Το κορυφαίο, εύθραυστο αγαθό των θεσμών

Το κορυφαίο, εύθραυστο αγαθό των θεσμών

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την άνοιξη του 2010, λίγο πριν από το πρώτο μνημόνιο, βρέθηκα στην Κίνα, σε αποστολή της «Καθημερινής»· τον Αύγουστο του 2018, τις ημέρες που έληξε το τρίτο μνημόνιο, ήμουν στη Νότιο Αφρική, σε προσωπική επίσκεψη. Στα οκτώ χρόνια της κρίσης, το ταξίδι στην Κίνα μου θύμιζε συνεχώς το πλαίσιο στο οποίο άλλες χώρες έβλεπαν το ελληνικό ζήτημα: ήταν ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσε να ταράξει την παγκόσμια οικονομία εάν δεν λυνόταν γρήγορα και αποτελεσματικά· την ίδια ώρα, η λύση έπρεπε να προκύψει μέσα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οσον αφορά την εσωτερική διάσταση του ελληνικού προβλήματος, η επίσκεψη στη Νότιο Αφρική (παραδόξως, ίσως) μου επέτρεψε να δω από άλλη σκοπιά τις δομές, τις πρακτικές και τις συμπεριφορές που αποτελούν διαχρονικό εμπόδιο στην πρόοδο και στην ανάπτυξη.

Από το 2010 ήταν σαφές ότι ούτε οι Κινέζοι ούτε οι Ρώσοι είχαν τη διάθεση, τα αναγκαία κεφάλαια και τους μηχανισμούς για να εμπλακούν στην ελληνική υπόθεση. Η Ουάσιγκτον έδρασε δυναμικά μέσω της πίεσης που άσκησε στους Ευρωπαίους –κυρίως στους Γερμανούς– για να ασχοληθούν αποτελεσματικά με το ελληνικό πρόβλημα, φοβούμενη ότι ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας θα συγκλόνιζε την παγκόσμια οικονομία. Το Πεκίνο συμμεριζόταν αυτή την ανησυχία και πίεζε και αυτό τους Ευρωπαίους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λειτούργησαν οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι, μη έχοντας θεσπίσει μηχανισμούς για τη διαχείριση τέτοιων προβλημάτων, βασίστηκαν στη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η δημόσια συζήτηση εντός Ελλάδας σπανίως φάνηκε να λαμβάνει υπ’ όψιν αυτή την απλή αλήθεια: ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εφαρμόσουν όσα απαιτούσαν οι δανειστές, οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις επέμεναν στην ύπαρξη απλών, ανώδυνων λύσεων για τα προβλήματα της χώρας. Την ίδια ώρα, μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί εδώ και δεκαετίες παρουσιάστηκαν ως απαίτηση των δανειστών, όχι ως επιτακτική ανάγκη ώστε να αποκτήσει η χώρα λειτουργική δημόσια διοίκηση, αξιόπιστη Δικαιοσύνη και να πετύχει βιώσιμη ανάπτυξη. Το πολιτικό κλίμα επηρεάστηκε καθοριστικά από την αίσθηση ότι η Ελλάδα αναγκαζόταν να υποκύψει στις απαιτήσεις ξένων δανειστών. Οσο και αν αυτό συνέβη, η ανάγκη για σοβαρές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της χώρας ήταν μια ευθύνη που ελάχιστοι πολιτικοί αναγνώριζαν και ακόμη λιγότεροι τόλμησαν να επωμιστούν. Τώρα που οι δανειστές σπεύδουν να κηρύξουν επιτυχημένη την παρέμβασή τους, η ανάγκη μεταρρυθμίσεων παραμένει.

Εδώ ίσως είναι χρήσιμες οι σημερινές εξελίξεις στη Νότιο Αφρική. Αυτό που γνωρίζει όλος ο κόσμος είναι ότι το 1994 εξελέγη πρώτη φορά κυβέρνηση που εκπροσωπούσε όλους τους πολίτες της χώρας, εκπλήσσοντας πολλούς που φοβούνταν ότι το τέλος του απαρτχάιντ θα οδηγούσε σε αιματοκύλισμα. Γνωστή, επίσης, είναι η διαπίστωση ότι, ενώ πολλά θετικά σημειώθηκαν στη χώρα, η Νότιος Αφρική δεν έχει πετύχει όσα θα μπορούσε στη μάχη εναντίον της φτώχειας, της ανεργίας και της ανισότητας και αυτό υπονομεύει το μέλλον. Τα προβλήματα αυτά είναι πολύ σοβαρά και δύσκολα λύνονται, σε οποιαδήποτε χώρα. Τον τελευταίο χρόνο, όμως, αποκαλύφθηκε ότι εδώ και χρόνια η κορυφή της κυβέρνησης συνέπραττε με μια οικογένεια ώστε να διαβρωθούν οι κυβερνητικοί και κρατικοί θεσμοί – να δωροδοκηθούν υπουργοί και κρατικοί λειτουργοί, να τοποθετηθούν συνεργάτες στην ηγεσία θεσμών και επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, μετατρέποντας το κράτος σε μηχανισμό εμπλουτισμού της συγκεκριμένης κυβερνητικής και επιχειρησιακής ελίτ. Η κυβέρνηση του προέδρου Τζέικομπ Ζούμα ήλεγχε νευραλγικές υπηρεσίες, όπως η αστυνομία, οι μυστικές υπηρεσίες κ.ά., ενώ η οικογένεια Γκούπτα είχε αναπτύξει μια «αυτοκρατορία» που συμπεριλάμβανε ορυχεία, μέσα ενημέρωσης, αμυντικές προμήθειες και υπηρεσίες πληροφορικής. Η υφαρπαγή του κράτους (state capture) και η λεηλασία του δημόσιου ταμείου παρουσιάζονταν σαν «ριζοσπαστική οικονομική μεταμόρφωση» που θα έλυνε τα προβλήματα της χώρας υπέρ των πολλών.

Η συνωμοσία εναντίον του πιο προοδευτικού συντάγματος του κόσμου και εναντίον της δημοκρατίας άρχισε να διαλύεται όταν η Δημόσια Προστάτις (κάτι σαν πιο παρεμβατικός Συνήγορος του Πολίτη) δημοσίευσε έρευνα με τίτλο «Κράτος Αρπαγής», όταν το συμβούλιο των νοτιοαφρικανικών Εκκλησιών ζήτησε από μέλη τους να ομολογήσουν (ανωνύμως) δραστηριότητες που βάραιναν τη συνείδησή τους, όταν τα δικαστήρια απέρριψαν επιλογές του προέδρου, όταν ο υφυπουργός Οικονομικών κατήγγειλε προσπάθεια δωροδοκίας του, όταν (τον Μάιο του 2017) μια ομάδα πανεπιστημιακών δημοσίευσε λεπτομερέστατη έρευνα για το «σκιώδες κράτος» που είχε στηθεί εις βάρος της δημοκρατίας, όταν άρχισαν οι διαμαρτυρίες εντός του κυβερνώντος κόμματος (το ANC) και όταν οργανώθηκαν διαδηλώσεις. Εκτοτε ο Ζούμα καθαιρέθηκε (και βρίσκεται στο δικαστήριο) και αντικαταστάθηκε από τον Σίριλ Ραμαπόσα, στενό συνεργάτη του Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος καλείται να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών χωρίς να διασπάσει το κόμμα του και χωρίς να χάσει τον έλεγχο της χώρας. Η Ελλάδα και η Νότιος Αφρική βρίσκονται, ασφαλώς, σε διαφορετικούς κόσμους και σε πολύ διαφορετικές στιγμές στην Ιστορία τους ως ανεξαρτήτων χωρών. Ούτε τα προβλήματά τους είναι ίδια ούτε οι προοπτικές τους. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι η εύρυθμη λειτουργία του κράτους, προς όφελος όλων των πολιτών, εξαρτάται από την απόλυτη ανεξαρτησία και υπευθυνότητα των θεσμών και από τη διάθεση των πολιτών να υπερασπιστούν αυτό το κορυφαίο αλλά εύθραυστο αγαθό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή