Πώς θα ανακτήσουμε το χαμένο ανθρώπινο δυναμικό;

Πώς θα ανακτήσουμε το χαμένο ανθρώπινο δυναμικό;

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ν​​α το πούμε απλά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας σήμερα και για τα επόμενα χρόνια θα είναι το έλλειμμα ανθρώπων. Ελλειμμα ανθρώπων γενικά, λόγω δημογραφικής γήρανσης. Ελλειμμα καταρτισμένων, ταλαντούχων, παραγωγικών ανθρώπων, σε σχέση με τον διογκούμενο πληθυσμό των συνταξιούχων ή οικονομικά μη ενεργών Ελλήνων.

Μια διάσταση του προβλήματος έχει να κάνει με τη βαριά κληρονομιά της κρίσης. Από τα 10.750.000 πληθυσμού της χώρας, μόνο 3.793.000 επισήμως εργάζονται, 956.000 είναι άνεργοι, και οι υπόλοιποι είναι οικονομικά μη ενεργοί (συνταξιούχοι, παιδιά, σπουδαστές, ασθενείς, φροντιστές οικογένειας, άτυπα εργαζόμενοι, άεργοι).

Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην Ε.Ε. Μόνο 58% του πληθυσμού ηλικίας 20-64 έχει κάποια μορφής απασχόληση. Ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 72%. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο μεγάλο ποσοστό ανεργίας, αλλά και στο υψηλό ποσοστό οικονομικά ανενεργού πληθυσμού. Στα χρόνια της κρίσης, οι μακροχρόνια άνεργοι είδαν τις δεξιότητές τους να απαξιώνονται, απελπίστηκαν, έπαψαν να ψάχνουν δουλειά. Κι ίσως να πλησιάζουν τους 450.000 (σύμφωνα με μελέτη της KPMG) οι Ελληνες που έφυγαν μεταξύ 2008-2016, αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.

Εάν τα πράγματα είναι άσχημα, κινδυνεύουν να γίνουν χειρότερα. Το εργατικό δυναμικό της χώρας (πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας 15+) προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά περίπου 30% μέχρι το 2060 (στοιχεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΔΝΤ), λόγω δημογραφικής γήρανσης. Μια διαρκώς συρρικνούμενη μειοψηφία θα εργάζεται, υπερφορολογούμενη, για να συντηρεί μια διευρυνόμενη πλειοψηφία οικονομικά ανενεργού πληθυσμού. Είναι η απόλυτη δυστοπία εισοδηματικής καθήλωσης, φτώχειας και αποανάπτυξης.

Μπορούμε να επαναπατρίσουμε κάποια στιγμή τους μετανάστες της κρίσης, που με την εμπειρία τους αποτελούν πολύτιμο κεφάλαιο; Η πανευρωπαϊκή φορητότητα ασφαλιστικών δικαιωμάτων θα βοηθούσε, όπως προτείνουμε (μαζί με τους Θάνο Ντόκο, Σπύρο Μπλαβούκο, Δήμητρα Τσίγκου και Γιάννη Παπαγεωργίου) σε μια τελευταία έρευνα της ΔιαΝΕΟσις & ΕΛΙΑΜΕΠ («30+1 Πράγματα που πρέπει να διεκδικήσει η Ελλάδα στην Ευρώπη»).

Ομως, δείτε μερικά αποκαρδιωτικά στοιχεία. Στην Παγκόσμια Εκθεση Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, στο κριτήριο «ικανότητα της χώρας να προσελκύει ταλαντούχους ανθρώπους» (country capacity to attract talent) η χώρα μας κατατάσσεται 133η επί συνόλου 137 χωρών. Στην «ικανότητα να τους διατηρήσει στη χώρα», 121η. Γιατί; Η απάντηση περιέχεται εν μέρει σε δυο άλλους δείκτες, «επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα για εργασία» και «στα κίνητρα για επενδύσεις». Εκεί η Ελλάδα είναι, αντίστοιχα, προτελευταία και τελευταία στους 137!

Κι όμως, η παρακμή δεν είναι νομοτέλεια. Εάν εξαιρέσουμε τη φορολογική αφαίμαξη, η χώρα μας έχει πλεονεκτήματα. Μια άλλη έρευνα (INSEAD/ADECCO, σε πρόσφατο δελτίο του ΣΕΒ) καταγράφει ένα εξαιρετικά αισιόδοξο εύρημα: η Αθήνα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ 90 πόλεων στον κόσμο όσον αφορά τη διάθεση ταλαντούχων ατόμων να την επιλέξουν ως πόλη εγκατάστασης. Η ελκυστικότητα της Αθήνας ως προορισμού όχι μόνο τουριστικού αλλά και εγκατάστασης, οφείλεται σε μια σειρά λόγων που τείνουμε να υποτιμούμε. Ο προφανής, αλλά όχι μοναδικός, είναι το κλίμα και η θάλασσα. Είναι επίσης το σχετικά χαμηλό κόστος διαβίωσης, η προσωπική ασφάλεια και η πυκνότητα γιατρών, όπως αναφέρονται στη μελέτη.

Η Αθήνα είναι πόλη ενδιαφέρουσα στις εντάσεις της, σχετικά φθηνή, διεθνοποιούμενη, δυναμική, με υψηλό αριθμό φοιτητών, ξένων επισκεπτών, αξιοθέατων, εστιατορίων. Θα μπορούσε η χώρα να χτίσει στα προφανή πλεονεκτήματα της Αθήνας, εφαρμόζοντας μια συστηματική πολιτική προσέλκυσης και διακράτησης «ταλέντου», ανθρώπων με υψηλές δεξιότητες και εισοδήματα, προκειμένου να καλύψει το χαμένο έδαφος. Εχει βέβαια πάρα πολλά να θεραπεύσει: την επιδείνωση των υποδομών, τη διάχυση ανομίας και παραβατικότητας, τις νησίδες εξαθλίωσης, την «ασυλοποίηση» των πανεπιστημίων και αδυναμία διασύνδεσής τους με την ιδιωτική έρευνα και επιχειρηματικότητα, τον μικρό αριθμό πολυεθνικών επιχειρήσεων, τις χαμηλές δαπάνες έρευνας, ανάπτυξης, καινοτομίας…

Τέλος, το αναξιοποίητο ανθρώπινο κεφάλαιο των 65+. Τις επόμενες δεκαετίες θα πρέπει να αναθεωρήσουμε (όπως όλη η γηράσκουσα Ευρώπη) τα κανονιστικά όρια συνταξιοδότησης των 65/67. Η ηλικία των 65 σήμερα δεν είναι αυτή που ήταν το ’50 και το ’60, όταν θεμελιώνονταν τα συνταξιοδοτικά δεδομένα. Ο μέσος πολίτης μιας ανεπτυγμένης χώρας γίνεται ηλικιακά γηραιότερος αλλά βιολογικά νεότερος. Εάν οι άνθρωποι ζουν περισσότερα χρόνια υγιούς και παραγωγικού βίου, μπορούν να μείνουν οικονομικά ενεργοί για μακρότερο διάστημα. Πρέπει να αναζητηθούν τρόποι να επεκταθεί ο παραγωγικός βίος των ανθρώπων παρακολουθώντας το προσδόκιμο επιβίωσης. Οπως κάνουν ήδη επιτυχώς οι σκανδιναβικές χώρες.

Μέχρι να φτάσουμε εκεί, η χώρα μας μπορεί να αναδειχθεί ως τόπος δεύτερης μόνιμης διαμονής και παραθεριστικής κατοικίας δεκάδων χιλιάδων συνταξιούχων του Βορρά. Αναπληρώνοντας εθνικές εισοδηματικές απώλειες, και στηρίζοντας την ανάπτυξη σειράς κλάδων, από κατασκευές και υποδομές μέχρι πρωτοποριακές υπηρεσίες υγείας και ευζωίας!

* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή