Μαρία Φαραντούρη: Είμαι τυχερή που έζησα μια αναγέννηση

Μαρία Φαραντούρη: Είμαι τυχερή που έζησα μια αναγέννηση

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η συναρπαστική διαδρομή από τον Λοΐζο και τον Θεοδωράκη έως τον Νερούδα και τους Beatles

7' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ζωή της ξεπερνάει τα κοινά μέτρα. Ταυτίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, τραγούδησε Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Γκάτσο, αντάμωσε με το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, με μεγάλες προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Η Μαρία Φαραντούρη μας καλοδέχτηκε στο σπίτι όπου ζουν με τον Τηλέμαχο Χυτήρη, με τον Λέο να τριγυρίζει χαρούμενος στο σαλόνι ζητιανεύοντας την προσοχή της, όσο οι γάτοι σουλατσάριζαν από απόσταση ασφαλείας.

Ακόμη της τηλεφωνούν για τη βραδιά που μας χάρισε με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη στο «Μουσικό κουτί» του Νίκου Πορτοκάλογλου. «Τα νέα τραγούδια βγαίνουν πια στο Iντερνετ και χάνονται σε τρεις εβδομάδες. Πολλοί αφήνονται στον κόσμο των ριάλιτι. Ο κόσμος θέλει να ξεχάσει. Ο Μίκης, αντίθετα, έλεγε «κάνουμε έργο για να θυμόμαστε». Ισως αυτό ένιωσε ο κόσμος και μας αγκάλιασε με τον Αλκίνοο. Η μνήμη είναι πράξη πολιτική».

Oλα ξεκίνησαν στα 16 της χρόνια. Εφηβη, με παρότρυνση της συμμαθήτριάς της Νίκης Τυπάλδου, πήγε στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Εκεί ήταν και ο νεαρός Μάνος Λοΐζος, που της σύστησε να μάθει τον «Καημό». «Στη συναυλία ήρθε και ο Θεοδωράκης. Στο τέλος είπε στη μητέρα μου “κυρία Φαραντούρη, η κόρη σας γεννήθηκε για τα τραγούδια μου” κι έπειτα με ρώτησε: “Εσύ το ξέρεις;”. Με θάρρος απάντησα “βεβαίως και το ξέρω!”. “Α, τότε θα γίνεις ιέρειά μου”, είπε». Το επόμενο καλοκαίρι η νεαρή Μαρία έγινε μέλος της ομάδας του Μίκη Θεοδωράκη μαθητεύοντας στον κόσμο των συναυλιών.

Μαρία Φαραντούρη: Είμαι τυχερή που έζησα μια αναγέννηση-1
Ο Μιτεράν τη θαύμαζε. «Για μένα, η Μαρία είναι η Ελλάδα. Ετσι φαντάζομαι τη θεά Ηρα: δυνατή, αγνή και άγρυπνη» έγραψε για τη Μαρία Φαραντούρη.

Περίπου 59 χρόνια αναμνήσεων ξεδιπλώνονται δίπλα στο τζάκι, καθώς από την κουζίνα μάς ξεσηκώνουν οι μυρωδιές από τη μαγειρική του Τηλέμαχου Χυτήρη. «Τραγούδησα μεγάλα έργα και συναντήθηκα με μεγάλους, ήμουν πραγματικά τυχερή», λέει η Φαραντούρη και στέκεται στο οικουμενικό «Μαουτχάουζεν» του Καμπανέλλη, το πρώτο έργο που έγραψε ο Θεοδωράκης για τη φωνή της. Αργότερα συνέθεσε έξι τραγούδια που ονόμασε «Κύκλο Φαραντούρη». «Για κανέναν άλλον ερμηνευτή ή ερμηνεύτρια δεν έκανε κάτι ανάλογο».

«Θα θυμάμαι πάντα την ημέρα που με φώναξε στο σπίτι του για το “Μαουτχάουζεν”. “Μαρία, σημείωσε στην παρτιτούρα τη σημερινή μέρα. Αυτό το έργο θα σε ακολουθεί για πάντα”, είπε με ενθουσιασμό». Ηταν ώριμη από μικρή η Φαραντούρη. Δεν δελεάστηκε από τις Σειρήνες. Ούτε και από την πρόταση του σπουδαίου μουσουργού Αράμ Ιλιτς Χατσατουριάν το 1966 να μείνει η Μαρία στην ΕΣΣΔ για να σπουδάσει στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι.

Ο Μίκης έλεγε «κάνουμε έργο για να θυμόμαστε». Ισως αυτό ένιωσε ο κόσμος και μας αγκάλιασε με τον Αλκίνοο. Η μνήμη είναι πράξη πολιτική.

Δεν ήταν όλα ρόδινα στη ζωή της. «Δυόμισι ετών κόλλησα την πανδημία της εποχής, το μικρόβιο της πολιομυελίτιδας. Δεν είχα προλάβει το εμβόλιο. Με έκλεισαν καραντίνα στο Νοσοκομείο Παίδων. Μου έβαζαν πάνω μου διάφορα σίδερα, τι βάρος! Από ένα παραθυράκι έβλεπα τους γονείς μου. «Μαιρούλα, Μαιρούλα!», μου φώναζαν. Κάθισα περίπου ένα χρόνο εκεί. Τότε έχασα τη μιλιά μου. Οταν βγήκα, ο μπαμπάς μου τραγουδούσε συνεχώς και μου έβαζε να ακούω ραδιόφωνο. Ενα μεσημέρι που μου τραγουδούσε και στο τραπέζι είχε ένα ποτηράκι κρασί, ξαφνικά μίλησα: “Κρασί”!».

Τις Κυριακές άκουγε να τραγουδούν λαϊκά στη γειτονιά, όπου ζούσαν και ο Καζαντζίδης και η Γιώτα Λύδια. Ομως, στα οικογενειακά γλέντια άκουγε καντάδες. Η μητέρα από τα Κύθηρα, ο πατέρας από την Κεφαλονιά, όπως και ο θείος που έφερνε δίσκους του Βέρντι. «Η φωνή ήταν η ευλογία μου και το στήριγμά μου».

«Πληγωτική περίοδος ήταν όταν έφυγε η αδελφούλα μου. Ο θείος μου υιοθέτησε τη Ματίνα και την πήρε στην Αυστραλία. Ηταν να πάρει εμένα, αλλά επειδή αρρώστησα, πήρε εκείνη. Ο αδελφός μου ήταν μεγαλύτερος». Νέος κύκλος περιπετειών άρχισε στα 11 όταν χειρουργήθηκε στο Ασκληπιείο Βούλας. Στα 14, δυνατή πια, συμμετείχε στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» με τη Βουγιουκλάκη. «Τότε η Φίνος Φιλμ έπαιρνε τις καλλίφωνες από τα σχολεία και έτσι είμαι κι εγώ σε δύο πλάνα. Ζούσα για τη μουσική, όλα τα άλλα είχαν μπει στο σκότος. Περίπου τότε άκουσα τη Νάνα Μούσχουρη στο ραδιόφωνο να τραγουδάει “Κάπου υπάρχει η αγάπη μου”. Συγκλονίστηκα!».

Ατσαλωμένη από τα μικράτα της. Ποιο άλλο 20χρονο κορίτσι εκείνη την εποχή θα έφευγε στο εξωτερικό κάτω από δύσκολες συνθήκες;

Μετά το πραξικόπημα, ο Θεοδωράκης της έστειλε από την παρανομία μήνυμα σε ένα τυλιγμένο χαρτάκι από μαστίχα ζητώντας της να φύγει στη Γαλλία μαζί με άλλους μουσικούς: «Φύγαμε ένας ένας στο Παρίσι και δίναμε συναυλίες συγκεντρώνοντας χρήματα για τον αγώνα. Ημασταν στρατευμένοι σε ένα σκοπό, αλλά και στην αξία του τραγουδιού και της ποίησης». Οι γονείς τη στήριζαν. «Δεν ήταν αριστεροί, ούτε δεξιοί. Με την Ενωση Κέντρου ήταν ο πατέρας».

Η φωνή της γίνεται σύμβολο αντίστασης και ελπίδας. Η Φαραντούρη με την αυστηρή, λιτή παρουσία, την κοντράλτο, μοναδική φωνή και τη μαχητικότητά της ήταν εντελώς διαφορετική από κάθε άλλη. «Στο Παρίσι προσπάθησαν να με μεταμορφώσουν σε μοδάτη τραγουδίστρια. Αρνήθηκα – ήμουν συντηρητική, ίσως ήταν δειλία από το παιδικό μου τραύμα. Ημουν άλλωστε αφοσιωμένη: πίστευα στην Ελλάδα, στους ποιητές, σε έναν καλύτερο κόσμο».

Η νέα γενιά έχει άλλες προσεγγίσεις, από εκεί θα έρθει το καινούργιο

«Τζόαν Μπαέζ της Μεσογείου» (Le Monde), «Μαρία Κάλλας του λαού» (Daily Telegraph), «Δώρο των θεών του Ολύμπου» (Guardian), η Φαραντούρη λέει ότι ποτέ δεν πορεύτηκε με αυτά. «Εζησα μια αναγέννηση που υπερασπίστηκε τη συνάντηση του ανθρώπου με τις μεγάλες ιδέες».
Ο Μιτεράν τη θαύμαζε. «Για εμένα, η Μαρία είναι η Ελλάδα. Ετσι φαντάζομαι τη θεά Ηρα: δυνατή, αγνή και άγρυπνη», έγραψε για εκείνη. Πώς την έβλεπαν οι άνδρες; «Ημουν σοβαρή. Με ερωτεύονταν νέοι, ποιητικές μορφές, αλλά εγώ είχα τον Τηλέμαχο στη Φλωρεντία, φοιτητή της Φιλοσοφικής και ποιητή. Γνωριστήκαμε το ’68 σε συναυλία των Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία. Επεισε τον δήμαρχο να παίξουμε στο Παλάτσο Βέκιο, προς τιμήν της Ελλάδας».

Η συζήτηση τρέχει στη γνωριμία με τους Beatles, όπου πήγε με τον Κυριάκο Σφέτσα και τους τραγούδησε Θεοδωράκη. Aλλη ανάμνηση, η συναυλία μπρος στον Κάστρο, στην κεντρική πλατεία της Αβάνας, η συνάντηση με τον Πάμπλο Νερούδα, όταν παρακολουθούσε το 1972 τις πρόβες του «Κάντο Χενεράλ» στο Παρίσι. «Μην ξεχάσεις τον Χατζιδάκι, ήταν ο δεύτερος σταθμός της ζωής μου», τονίζει. Αξέχαστη η ερμηνεία της στα «Παράλογα», στην «Εποχή της Μελισσάνθης», στη «Σκοτεινή Μητέρα». Ο Λέο αναζητάει το χάδι της με τη μουσούδα του κι εγώ περιστατικά με τους Μερσέντες Σόσα, Δαλιδά, Ζούμπιν Μέτα, Βαγγέλη Παπαθανασίου, Ιβ Μοντάν, Λέο Μπρόουερ, Μίριαμ Μακέμπα, Ζιλιέτ Γκρεκό, Λιβανελί, Λούτσιο Ντάλα, Τσάρλς Λόιντ, Μάνφρεντ Αϊχερ, Ανια Λέχνερ, Εκεχαρντ Σαλ…

Πάντα παθιάζεται μιλώντας για «τη νέα γενιά που έχει άλλες προσεγγίσεις. Από εκεί θα έρθει το καινούργιο», αισιοδοξεί με σιγουριά. Μια συνάντηση που έμεινε ανεξίτηλη μέσα της; «Το κορίτσι που έκαψαν οι αμερικανικές Ναπάλμ στο Βιετνάμ», απαντά κατηγορηματικά. «Γνώρισα την Κιμ Πουκ, ώριμη γυναίκα πια, τον Σεπτέμβριο του 2019 στην Κορέα, σε μια συνάντηση ακτιβιστών από όλο τον κόσμο. Είχα πάει να τραγουδήσω. Συστηθήκαμε και μόλις άγγιξα το χέρι της άρχισα να κλαίω. Η φωτογραφία της μας είχε σημαδέψει τότε».

Η Φαραντούρη στα 74 έχει φόβους; Μήπως τη φθορά της φωνής που όλοι αγαπήσαμε; «Το βίωσα μια φορά γύρω στο 1987, είχε βραχνιάσει πολύ η φωνή μου, στη λυρική “Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν”. Ηταν ένα μικρόβιο που ευτυχώς αντιμετώπισα».
Εφταιγε και το τσιγάρο; «Ποτέ δεν κάπνιζα πολύ. Ξέρεις πότε το είχα αυξήσει; Οταν ήμουν βουλευτής», γελάει. «Ολα μπορούν να συμβούν, είμαι 74 ετών. Και τη φωνή να χάσω, μου αρκεί ότι θα μπορώ να ακούω μουσική. Είμαι ευγνώμων στη ζωή. Για όσα έζησα, όσους συνάντησα, όσα τραγούδησα».

Αρχαίες ποιήτριες

Πόσο τη δυσκόλεψε η πανδημία; «Εζησα πολλές δύσκολες στιγμές και κρίσεις, μακριά από το σπίτι, τη χώρα, σε άλλους τόπους», απαντά η Μαρία Φαραντούρη. Δεν το βάζει κάτω, είναι φανερό στη συζήτησή μας. Επιπλέον, πάντα έχει σχέδια και προτάσεις. Μιλάει με ενθουσιασμό για την πρόσφατη συναυλία στη Φιλαρμονική στο Παρίσι με το σύνολο «Εν Χορδαίς» και τον μουσικό και καθηγητή Κυριάκο Καλαϊτζίδη. Το καλοκαίρι ετοιμάζει να παρουσιάσει σε συναυλίες σωζόμενα σπαράγματα ποιητριών της αρχαιότητας που μετέφρασε ο φιλόλογος Θάνος Τσακνάκης. Μια εξαιρετική εργασία με την πρωτοποριακή μουσική της Λένας Πλάτωνος. «Σχεδιάζουμε να παρουσιαστούν σε αρχαιολογικούς χώρους. Με τον διακεκριμένο αρχαιολόγο και διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης Νίκο Σταμπολίδη συζητάμε πιθανή παρουσίασή τους στην αίθουσα των αρχαϊκών του μουσείου. Ενδιαφέρον έδειξαν και πανεπιστήμια της Αμερικής». Τον Ιούνιο δίνει συναυλία στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ.

Η συνάντηση

Γευματίσαμε στο σπίτι της Μαρίας Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη. Ο πρώην πολιτικός, πάντα ποιητής και εξαιρετικός στη μαγειρική, ετοίμασε σπαγκέτι με φρέσκο σολομό και μανιτάρια, μια πράσινη σαλάτα και, για δεύτερο, ένα από τα αγαπημένα πιάτα της κερκυραϊκής κουζίνας: Bianco. Ηπιαμε κρασί και γλυκαθήκαμε με ένα αμαρτωλό σε θερμίδες προφιτερόλ. Μιλήσαμε για τα χρόνια της Φλωρεντίας, όπου σπούδαζε, και τη γνωριμία τους με τη Μαρία Φαραντούρη, όταν έδινε συναυλίες στην Ιταλία. Και βέβαια για τον γιο τους, Στέφανο Χυτήρη, μουσικό της τζαζ, και την πρόσφατη επιτυχημένη περφόρμανς του με τους Iνγκριντ Λάουμπροκ και Ελίας Στεμεζέντερ, που καμάρωσαν τόσο ως γονείς όσο και ως καλλιτέχνες.

Μαρία Φαραντούρη: Είμαι τυχερή που έζησα μια αναγέννηση-2

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή