Από τις ετήσιες πανελλαδικές έρευνες κοινής γνώμης της διαΝΕΟσις, προκύπτουν πάντα πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τις απόψεις και τις πεποιθήσεις των Ελλήνων. Δυστυχώς τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι πάντοτε αισιόδοξα. Για παράδειγμα, από το 2015 μέχρι σήμερα, το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων απαντά, όταν ερωτηθεί, ότι ο θεσμός που εμπιστεύεται περισσότερο είναι η οικογένεια. Βέβαια, γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα διατηρεί ακόμα χαρακτηριστικά προνεωτερικής κοινωνίας, με πολύ χαμηλό, για ευρωπαϊκή χώρα, κοινωνικό κεφάλαιο, με χαμηλούς δείκτες εμπιστοσύνης και με ιδιαίτερα ανεπτυγμένα τα κλειστά συγγενικά δίκτυα.
Δεν είναι, βέβαια, κακό να εμπιστεύεσαι την οικογένειά σου. Ομως μετά από αυτήν ακολουθούν οι Ενοπλες Δυνάμεις και η Αστυνομία, που τις εμπιστευόμαστε κάθε χρόνο και περισσότερο. Σε αντίθεση με τους δημοκρατικούς και συλλογικούς θεσμούς που δεν εκτιμούμε και τόσο. Η μόνη εξαίρεση είναι η δικαστική εξουσία – τη βλέπουμε πιο θετικά από τις άλλες δύο, τη νομοθετική και την εκτελεστική. Φοβάμαι όμως για λάθος λόγους.
Πριν από 15 χρόνια, σε μια μεγάλη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια. Με μια σημαντική διαφορά: οι Ελληνες εμπιστεύονταν τότε και την Εκκλησία. Στις πρόσφατες όμως έρευνες η Εκκλησία δεν τα πάει τόσο καλά και η τάση είναι πτωτική. Αλλά η Εκκλησία συμπληρώνει το τρίπτυχο, μαζί με την πατρίδα και την οικογένεια. Οι Ελληνες δεν αρκεί να εμπιστεύονται μόνο την οικογένεια και τον στρατό, πρέπει να διατηρήσουν και την «ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους».
Αυτό το τελευταίο το εξασφάλισε, για χάρη της Εκκλησίας, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειάς του (660/2018). Σύμφωνα με την απόφαση, το υπουργείο Παιδείας δεν μπορεί να διαμορφώνει προγράμματα σπουδών που «φαλκιδεύουν» τον «επιβεβλημένο από τη συνταγματική διάταξη» (άρθρο 16) σκοπό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, που είναι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως «των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Θα πρέπει η παιδεία «να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους», να μην τους προκαλεί «σύγχυση» (την οποία, σύμφωνα με την απόφαση, προκαλεί ο «αναστοχασμός»). Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει το πρόγραμμα σπουδών «να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους».
Οπως καταλαβαίνετε, τα πράγματα είναι απελπιστικά. Από τη μια έχουμε ένα Σύνταγμα με άρθρα (όπως το άρθρο 16) που είναι απαράδεκτα για μια ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία του 21ου αιώνα. Πρόκειται για ένα άρθρο που επιβιώνει λόγω της ανίερης συμμαχίας αυταρχικών πατερναλιστών της Αριστεράς και της Δεξιάς, που δεν εννοούν να απεμπολήσουν ένα πολύτιμο εργαλείο ελέγχου της κοινωνίας. Από την άλλη ένα ανώτατο δικαστήριο που αντί να ερμηνεύσει αυτό το προβληματικό άρθρο συσταλτικά, κάνει το αντίθετο. Ενώ το Σύνταγμα αναφέρει ότι το κράτος έχει ως βασική αποστολή την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, το ΣτΕ την ταυτίζει με τη χριστιανική και μάλιστα την Ορθόδοξη. Οπως, πολύ ορθά, τόνισε η μειοψηφία πέντε δικαστών, το ίδιο το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις δεν υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των Θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με «ανάπτυξη» θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με «επιβολή» θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου.
Επανερχόμαστε στην έρευνα, έπειτα από την υποχρεωτική αναφορά στην απόφαση του ΣτΕ, το οποίο αποσόβησε τον κίνδυνο «εκτροπής», που τα χαμηλά ποσοστά της Εκκλησίας απειλούσαν – μετατρέποντας το σχολείο σε κατηχητικό. Οι Ελληνες φαίνεται να ζουν σε ένα όνειρο αυτοϊκανοποίησης. Το 75% πιστεύει ότι ως λαός ξεχωρίζουμε για την ευφυΐα και τον πολιτισμό μας, το 55% ότι Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι και οι 6 στους 10 ότι η είσοδός μας στην Ε.Ε. ωφέλησε περισσότερο την Ενωση απ’ ό,τι εμάς. Δυσπιστούμε απέναντι στην Ε.Ε. και θεωρούμε (8 στους 10) ότι την Ελλάδα κυβερνούν μυστικές οργανώσεις που δρουν στο παρασκήνιο. Δεν συμπαθούμε ιδιαίτερα τους μετανάστες (εκτός αν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ), ειδικά αν είναι μουσουλμάνοι, αλλά ούτε και τους Εβραίους. Η πλειονότητα δεν θέλει να ανεγερθεί τζαμί στην Αθήνα. Απορρίπτει τον πολιτικό γάμο από ομόφυλα ζευγάρια και φυσικά την παιδοθεσία από αυτά. Οι μισοί Ελληνες ζητούν να επανέλθει η θανατική ποινή.
Το ειρωνικό είναι ότι σ’ αυτήν την έρευνα, για πρώτη φορά, οι Ελληνες δηλώνουν περισσότερο φιλελεύθεροι παρά ποτέ. Διότι, δυστυχώς, ταυτίζουν τον φιλελευθερισμό με τη μείωση των φόρων (γι’ αυτήν τη στρέβλωση είναι μεγάλες οι ευθύνες ημών των φιλελεύθερων). Εχουμε πάρει βέβαια μαθήματα, υπάρχουν πολλές στιγμές αυτογνωσίας στις απαντήσεις. Ομως οι περισσότεροι Ελληνες δεν περιμένουν να σωθούν από τους δημοκρατικούς θεσμούς ενός κράτους δικαίου αλλά από «έναν πολιτικό ηγέτη ικανό και ισχυρό». Δεν είναι τυχαίο ότι στην ίδια έρευνα (αλλά και σε πολλές άλλες), εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους στη Ρωσία και τον θαυμασμό τους για τον Πούτιν. Οι Ελληνες πολίτες, σχεδόν μισόν αιώνα μετά τη μεταπολίτευση και την εμπειρία της στρατιωτικής δικτατορίας, αναζητούν έναν αυταρχικό ηγέτη να τους σώσει και ίσως να αναβιώσει την Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών.
* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αν. καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα βιβλία του «Φιλελευθερισμός» και «Επιχειρήματα Ελευθερίας» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.