Η χρησιμότητα της βαλβίδας

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Κώστας Ζουράρις είναι ένας δημόσιος διανοούμενος, με απλές, πολύ συχνά απλοϊκές ιδέες. Κρύβει την απλότητά τους πίσω από μια περίτεχνη και σκοπίμως δυσνόητη γλώσσα, η οποία δεν υπηρετεί ποτέ την ακρίβεια ή τη σαφήνεια του λόγου. Ως κύρια σκοπιμότητά της έχει να προσδώσει στον ίδιο ένα ύφος απροσπέλαστου ύψους και, συγχρόνως, να εκφοβίσει τον ακροατή.

Ο συνήθης ημιμαθής –είδος που αποτελεί και την πλειονότητα– εντυπωσιάζεται από τις αρχαιοελληνικούρες και τα πατερικά, που αραδιάζει με απαράμιλλη ευκολία ο Κ. Ζουράρις. Εντυπωσιάζεται, επίσης, από την ειρωνική αυτοπεποίθησή του, την αλαζονική, αφ’ υψηλού έκφραση του προσώπου του και την αδιατάρακτη, ψυχρή προκλητικότητά του. Το συνολικό μείγμα προβάλλει την εικόνα ενός «αυστηρού σοφού» και πείθει τον αμαθή για τη σοβαρότητα ή έστω την ευφυΐα του Κ. Ζουράρι. Συγχρόνως, το στυλ αυτό του επιτρέπει και να κολακεύει –συχνά ασυστόλως– το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ο διπλανός μας Νεάντερταλ αισθάνεται ότι υψώνεται και αυτός, όταν την απλοϊκότητα της άποψής του έρχεται να την επιβεβαιώσει ο «καθηγητής». (Παράδειγμα ασύστολης κολακείας –προς τον λαό του ΠΑΟΚ– ήταν οι δηλώσεις εξαιτίας των οποίων ζητήθηκε η παραίτησή του.)

Αν παραμερίσεις τα αποτροπιαστικά στολίδια του λόγου του και πας στην ουσία, οι θέσεις που εκφράζει κατά καιρούς ο Κ. Ζουράρις, επάνω στα εκάστοτε θέματα του δημοσίου διαλόγου, δεν διαφέρουν πολύ από τον μπαγιάτικο εθνικισμό ενός δασκαλάκου της δεκαετίας του 1920. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Κώστας Ζουράρις είναι ο Βύρων Πολύδωρας της σικ Αριστεράς στην Ελλάδα. Ενας εκκεντρικός είναι, ένα καλομαθημένο πλουσιόπαιδο που γέρασε χωρίς να ωριμάσει και, όπως λένε κάποιοι παλιοί φίλοι του, «αυτό που κυρίως αναζητεί στη ζωή είναι ο χαβαλές».

Ελισσόμενος μεταξύ κολακείας και εκφοβισμού, ο Κ. Ζουράρις τα κατάφερνε ώς τώρα, μέχρι που ο πρωθυπουργός χρειάστηκε μια βαλβίδα για να εκτονωθεί η κατάσταση στην Κ.Ο. Γιατί τον διώχνουν τώρα, ενώ έχει πει χειρότερα στο παρελθόν, ρωτούν κάποιοι. Δεν κερδίζουμε τίποτε συγκρίνοντας την τελευταία χυδαιότητα του Κ. Ζουράρι με τις προηγούμενες, μήπως και ανακαλύψουμε εκεί την αιτία της απομάκρυνσής του από την κυβέρνηση. Απλώς, ήταν ο βολικός άνθρωπος της στιγμής, για να σφίξει τα λουριά η κυβέρνηση και να θυμίσει στους βουλευτές της ότι είναι προσωρινοί και περαστικοί. Αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί και η παραμονή της υπόθεσης σε εκκρεμότητα – όσο πιο αργή και βασανιστική είναι η εκτέλεση, τόσο πιο ισχυρό είναι το μήνυμά της. Αλλωστε άχρηστος ήταν στην κυβέρνηση ο Κ. Ζουράρις και οι αρμοδιότητές του αστείες – μήνες μπορεί να μείνει κενή η θέση του, χωρίς να παρατηρηθεί κάποια διαφορά. Η μοναδική φορά που χρησίμευσε στην παρέα των κυβερνώντων ήταν τώρα, ως βαλβίδα εκτόνωσης…

Δημοκρατική ευθιξία

Είναι ζήτημα «δημοκρατικής ευθιξίας», όπως θα έλεγε ο Αλέξης Τσίπρας. Χθες, ημέρα απεργίας και, συνεπώς, ταλαιπωρίας για τους Αθηναίους, άκουγα διαφόρους φίλους να αναρωτιούνται σε τι χρησιμεύουν τέτοιοι αγώνες ή ακόμη –άκουσον άκουσον– να χλευάζουν τους αγώνες των συνδικάτων. Να θυμίσω σε όλους τους επικριτές των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων ένα μόνον στοιχείο για την προσφορά τους. Αν, φερ’ ειπείν, το 2001 δεν είχαν κινητοποιηθεί μαζικά τα συνδικάτα και είχε περάσει η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, την οποία προσπαθούσε τότε ο Τάσος Γιαννίτσης, το ασφαλιστικό θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση για να αντιμετωπίσει την κρίση όταν αυτή ενέσκηψε και, συνεπώς, σήμερα οι απώλειες θα ήσαν λιγότερες για τους ασφαλισμένους. Σωστά;

Σωστά! Ομως, αν δεν είχε εμποδισθεί η μεταρρύθμιση Γιαννίτση, πώς θα δείχναμε μετά σε όλο τον κόσμο το κιμπαριλίκι μας, που είναι βασικό στοιχείο της ιδιοπροσωπίας μας και για το οποίο όλοι μάς φθονούν διεθνώς; Κάποτε, την εποχή της αστακομακαρονάδας, το επιδεικνύαμε χορηγώντας αφειδώς συντάξεις, κάνοντας προσλήψεις, δημόσια έργα και Ολυμπιακούς. Σήμερα, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Μπορούμε, όμως, με το πείσμα του ηλίθιου που δεν καταλαβαίνει πως ο κόσμος γύρω του αλλάζει, να εμποδίζουμε την προσαρμογή μας, ώστε το οικονομικό κόστος της να πολλαπλασιάζεται. Ουσιαστικά, κάνουμε ό,τι και προηγουμένως…

Δεν είναι Siemens

Η Βουλή απέκτησε σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας συνδεδεμένο με τα έδρανα. Γλιτώνουν έτσι οι βουλευτές τον γνωστό εξευτελισμό, που παρακολουθούμε κάθε φορά στις κρίσιμες ψηφοφορίες: να τους καλούν ξανά και ξανά από το μικρόφωνο του προεδρείου για να ψηφίσουν, ώσπου να ακουστεί ένα βραχνό, ντροπαλό και χαμηλόφωνο «ναι» από τα ορεινά. Εφεξής, θα αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού στη συσκευή Bosch, που βρίσκεται τοποθετημένη πλέον μπροστά τους. Τη μάρκα της συσκευής είναι αδύνατο να μην την προσέξεις, καθώς το λογότυπο είναι ευκρινές και τοποθετημένο επάνω, αλλά και στο πλάι της συσκευής.

Γιατί τέτοια έλλειψη διακριτικότητας, σε μια Βουλή, η οποία κατά τα άλλα αφαιρεί τις ετικέτες από τα μπουκάλια του νερού για να αποφεύγεται η γκρίζα διαφήμιση; (Αλλη ανοησία και αυτή! Λες και, αν δεις ότι ο Βούτσης έχεις μπροστά του το τάδε νερό, θα προτιμήσεις και εσύ το ίδιο. Στην πραγματικότητα, το πιθανότερο είναι να προτιμήσεις κάποιο άλλο…) Υποθέτω ότι η Βουλή θα ζήτησε τα ευκρινή λογότυπα στις συσκευές ώστε να φαίνεται ότι δεν είναι Siemens. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να έχουν ζητήσει τις συσκευές με τη μάρκα πιο διακριτικά γραμμένη και, απλώς, να είχαν κολλήσει μετά αυτοκόλλητα με τη φράση «Δεν είναι Siemens!». Θα ήταν προτιμότερο, πιο ελληνικό και πιο αριστερό· διότι με τον καιρό τα αυτοκόλλητα θα βρώμιζαν και θα ξέφτιζαν, όπως πρέπει με όλα τα πράγματα στον Υπαρκτό Ελληνισμό…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή