Στα αποκαΐδια φαίνεται η γύμνια της πολιτικής και η ματαιότητα των ευθυνόφοβων αρχόντων. Μέσα στις στάχτες και στις σκόνες, χωρίς το χρώμα της καθημερινότητας, χωρίς τις ανέμελες φωνές των παραθεριστών, χωρίς τα πολύχρωμα αυτοκίνητα, αποκαλύπτεται η παγίδα θανάτου. Οι στενοί δρόμοι, τα αδιέξοδα, τα κρυφά μονοπάτια. Σαν μαύρος σκελετός, το καμένο Μάτι αποκαλύπτει το σχήμα και τη δομή του, χωρίς τις χάρες που αποπλανούσαν κάτοικους και επισκέπτες – χωρίς τα πεύκα, τους κήπους, τις ταβέρνες δίπλα στο νερό. Στον Κρανίου Τόπο βλέπεις αυτό που δεν βλέπεις – τον θάνατο, άδικο και φριχτό, τόσων ανθρώπων. Τόσων ανθρώπων τον θάνατο. Αδικο και φριχτό. Πρέπει να μάθουμε να το λέμε, να το επαναλαμβάνουμε.
Καμένη η γη, αστόλιστα τα σπίτια, μαυρισμένοι τοίχοι, σιωπηλοί οι λίγοι κάτοικοι – και κάθε τόσο ένα σπίτι άθικτο, ξενοδοχείο λαμπρό, με το γκαζόν ποτισμένο, φώτα αναμμένα και μουσική να ακούγεται στο σούρουπο, δείχνει ότι και στην καταστροφή η τύχη χαμογελά για λίγους. Λίγες μέρες μετά τη συμφορά, και ενώ πολλοί νεκροί παραμένουν χαμένοι μεταξύ γης, θάλασσας και ουρανού, ένα ουράνιο τόξο σχηματίζεται πάνω από τον τόπο της σφαγής, βάναυσο παιχνίδι της φύσης, άκαρδη δήλωση ότι πέρα από τη φωτιά υπάρχει και το νερό, πέρα από το μαύρο, το πολύχρωμο. Αδιαφορεί για τα πάθη των ανθρώπων, για το κοριτσάκι που έπεσε από τον γκρεμό στον θάνατο, για τους αγκαλιασμένους που τη στιγμή του τέλους γνώριζαν ότι το μόνο που έχουμε είναι ο ένας τον άλλον.
Ανάμεσα στις στάχτες που σηκώνουν τα αυτοκίνητα που επέστρεψαν και άρχισαν να γεμίζουν πάλι τα στενά περάσματα, μέσα στις μαύρες σκόνες όπου κάηκαν αυτοκίνητα, αφήνοντας παχιά δάκρυα αλουμινίου στην άσφαλτο, εκεί βλέπουμε τις παγίδες που στήνουμε στους εαυτούς μας. Την ημέρα της σφαγής, αυτοκίνητα ήταν σταθμευμένα και στις δύο πλευρές του στενού, όπως συνήθως φαντάζομαι, καθώς στον γυμνό πια οικισμό δεν φαίνεται πού αλλού θα μπορούσαν να βρίσκονται. Αυτό δεν άφηνε αρκετό χώρο για να διασταυρωθούν δύο αυτοκίνητα, και όμως ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης, καθώς δεν υπάρχει άλλος. Οι κάτοικοι έμαθαν να ζουν έτσι, οι επισκέπτες αναγκάζονταν να το υποστούν – συμβάλλοντας και αυτοί στο γενικό φρακάρισμα. Το πρόβλημα αυτό –έστω αυτό– έπρεπε να είχε λυθεί εδώ και χρόνια. Δεν λύθηκε. Οπως τόσα και τόσα, περιμέναμε να το λύσει η ζωή. Ισως το λύσει ο θάνατος: ίσως τώρα κάποιος απ’ όλη την κλίμακα των υπευθύνων, από τους δήμους και τα υπουργεία, να αποφασίσει ότι ευθύνη του είναι να σώζει ζωές πριν κινδυνεύσουν, όχι να ψάχνει για δικαιολογίες.
Στον χάρτη που απλώνεται πάνω στα μαύρα χώματα βλέπουμε ότι, για να γίνει βιώσιμος ο οικισμός, θα πρέπει να επιβληθούν νέοι κανόνες και νέα ρυμοτομία στην περιοχή, παρά τις αντιδράσεις που θα ακολουθήσουν. Την ίδια ευθύνη θα πρέπει να αναλάβουν τοπικοί άρχοντες και περιφερειάρχες σε κάθε οικισμό, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε δρόμο της χώρας. Οι πολίτες, αντί να παραμυθιάζονται με τα μεγάλα λόγια της δήθεν πολιτικής των κομμάτων, πρέπει πρωτίστως να δουν ποιες συνθήκες ζωής τούς εξασφαλίζουν οι εκπρόσωποί τους. Είναι ασφαλείς οι πολίτες; Υπάρχουν επαρκή και δοκιμασμένα σχέδια για έκτακτες καταστάσεις – από τσουνάμι και σεισμό έως πλημμύρα και πυρκαγιά; Εχουν ενημερωθεί οι πολίτες τι θα κάνουν την ώρα της κρίσης; Υπάρχουν χώροι στάθμευσης σε θέσεις που δεν θα εμποδίζουν την κυκλοφορία; Υπάρχουν χρήσιμες πινακίδες; Αστυνομεύονται τα όποια μέτρα; Οποιος ταξιδεύει στην Ελλάδα γνωρίζει ότι συνήθως οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις είναι αρνητικές.
Στα αποκαΐδια βλέπουμε αυτό που δεν βλέπουμε, που οφείλουμε να βλέπουμε. Τον θάνατο τόσων ανθρώπων. Με σκυμμένο το κεφάλι πρέπει να πράξουμε όσα δεν πράξαμε πριν. Να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι για το σημερινό μακελειό. Αλλά πιο σημαντικό είναι να γνωρίζει κάθε πολιτικός και κάθε κρατικός λειτουργός ότι θα πληρώσει για τις όποιες παραλείψεις, για την πολιτική δειλία, για την αδιαφορία, που δολοφονούν ανθρώπους, από τη Μάνδρα, το Μάτι και την Ηλεία έως τη δική μας γειτονιά. Ο φριχτός θάνατος τόσων ανθρώπων οφείλει να είναι μόνιμη ενθύμηση, προσευχή και φυλαχτό.