Η πολιτική οικονομία του λαϊκισμού

Η πολιτική οικονομία του λαϊκισμού

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​τη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου με το πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος, ένας αριστερο-ακροδεξιός λαϊκιστικός συνασπισμός αρνείται να εφαρμόσει τα συμφωνημένα, οδηγείται σε σύγκρουση με την Ε.Ε. και απομόνωση στο Eurogroup. Το επιτόκιο των ομολόγων εκτοξεύεται, οι αγορές πιθανολογούν έξοδο από το ευρώ, οι αποταμιευτές σπεύδουν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Η ελληνική τραγικωμωδία της περιόδου Τσίπρα – Βαρουφάκη επαναλαμβάνεται ως φάρσα στην Ιταλία των Σαλβίνι – Ντι Μάιο.

Βέβαια η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα, και όχι μόνο επειδή ο δυστυχής Τρία δεν θα καταφέρει ποτέ να εκνευρίσει τους ομολόγους του όσο ο Βαρουφάκης. Η Ιταλία έχει παρελθόν πλεονασμάτων, το χρέος της είναι κυρίως στα χέρια εγχώριων αποταμιευτών, που αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας και περιορίζει κάπως την τιμωρητική ισχύ των αγορών.

Ομως η ανευθυνότητα της ιταλικής κυβέρνησης αυξάνει το ασφάλιστρο κινδύνου. Η Ιταλία γερνάει, αλλά η κυβέρνησή της επαναφέρει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 60. Η παραγωγικότητα της οικονομίας, στάσιμη επί δυόμισι δεκαετίες, χρειάζεται επενδύσεις σε υποδομές, νέες τεχνολογίες και ανθρώπινο κεφάλαιο. Ομως, μόνο 4 από τα 22 δισ. του πακέτου δημοσιονομικής τόνωσης πηγαίνουν σε επενδύσεις, και μεταρρυθμίσεις δεν διαφαίνονται. Αυτό είναι λαϊκισμός.

Η σωστή δημοσιονομική πολιτική είναι αντικυκλική: παράγεις πλεονάσματα, μειώνεις το χρέος όταν η οικονομία αναπτύσσεται. Γιατί; Για να έχεις περιθώριο αυξημένου ελλείμματος (μείωσης φόρων, αύξησης δαπανών) στην ύφεση. Ο οικονομικός λαϊκισμός ρίχνει λεφτά για κατανάλωση, σε μια οικονομία που ήδη αναπτύσσεται. Κάθε δημοσιονομική τόνωση παράγει χαρούμενους ψηφοφόρους. Εις βάρος της αυριανής ευημερίας τους, όταν θα κληθούν να πληρώσουν αυξημένους φόρους και να στερηθούν δημόσια αγαθά προκειμένου να τιθασευτεί το χρέος που τα ελλείμματα δημιούργησαν. Ετσι η Ελλάδα υπνοβατούσε αμέριμνη στη χρεοκοπία μέχρι το 2009, προσθέτοντας κάθε χρόνο νέο πρωτογενές έλλειμμα, παρότι η οικονομία τρεις χρονιές ξεπέρασε σε ανάπτυξη το 5%.

Ο λαϊκιστής Τραμπ εφαρμόζει το πιο βλαπτικά προκυκλικό πρόγραμμα δημοσιονομικής χαλάρωσης που έχουν δει οι ΗΠΑ για πολλά χρόνια. Μια οικονομία που ήδη αναπτυσσόταν, με ανεργία κάτω από 4%, δεν χρειαζόταν υπερθέρμανση και μειώσεις φόρων στα πλουσιότερα εισοδήματα. Ο Τραμπ ελπίζει η κρίση να έρθει μετά τις επόμενες προεδρικές εκλογές.

Κάτι παρόμοιο ελπίζει και ο κ. Τσίπρας: Οχι μόνο οι μειώσεις των συντάξεων να μην πέσουν στην κυβέρνησή του, αλλά να χρεωθούν στην επόμενη. Ο λαϊκισμός δεν είναι φιλολαϊκή πολιτική. Είναι κυνική εκμετάλλευση της άγνοιας, της ευπιστίας, της απελπισίας ή της απληστίας των ψηφοφόρων. Είναι διακυβέρνηση διά της μαζικής εξαπάτησης, στο όνομα του λαού – «του ισχυρότερου θεσμικού αντίβαρου», κατά τη συνταγματική πρόταση της κυβέρνησης Τσίπρα. Λαϊκισμός είναι να ανοίγεις 10.000 θέσεις για διορισμούς, επειδή αφαίρεσες από το κρατικό μισθολόγιο τους ιερείς – τους οποίους το κράτος συνεχίζει να πληρώνει.

Τι θέλουν οι λαϊκιστές; Να θυμούνται οι ψηφοφόροι ότι μαζί τους έφαγαν γλυκό ψωμί. Στόχος δεν είναι η οικονομική εξυγίανση, ούτε καν η ανάπτυξη. Είναι η παγίωση εκλογικού συνασπισμού, είναι η παραγωγή συλλογικής μνήμης, που θα επιτρέψει μεθαύριο στον ηγέτη να πει στους ψηφοφόρους: θυμάστε ποιος σας αύξησε μισθούς και συντάξεις. Από τον

Περόν μέχρι τον Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80 μέχρι τον Μαδούρο, η συνταγή είναι δοκιμασμένη.

Ο σοσιαλισμός είναι πολιτική ακραίας αναδιανομής από τους πλουσιότερους στους φτωχότερους. Η αποτυχία έρχεται ως φυγή κεφαλαίων και επιχειρήσεων, πτώση παραγωγής, ύφεση, φτώχεια. Ο λαϊκισμός είναι ακόμα κυνικότερη αναδιανομή: από τους αυριανούς φορολογουμένους, εργαζομένους, συνταξιούχους, στους σημερινούς ψηφοφόρους.

Ορισμένοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι οι ψηφοφόροι είναι αρκετά ορθολογικοί για να διαβλέψουν ότι οι σημερινές παροχές θα οδηγήσουν σε αυριανούς φόρους. Οι εκλογικές νίκες δημαγωγών και τσαρλατάνων τούς διαψεύδουν.

Ο δημαγωγικός λαϊκισμός επιχειρεί λεονταρισμούς προς τα έξω, για να κερδηθεί το εσωτερικό ακροατήριο. Οταν ο εκπρόσωπος ενός κράτους-μέλους παίζει τον σκληρό στις Βρυξέλλες, υποχρεώνει τους άλλους να ανταποδώσουν, αλλιώς θα κατηγορηθούν για υποχωρητικότητα από τα δικά τους κοινοβούλια. Σε μια εποχή που είναι αδύνατον να απομονώσεις το εθνικό ακροατήριο από τον υπόλοιπο κόσμο, η ειλικρίνεια είναι η καλύτερη στρατηγική. Οι προσβολές επιστρέφονται.

Οπως η προκλητική στάση Τσίπρα – Βαρουφάκη το πρώτο εξάμηνο 2015 εξαέρωσε το διεθνές κεφάλαιο υποστήριξης της Ελλάδας και μετριασμού της λιτότητας, έτσι και σήμερα η προπετής στάση των Ιταλών λαϊκιστών: αυξάνει τη δύναμη των συντηρητικών κυβερνήσεων του Βορρά, που αντιμάχονται τη στενότερη ενοποίηση της Ευρωζώνης. Εξαιτίας των λαϊκιστών της Ρώμης, η Ευρώπη γίνεται εχθρικότερη προς την Ιταλία, και μια Ευρωζώνη χωρίς μεταρρυθμίσεις θα παραμείνει αφιλόξενη για τις αδύναμες οικονομίες και ευάλωτη στην επόμενη κρίση. Τότε ο Σαλβίνι θα μπορεί να πει στους συμπατριώτες του: Εγώ σας τα ’λεγα.

* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή