Ο ετήσιος χαμός «εις μνήμην» του Αλέξη

Ο ετήσιος χαμός «εις μνήμην» του Αλέξη

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάθε χρόνο τα ίδια. Πέτρες, μολότοφ, καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας στη μνήμη ενός αδικοχαμένου παιδιού που σκοτώθηκε από έναν αστυνομικό. Πέρασαν δέκα χρόνια από εκείνη τη μαύρη μέρα, οι αυτουργοί του φονικού τιμωρήθηκαν παραδειγματικά, όμως εκείνοι που χρησιμοποιούν τη μνήμη του νεκρού παιδιού δεν λένε να το βάλουν κάτω. Ετοιμάζονται κάθε χρόνο για το πανηγύρι. «Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη», λένε, και δυστυχώς δεν μπορούν να διωχθούν ούτε για περιύβριση νεκρού.

Η ετήσια φιέστα των μπαχαλάκηδων δεν γίνεται στη μνήμη του Αλέξη. Η ίδια η μητέρα του, που σίγουρα πονά περισσότερο από εκείνους που κάνουν λαμπόγυαλο τις πόλεις, δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι «αν ζούσε ο Αλέξανδρος, θα αποδοκίμαζε τα επεισόδια. Είμαι σίγουρη. Δεν θα ήθελε να συνδεθεί το όνομά του με βιαιοπραγίες και καταστροφές […] Σπιλώνουν με τη συμπεριφορά τους τη μνήμη του Αλέξανδρου και θίγουν, κατ’ επέκταση, την τιμή και την υπόληψη της οικογένειάς μας».

Κι όμως, οι μπάχαλοι συνεχίζουν. Δεν μνημονεύουν έναν άδικο θάνατο, ελπίζουν στην επανάληψη όσων προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Να θολώσει κάποιος από τους χιλιάδες αστυνομικούς που βρίσκονται στους δρόμους, για να έχουν αυτοί να παίζουν «επανάσταση». Γι’ αυτό κάνουν διαφορετική πορεία από τους υπόλοιπους, όταν πέφτει το σκοτάδι. Ευκαιρία να τα σπάσουν ψάχνουν και αρπάχτηκαν με χυδαίο τρόπο από τον θάνατο ενός παιδιού…

Μήπως όμως ισχύει αυτό που γράφουν τα πανό, ότι δηλαδή «Εσείς μιλάτε για βιτρίνες, εμείς μιλάμε για ζωές»; Σοφιστείες. Γράφαμε πριν από δέκα χρόνια, κατά τη θλιβερή περίοδο των καταστροφών, ότι τα δύο δεν συμψηφίζονται. «Αν κάποιος έφριξε από τον φόνο ενός μικρού παιδιού, δεν μπορεί να λυπάται για τα κατεστραμμένα καταστήματα; Γιατί το ένα έρχεται σε αντίθεση με το άλλο; Σίγουρα μια ζωή ζυγίζει περισσότερο από τις τζαμαρίες όλου του κόσμου. Αν ήταν δηλαδή να διαλέξουμε μεταξύ ζωής και τζαμαρίας, θα λέγαμε “κομμάτια να γίνουν όλες οι βιτρίνες της Αθήνας”. Μόνο που δεν ετέθη τέτοιο δίλημμα. Οι βιτρίνες δεν έσπασαν για να προστατεύσουν μια ζωή. Εσπασαν μετά τον φόνο, οπότε μπαίνουν στην ίδια πλευρά της εξίσωσης. Δηλαδή, από το κακό των βανδαλισμών δεν αφαιρείται το μεγαλύτερο κακό του φόνου, ώστε να χρωστάμε κιόλας. Προστίθεται» (Καθημερινή 25.12.2008).

Αλλά ακόμη κι αν δεχθούμε ότι τότε ήταν νωπό το τραύμα και εκδηλώθηκε με το αμόκ των καταστροφών, σήμερα –δέκα χρόνια μετά– γιατί πρέπει κάποιοι σκληρά εργαζόμενοι μαγαζάτορες του κέντρου των πόλεων να πληρώνουν την ετήσια οργή; Γιατί οι βαριά φορολογούμενοι πολίτες να έχουν και άλλα βάρη στους ώμους τους, να πληρώσουν δηλαδή τα σπασμένα εκείνων των κακομαθημένων που παίζουν «επανάσταση» στους δρόμους;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή