Στην πρόσφατη ομιλία του πρωθυπουργού στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των εορτασμών για το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου πριν από 100 χρόνια, πολλοί σχολίασαν την αναφορά του στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπονοοώντας ότι μπερδεύει τους δυο πολέμους ή, έστω, ότι δεν μπορεί να εκφράσει πολύ καλά ένα μήνυμα ούτως ή άλλως εν μερει άσχετο με την περίσταση, αφελές ή και άστοχο. Εμένα μου έκανε εντύπωση μια άλλη φράση, την οποία έβαλε μάλιστα και με τη μορφή εικόνας στο λογαριασμό του στο Twitter.
“Να παλέψουμε για μια Ευρώπη όπως την οραματίστηκαν οι λαοί της, μετά το τέλος των δύο πολέμων. Σύγχρονη, προοδευτική, ισχυρή”, έλεγε. Ήταν μια φράση χαρακτηριστική των λόγων του συγκεκριμένου πρωθυπουργού για θέματα διεθνή τα οποία κάποιοι υποστηρίζουν ότι δεν γνωρίζει πολύ καλά και οπωσδήποτε φαίνεται ότι δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου. Αλλά μου έκανε εντύπωση επιπλέον γιατί εκφράζει ένα μύθο ο οποίος έχει καταρριφθεί προ πολλού και μάλιστα πολύ εμφατικά αλλά, από ό,τι φαίνεται, εξακολουθεί να επιβιώνει, ιδιαίτερα στις τάξεις των ανθρώπων που δεν έχουν ιδιαίτερη περιέργεια για θέματα όπως η ιστορία, το πώς λειτουργούν οι κοινωνίες ή τη φύση των ανθρώπινων όντων.
Αν εσείς, όπως εγώ, ενδιαφέρεστε πραγματικά για το πώς ήταν "η Ευρώπη μετά το τέλος των δύο πολέμων", είστε τυχεροί. Υπάρχουν πολλά πολύ καλά ιστορικά βιβλία που περιγράφουν γλαφυρά και με λεπτομέρειες ακριβώς αυτό το πράγμα. Ενδεικτικά μόνο σας αναφέρω το “Year Zero” του Ίαν Μπουρούμα, το “Dark Continent” του Μαρκ Μαζάουερ και βεβαίως το μνημειώδες “Postwar” του Τόνι Τζαντ. Υπάρχουν και πολλά άλλα. Εδώ θα ήθελα να σας παραθέσω μόνο μερικά ενδεικτικά στοιχεία όπως τα γράφει ο ιστορικός Κιθ Λόου στο δικό του εξαιρετικό "Savage Continent: Europe in the aftermath of World War II”.
“Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς θεσμούς”, γράφει ο Λόου. “Είναι ένας κόσμος στον οποίο τα σύνορα ανάμεσα στις χώρες μοιάζουν να έχουν σβηστεί, αφήνοντας πίσω ένα ενιαίο, ατέλειωτο τοπίο στο οποίο οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται αναζητώντας κοινότητες που πια δεν υπάρχουν”.
“Δεν υπάρχουν κυβερνήσεις πια, ούτε εθνικές ούτε τοπικές. Δεν υπάρχουν σχολεία, δεν υπάρχουν πανεπιστήμια, δεν υπάρχουν βιβλιοθηκες ή αρχεία, ούτε πρόσβαση σε οποιασδήποτε μορφής πληροφορία. Δεν υπάρχει κινηματογράφος, δεν υπάρχει θέατρο, φυσικά δεν υπάρχει τηλεόραση. Το ραδιόφωνο δουλεύει πότε πότε, αλλά το σήμα είναι αδύναμο και τα λόγια είναι σχεδόν πάντα σε μιαν άλλη γλώσσα. Κανείς δεν έχει δει εφημερίδα εδώ και πολλές εβδομάδες. Δεν υπάρχουν σιδηρόδρομοι, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, τηλέγραφος, ταχυδρομεία ή οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία, εκτός από ό,τι μαθαίνεται στόμα με στόμα”.
“Δεν υπάρχουν τράπεζες, αλλά ούτως ή άλλως το χρήμα δεν έχει πια καμία αξία. Δεν υπάρχουν καταστήματα καθώς κανείς δεν έχει πια τίποτε να πουλήσει. Κανείς δεν κατασκευάζει τίποτε. Τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις έχουν είτε καταστραφεί είτε αποσυναρμολογηθεί. Τα περισσότερα κτίρια έχουν καταρρεύσει. Δεν υπάρχουν εργαλεία, περά από ό,τι μπορεί να ξεθάψει κανείς απ’ τα χαλάσματα. Δεν υπάρχει φαγητό”.
“Ο νόμος και η τάξη είναι πρακτικά ανύπαρκτα, δεν υπάρχει αστυνομία, δεν υπάρχουν δικαστήρια. Οι άνθρωποι παίρνουν ό,τι βρουν, δεν υπάρχει πια καμία αίσθηση ιδιοκτησίας. Τα όποια αγαθά ανήκουν σ’ αυτούς που είναι αρκετά δυνατοί για να τα πάρουν και να τα κρατήσουν, προστατεύοντάς τα με τη ζωή τους. Οπλισμένοι άντρες περιφέρονται στους δρόμους, παίρνοντας ό,τι θέλουν κι απειλώντας όποιον μπαίνει στο δρόμο τους. Οι γυναίκες όλων των τάξεων και όλων των ηλικιών εκπορνεύονται για φαγητό και προστασία”.
“Δεν υπάρχει ντροπή. Δεν υπάρχει ηθική. Δεν υπάρχει τίποτε, παρά μόνο ένα: Επιβίωση”.
Αυτή ήταν λίγο-πολύ η Ευρώπη μετά τον πόλεμο.
Ομολογουμένως, όπως λέει και ο Λόου, είναι εντελώς αδύνατο ένας άνθρωπος -ακόμα και ένας πρωθυπουργός- να το συλλάβει αυτό το πράγμα, αν δεν το έχει ζήσει. Όχι επειδή δεν έχει τις γνώσεις ή πρόσβαση σε αναλυτικές και αξιόπιστες περιγραφές. Ίσα ίσα, υπάρχουν πάρα πολλές πηγές που περιγράφουν με λεπτομέρειες πώς ήταν η ρημαγμένη Δρέσδη, η ισοπεδωμένη Βαρσοβία, το διαλυμένο Κόβεντρι ή η πληγωμένη Αθήνα. Κανένας άνθρωπος όμως δεν μπορεί να συλλάβει το μέγεθος και το βαθμό της υλικής, κοινωνικής, ανθρώπινης και ηθικής καταστροφής στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, γιατί κανένα ανθρώπινο μυαλό δεν είναι ικανό να αντιληφθεί κάτι τέτοιο χωρίς να το δει.
Το “έξι εκατομμύρια Πολωνοί νεκροί” είναι ένα νούμερο, μια φράση, μα ο χαμός που αντιπροσωπεύει σε πραγματικό επίπεδο, και οι συνέπειες μιας τέτοιας αδιανόητης απώλειας είναι εντελώς αδύνατο να γίνουν κατανοητά από έναν άνθρωπο του 21ου αιώνα. Το ότι το 93% της Βαρσοβίας του 1945 ήταν ερείπια δεν είναι μια εικόνα που μπορεί να συλλάβει εύκολα ο ανθρώπινος νους. Δοκιμάστε να ανεβείτε σε μια ταράτσα της Αθήνας, και φανταστείτε το 93% των κτιρίων ισοπεδωμένα. Μετά, αφαιρέστε όλους τους ήχους από αυτοκίνητα και ανθρώπους. Μπορείτε;
Βεβαίως, δεν ήταν παντού έτσι. Περιοχές της Αγγλίας, της Γαλλίας, ακόμη και της Ελλάδας βρέθηκαν σε καλύτερη κατάσταση. Χώρες όπως η Σοβιετική Ένωση, η Πολωνία και η Γερμανία, όμως, βρέθηκαν σχεδόν ολόκληρες σε μια κατάσταση που κανένας μας σήμερα δεν μπορεί να διανοηθεί, και για πολλά χρόνια.
Αυτό που μπορούμε όμως να καταλάβουμε εμείς σήμερα και που είναι επίσης καλά τεκμηριωμένο, είναι ότι μέσα σε αυτή την καταστροφή κανένας λαός δεν “οραματιζόταν μια Ευρώπη σύγχρονη, προοδευτική και ισχυρή”. Κανένας δεν οραματιζόταν καμία “Ευρώπη” γενικά.
Για πολλά χρόνια μετά το τέλος το τέλος του πολέμου η ρημαγμένη Ευρώπη συνέχισε να είναι όχι απλά ρημαγμένη, αλλά και ένα μέρος όπου η φτώχεια και η βία επικρατούσαν. Οι Ούγγροι απελαύνονταν από τη Ρουμανία και το αντίστροφο. Οι Αλβανοί τσάμηδες εκδιώκονταν από την Ελλάδα. Οι Ρουμάνοι εκδιώκονταν από την Ουκρανία. Οι Ιταλοί εκδιώκονταν από τη Γιουγκοσλαβία. Εκατοντάδες χιλιάδες Φινλανδοί εκδιώκονταν από τη δυτική Καρελία όταν η περιοχή περνούσε σε Σοβιετική κατοχή. Η Βουλγαρία έδιωχνε Τούρκους και Ρομά από τα εδάφη της μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος τελείωσε μόλις το 1949.
Το δελτίο για το κρέας και το μπέικον σταμάτησε να ισχύει στη Μεγάλη Βρετανία το 1954.
Η Αυστρία έγινε ξανά ανεξάρτητο κράτος μόλις το 1955.
Οι τελευταίοι κρατούμενοι επέστρεψαν στη Γερμανία από την ΕΣΣΔ μόλις το 1957.
Το τέλος του πολέμου δεν οδήγησε σε αυτό που υποννοοεί ο πρωθυπουργός, σε συνειδητοποιημένα έθνη που αποφάσισαν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να προχωρήσουν στο μέλλον χέρι-χέρι. Αντίθετα οδήγησε στην εξαφάνιση των όποιων πολυπολιτισμικών κοινωνιών προϋπήρχαν στην ήπειρο και στην ισχυροποίηση των κρατών-εθνών. Το χάος, η καταστροφή και η διαρκής βία ήταν αφορμές για εθνοκαθάρσεις, όχι για κάθαρση. Καμία ανάγκη για ένωση, αλληλεγγύη και συμφιλίωση δεν εκφραζόταν από τους λαούς ή από τις περισσότερες μεταπολεμικές πολιτικές ηγεσίες.
Και εδώ είναι το σημαντικότερο πράγμα που κάποιοι επιλέγουν να αγνοούν: Η ανάγκη για ειρήνη και η Ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν προήλθαν από τους λαούς. Προήλθαν από μια χούφτα διορατικούς πολιτικούς, τους Σουμάν, τους Σπινέλι, τους Αντενάουερ, τους Σπάακ και Μπέγιεν αυτής της ηπείρου. Αυτοί είχαν τα οράματα, όχι “οι λαοί της Ευρώπης” που τότε κατά κύριο λόγο πάσχιζαν να επιβιώσουν, ενίοτε να αλληλοσκοτωθούν και σε πολλές περιπτώσεις να διώξουν τους “ξένους”. Ακόμα και 12 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η ιδέα μιας “Ενωμένης Ευρώπης” υπήρχε μόνο στα μυαλά ενός μέρους της πολιτικής ελίτ κάποιων από τις χώρες. “Η μόνη καινοτομία αυτής της συνθήκης”, γράφει ο ιστορικός Τόνι Τζαντ, “η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (…) πέρασε σχεδόν απαρατήρητη εκείνη την εποχή”.
Βεβαίως, θα έλεγε κανείς, δεν έχει και πολύ νόημα να δίνουμε τόση σημασία σε φράσεις του πρωθυπουργού σε τέτοιες ομιλίες. Είναι άλλωστε προφανές ότι ο ίδιος λογογράφος της έδωσε πολύ μικρότερη σημασία. Εγώ έχω μια επιπλέον ευαισθησία, καθώς έχω έναν επίμονο, ίσως παράλογο σεβασμό στο θεσμό και κατά συνέπεια ντρέπομαι πολύ περισσότερο από ό,τι φυσιολογικά αναισθητοποιημένοι συμπολίτες μου κάθε φορά που Έλληνας πρωθυπουργός λέει σε διεθνές κοινό μπούρδες σα βγαλμένες από τη Βουλή των Εφήβων. Αλλά η συγκεκριμένη φράση με τσίγκλισε παραπάνω, γιατί υπογραμμίζει μια πιθανή άγνοια βαθιά και μια αφέλεια επικίνδυνη. Θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα και αγγελικά πλασμένα, αγνοώντας το πόσο δύσκολα και παράδοξα κατακτήθηκαν και, κατά συνέπεια, αγνοώντας και το πόσο τρωτά και ευάλωτα είναι σήμερα. Κάποιος που νομίζει ότι η “Ευρώπη” φτιάχτηκε επειδή “την οραματίστηκαν οι λαοί της” μετά το μακελειό του Παγκοσμίου Πολέμου, ενδέχεται να μην καταλαβαίνει το πόσο η ιδέα της “Ευρώπης” απειλείται διαχρονικά και από ποιους. Ή απλά μπορεί να μην τον νοιάζει.