Τέσσερις λέξεις συνθηματικές

Τέσσερις λέξεις συνθηματικές

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην ελληνική πολιτική σκηνή και κοινωνία διαδραματίζεται μια αιώνια διένεξη μεταξύ εκσυγχρονιστών και «παραδοσιακών» δυνάμεων, μεταξύ «ευρωπαϊστών» και «εθνικιστών», μεταξύ φράκου και φουστανέλας, όπως έλεγαν στο παρελθόν. Παρατηρούμε, όμως, ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι τόσο ξεκάθαρος και παγιωμένος, με συγκεκριμένους ανθρώπους σε κάθε πλευρά, αλλά ασταθής και ευερέθιστος: κάποιοι μπορούν να παίρνουν θέση σε ένα θέμα που να τους προσδιορίζει ως «φιλελεύθερους» και σε άλλο να φαίνονται «συντηρητικοί», ενώ ένα τρίτο να μη τους συγκινεί καθόλου.

Οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι απόλυτες, δεν κατανέμουν όλους τους πολίτες σε μόνιμες, διακριτές ομάδες, όπως στην περίπτωση των φιλάθλων που δεν αλλάζουν ποτέ στρατόπεδο. Δεν είναι, δηλαδή, όπως στην ιστορία που διαβάζουμε στο βιβλίο των Κριτών της Παλαιάς Διαθήκης, όπου οι Γαλααδίται, για να ξεχωρίσουν ποιοι ήταν οι εχθροί Εφραιμίτες, ζητούσαν από περαστικούς να πουν τη λέξη «σιμπολέθ» (στάχυ) και, εάν αυτοί την πρόφεραν με τον τρόπο των Εφραιμιτών –πράγμα αναπόφευκτο– τους εκτελούσαν. Στην Ελλάδα ο τρόπος που διαχωριζόμαστε μεταξύ μας βασίζεται κυρίως στο πώς αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα (ορθολογικά ή συνωμοσιολογικά), την πολιτική, κοινωνική και γεωγραφική καταγωγή μας, στις φιλίες μας, στο πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε και στις εμπειρίες μας. Αυτά όλα συμβάλλουν στην «ψυχοσύνθεση», στην αυτοπεποίθηση, στη μισαλλοδοξία ή στην ανεκτικότητά μας για τους άλλους και το «Αλλο» γενικώς. Σήμερα, τέσσερις λέξεις και ονόματα, μεταξύ πολλών άλλων, μπορούν να λειτουργήσουν ως διαχωριστικές γραμμές· έτσι, σύμφωνα με την τοποθέτησή μας πάνω στη συγκεκριμένη λέξη ή όνομα, διακρίνουμε σε ποια πλευρά της γραμμής βρίσκεται κανείς.

Μακεδονία. Για τους περισσότερους από εμάς, οι γείτονες θέλουν να επεκτείνουν τη χώρα τους ώστε να καταλάβουν τη δική μας Μακεδονία και να υφαρπάξουν την ιστορία των Ελλήνων. Δεν είναι παρανοϊκή αυτή η αντίληψη, όταν θυμόμαστε τις ενέργειες της άλλης πλευράς εδώ και έναν αιώνα. Ούτε είναι εθνικιστές και πατριδοκάπηλοι όσοι ανησυχούν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι εθνικιστές και πατριδοκάπηλοι δεν έδρασαν με τρόπο που εκμεταλλεύονταν αυτή την ανησυχία και απέτρεπαν λύση του προβλήματος. Από την άλλη, όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη για συμβιβαστική λύση δεν είναι ούτε μειοδότες ούτε πιο ορθολογιστές από τους άλλους. Απλώς κρίνουν ότι, όταν υπάρχει «αντίπαλη ομάδα», ειρηνική λύση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συμβιβασμούς. Οταν η κυβέρνηση, όμως, προωθεί λύση με τρόπο που να εξάπτει τα πάθη των αντιπάλων ώστε να προκαλέσει προβλήματα για την αντιπολίτευση, βλέπουμε ότι ο κυνισμός δηλητηριάζει περαιτέρω το κλίμα και πόσο ρευστός είναι ο διαχωρισμός μεταξύ εποικοδομητικής και επιζήμιας πολιτικής.

Βαρουφάκης. Για κάποιους ήταν ο άνθρωπος που σήκωσε ανάστημα στην τρόικα, που παρέδωσε μαθήματα οικονομικής θεωρίας στους Ευρωπαίους ταγούς, που τα έψαλε στον Σόιμπλε και έσπρωξε τη χώρα σε παλικαρίσια σύγκρουση με το ευρωσύστημα. Αυτοί ήταν πολλοί, τώρα μάλλον πολύ λιγότεροι, καθώς ολοένα περισσότεροι διακρίνουν έναν άνθρωπο εκτός ορίων που βρήκε διεθνή σκηνή για να δοκιμάσει το ταλέντο του στο θέατρο, με την ενεργό στήριξη του πρωθυπουργού· αφού οδήγησε τη χώρα σε μια ολέθρια ήττα, παραιτήθηκε για να κράζει τους πρώην συντρόφους του, ενώ αυτοί (και εμείς) λούζονταν τις συνέπειες της αποπλάνησής του. Εδώ, άλλη διαχωριστική γραμμή είναι το πάθος με το οποίο ξένοι –κυρίως Αγγλοι– δημοσιογράφοι και εκδότες ακόμη παρασύρονται από τις λογοτεχνικές φιοριτούρες και την κολοσσιαία αυτοπεποίθησή του.

Ανδρέας Γεωργίου. Ο πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας, είναι ή το εργαλείο με το οποίο σκοτεινές δυνάμεις οδήγησαν την Ελλάδα στη σκλαβιά των μνημονίων ή σύμβολο της αδυναμίας των Ελλήνων να ξεφύγουν από τον Μεσαίωνα των συνωμοσιών, της ανευθυνότητας και της θεσμικής υπονόμευσης. Η ανθρωποθυσία αυτή αναδεικνύει τη δύναμη του υποχθόνιου συστήματος εξουσίας που δεν ξέρει πότε να σταματήσει. Αρκεί να δει κανείς ποιοι είναι οι αδυσώπητοι εχθροί του Ανδρέα Γεωργίου για να καταλάβει το εύρος και βάθος μιας ανίερης συμμαχίας. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί αυτό το σύστημα να αισθάνεται τέτοια αυτοπεποίθηση, ώστε να επιμένει να επιβάλλει τη δική του εκδοχή της πραγματικότητας πάνω στους υπολοίπους. Πιστεύει ότι στον διαχωρισμό αυτόν η πλειοψηφία είναι μαζί του; Μπορεί και να έχει δίκιο.

Μετανάστευση. Από τη μία είναι αυτοί που θυμούνται ότι οι Ελληνες είναι ο λαός που θέσπισε τη φιλοξενία, που γνώρισε –σε όλες τις περιόδους της μακράς ιστορίας του– την ανάγκη να μεταναστεύει αλλά και τα κέρδη της εξωστρέφειας. Από την άλλη, είναι αυτοί που φοβούνται ότι η σημερινή ταραχή που προκαλείται από τη μαζική μετανάστευση θα παγιωθεί και θα αλλοιώσει την ποιότητα της ζωής τους. Γνώμες και αντιλήψεις διαμορφώνονται από την εμπειρία του καθενός αλλά και από τον τρόπο που μέσα ενημέρωσης και πολιτικοί παράγοντες παρουσιάζουν το ζήτημα και τα προβλήματα που προκύπτουν. Και εδώ οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι πάγιες, αλλάζουν με τις συνθήκες. Η κοινωνία, όμως, βρίσκει τρόπους να λύνει προβλήματα, όπως είδαμε σε προηγούμενες εισροές ανθρώπων – είτε Ελλήνων προσφύγων είτε άλλων εθνών.

Με αυτές τις λέξεις/ονόματα μπορούμε να δούμε πόσο ισχυρή είναι η τάση να διχαζόμαστε – αλλά και πόσο ρευστά μπορούν να είναι τα όρια μεταξύ της μιας πλευράς και της άλλης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή