Κάθε φορά που συμμετέχω σε δημόσια συζήτηση με θέμα τις θεσμικές παθογένειες στην Ελλάδα της κρίσης, όταν θα φτάσουμε στην ώρα των λύσεων, θα βρεθεί οπωσδήποτε κάποιος που θα πει δυνατά τη λέξη που σκέφτονται όλοι. Παιδεία! Είναι σωστό, είναι κοινώς αποδεκτό, αλλά είναι ταυτόχρονα και τετριμμένο. Το έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές και πρόκειται να το ακούσουμε άλλες τόσες. Αλλά τι νόημα έχει απλώς να το παπαγαλίζουμε; Εάν δεν κάνουμε κάτι ουσιαστικό για να βελτιώσουμε την ποιότητα της Παιδείας στη χώρα μας;
Σ’ αυτό το κείμενο θα αναφερθώ σχεδόν αποκλειστικά στην ανώτατη παιδεία. Γιατί αυτή γνωρίζω καλά και αυτήν υπηρετώ σχεδόν δύο δεκαετίες. Αλλά προηγούνται δύο παρατηρήσεις: α. Γνωρίζω αρκετά καλά και τη δημόσια μέση εκπαίδευση από τη δική μου εμπειρία, εκείνη των παιδιών μου, αλλά και από την καθημερινή επαφή μου με τις φοιτήτριες και τους φοιτητές μου. Θα περιοριστώ απλώς στο να τονίσω ότι η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή και συνεχίζει να επιδεινώνεται. Τα παιδιά μπαίνουν στο πανεπιστήμιο με αδικαιολόγητες αδυναμίες και απαράδεκτες ελλείψεις. β. Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι μια οικογένεια, αλλά και μια χώρα, πρέπει να επενδύσει όσα περισσότερα μπορεί στην προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η χώρα μας δεν το κάνει.
Πάμε στην ανώτατη εκπαίδευση. Είναι δύσκολο να κρατήσει κανείς την ψυχραιμία του αυτήν την περίοδο. Διότι πέραν όλων των άλλων προβλημάτων, στα οποία θα αναφερθούμε, έχουμε έναν ελέφαντα στο δωμάτιο: οι πανεπιστημιακοί χώροι είναι έρμαιο του οργανωμένου εγκλήματος. Αν νομίζετε ότι το πρόβλημα είναι μερικοί εξαθλιωμένοι χρήστες και μερικοί γραφικοί αντιεξουσιαστές, προφανώς δεν έχετε ιδέα για το τι συμβαίνει. Στα πανεπιστήμια έχουν εγκαταστήσει τις έδρες τους κανονικές συμμορίες, εργαζόμενοι σε μαφιόζικα δίκτυα εμπορίας ναρκωτικών, εμπορίας ανθρώπων, ακόμα και μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων. Τους το επιτρέπει ο θεσμός του ασύλου. Που από θεσμός προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας έχει μετατραπεί σε απειλή για τη σωματική ακεραιότητα, ακόμα και τη ζωή των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Δεν υπερβάλλω. Είναι απολύτως βέβαιο ότι, αν συνεχίσουμε έτσι, θα βρεθεί κάποια «κακή στιγμή». Τότε βέβαια θα θρηνούμε, θα αγανακτούμε, θα αναζητούμε ευθύνες και θα πέφτουμε από τα σύννεφα. Αλλά είμαστε ήδη όλοι υπεύθυνοι διότι δεν λύνουμε το πρόβλημα άμεσα. Και περισσότερο απ’ όλους μας όσοι είχαν, έχουν και θα έχουν στο μέλλον θεσμικό ρόλο και την ευθύνη να το επιλύσουν. Οταν λοιπόν θα έρθει η «κακιά στιγμή», δεν θα είναι το αποτέλεσμα της μοίρας αλλά πράξεων και κυρίως παραλείψεων συγκεκριμένων ανθρώπων. Και να είναι βέβαιοι ότι οι ευθύνες θα αναζητηθούν.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό, το βασικό. Θα πρέπει να πεταχτεί έξω από τα πανεπιστήμια, με τις διαδικασίες και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, ό,τι εξωπανεπιστημιακό κυκλοφορεί εκεί. Και συμπεριλαμβάνω τα κόμματα και τις διάφορες οργανώσεις. Μόνο οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των φοιτητών δικαιούνται να χρησιμοποιούν χώρους και, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα, οι πολυπληθείς, καθαρόαιμα φοιτητικές οργανώσεις, με επιστημονικά, πολιτιστικά ή πολιτικά (όχι κομματικά) ενδιαφέροντα.
Η δεύτερη παρέμβαση που πρέπει να γίνει άμεσα είναι η εξής: κατάργηση όλων των πανεπιστημιακών «εθίμων» που έχουν πλέον σχεδόν ισχύ νόμου και έρχονται σε αντίθεση με την ακαδημαϊκή ελευθερία, την παγκόσμια εμπειρία λειτουργίας των πανεπιστημίων, ακόμα και τους κανόνες της λογικής. Για παράδειγμα: Δεν είναι δυνατόν να έχει κάποιος τη δυνατότητα να εξεταστεί σε ένα μάθημα 200 φορές. Διότι τόσες φορές μπορεί να δώσει από τα 18 του έως το τέλος της ζωής του. Αν σας ακούγεται υπερβολικό, σας ενημερώνω ότι υπάρχουν εγγεγραμμένοι φοιτητές που έχουν ξεπεράσει τα 90. Αλλά η δυνατότητα αυτή είναι θεωρητική. Κανείς δεν χρειάστηκε να την αξιοποιήσει. Διότι η γελοιότητα των συνεχών εξετάσεων υποχρεώνει ουσιαστικά το διδακτικό προσωπικό να δίνει τελικώς πτυχία σε άτομα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να λάβουν πανεπιστημιακό τίτλο. Αυτό από μόνο του αποτελεί ανεξάρτητο πρόβλημα. Που ευτελίζει τα πτυχία.
Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τα επείγοντα προβλήματα, ούτε να συμφωνήσουμε στα βασικά. Ας δούμε απλώς τη διεθνή εμπειρία. Ας δούμε τον τρόπο που λειτουργούν τα πανεπιστήμια ακόμα και στις υπό ανάπτυξη χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Ας αναζητήσουμε έναν κοινό παρονομαστή. Αλλά πρέπει να το κάνουμε όλοι μαζί. Ή τουλάχιστον όλοι όσοι αντιλαμβάνονται την παθογένεια και τις ρίζες της και καταλαβαίνουν ότι δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια της στασιμότητας.
Διότι το μέλλον των ατόμων και των κρατών σήμερα εξαρτάται, όσο ποτέ άλλοτε, από την ποιότητα της εκπαίδευσης. Εμείς επενδύαμε και συνεχίζουμε να επενδύουμε πολύ λίγα στην Παιδεία. Η κρίση επιδείνωσε την κατάσταση. Επιπλέον, κάναμε μια ανήθικη εθνική επιλογή. Το συρρικνωμένο μας ΑΕΠ στηρίζει τους συνταξιούχους και όσους υπηρετούν στο Δημόσιο, ενώ δεν επενδύει στους νέους. Στους οποίος, επιπλέον, έχουμε μεταφέρει τα χρέη της γενιάς της μεταπολίτευσης. Μην απορείτε που όσοι από αυτούς μπορούν εγκαταλείπουν μια χώρα που τους χαντακώνει με τόσους πολλούς τρόπους.
Δεν συγχωρούνται πια τα μπαλώματα, οι ιδεοληψίες και οι υπεκφυγές. Αν έχουμε στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, πρέπει να δράσουμε άμεσα.
* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πρόσφατα βιβλία του «Φιλελευθερισμός», «Επιχειρήματα Ελευθερίας» και «Θεσμοί» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.