκείνο το ταξίδι. Ειπωμένο μέσα σε μια καλοκάγαθη ατμόσφαιρα, που όμως έφερνε αρκετά σε ψυχαναγκασμό. Αυτή την αμηχανία για την οποία μίλησα παραπάνω.

Θα γινόμασταν κάμποσες φορές μάρτυρες αυτής της ζεστής, ιδιότυπης αμηχανίας μέχρι να καταλήξουμε στην Κωνσταντινούπολη, με ενδιάμεσους σταθμούς το Ικόνιο, το Εσκί-Σεχίρ και την Προύσα.

Φαντάζομαι πως αν ήμασταν Βέλγοι, Ιταλοί, Γάλλοι ή Ισπανοί, Σουηδοί, Δανοί ή Φινλανδοί, ίσως να μην υπήρχε λόγος αμηχανίας, αυτός ο ψυχαναγκασμός ντε και καλά να δείξουν ενθουσιασμό μόνο και μόνο επειδή είμαστε Ελληνες. Αλλά μπροστά μας, οι Τούρκοι, ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, αισθάνονταν την υποχρέωση να πουν μια καλή κουβέντα, επιβεβαιώνοντας, ίσως, αυτό που είχε πει παλιά ο Μάνος Χατζιδάκις.

Ισως ως φίλοι να φέρναμε κι εμείς αμηχανία στους Τούρκους οικοδεσπότες μας, ειδικά τους κατοίκους του Αφιόν, στην κεντρική πλατεία του οποίου κυριαρχεί το μνημείο του τουρκικού αγώνα της ανεξαρτησίας: ένα σύμπλεγμα με δύο ανθρώπινες μορφές, με φόντο τον χαρακτηριστικό μεγάλο μαύρο βράχο όπου ένας ρωμαλέος στρατιώτης έχει ρίξει στα πόδια του νικημένο έναν άλλο στρατιώτη: ο πρώτος είναι Τούρκος, ο πεσμένος Ελληνας. Στο μνημείο διαβάζουμε μια επιγραφή: 30 Αυγούστου 1922. Από το Αφιόν ξεκίνησε η μεγάλη τουρκική αντεπίθεση με τα γνωστά αποτελέσματα.

Απ’ όλη αυτή την αφήγηση, εσείς συγκρατήστε μόνον το εστιατόριο, το «Ικμπάλ». Το φαγητό εκεί ήταν όντως θεσπέσιο: το σις κεμπάπ, το οποίο ο σερβιτόρος περιέχυσε με λιωμένο βούτυρο και καυτή σάλτσα ντομάτας, το ρύζι, το εκλεκτό καζάν ντιμπί για επιδόρπιο, όλα ήταν υπέροχα.

Ωραία είναι και η ιστορία του «Ικμπάλ»: άνοιξε για πρώτη φορά το 1922, λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Ελληνες, αρχικά όμως είχε διαφορετική ονομασία.

Οταν το 1934 ο Κεμάλ έκανε ένα πέρασμα από την πόλη, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το φαγητό, που ζήτησε να του φέρουν τον μάγειρα και ιδιοκτήτη, ονόματι Σαλίμ Πανκάρ. «Αν συνεχίσεις έτσι», είπε ο Ατατούρκ, «θα έχεις μεγάλη τύχη. Να αλλάξεις όμως το όνομα του μαγαζιού, κάνε το “Ικμπάλ”». Η ταμπέλα στο μαγαζί άλλαξε προτού καν προλάβει ο Κεμάλ να εγκαταλείψει την πόλη. Ικμπάλ στα τουρκικά πάει να πει «καλή τύχη».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή