Στα μέσα της δεκαετίας του ,90, ο Στάθης Ποταμίτης επέστρεψε για προσωπικούς λόγους στην Ελλάδα. Φεύγοντας από την Αμερική, δεν είχε ιδέα τι θα έκανε εδώ. Νομική παιδεία είχε αποκτήσει στον Καναδά, στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Είχε ξεκινήσει την επαγγελματική του πορεία στη Νέα Υόρκη, ως συνεργάτης της δικηγορικής εταιρείας Paul, Weiss, και μέλος του δικηγορικού συλλόγου της συγκεκριμένης πολιτείας. «Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το ελληνικό δίκαιο», δηλώνει σήμερα στην «Κ» «και πραγματικά αναρωτιόμουν τι θα κάνω στην Ελλάδα».
Ούτε ο Γιώργος Μπερσής ήταν σίγουρος τι θα έκανε επιστρέφοντας στη χώρα. Αφού ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, βρήκε δουλειά στην Αμερική και ξεκίνησε το διδακτορικό του (το οποίο δεν τελείωσε ποτέ). Συζήτησαν με τη σύζυγό του πού έβλεπαν το μέλλον τους. Αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Οντας τρίτης γενιάς δικηγόρος, ο κ. Μπερσής ξεκίνησε να δουλεύει στο δικηγορικό γραφείο της μητέρας του. «Αλλά, παρ’ όλο που ήταν μεγάλο γραφείο και αρκετά πετυχημένο, δεν ήταν αυτό που εγώ σκεφτόμουν», συμπληρώνει. Κάποια στιγμή, ο πατέρας του του έδωσε μια αγγελία εργασίας που είχε δημοσιεύσει η «Καθημερινή» – «έλεγε “ψάχνουμε δικηγόρο για κεφαλαιαγορά”, που ήταν το όνειρό μου», θυμάται. Κι έτσι οι δρόμοι του τέως και του νυν διευθύνοντoς εταίρου της «Ποταμίτης – Βεκρής», μιας από τις μεγαλύτερες δικηγορικές εταιρείες στην Ελλάδα, ενώθηκαν, όταν το 1998 ο κ. Ποταμίτης, ο οποίος ηγούνταν πλέον ενός δικηγορικού σχήματος που συνεργαζόταν με την Ernst & Young (ΕΥ) στην Αθήνα, προσέλαβε τον κ. Μπερσή. Σήμερα μιλούν στην «Κ» για μια ιστορία επιτυχίας και διαδοχής.
«Το 2001 γίναμε δικηγορική εταιρεία», δηλώνει ο κ. Ποταμίτης. Πήγαν γρήγορα τόσο καλά, που θεώρησαν ότι η συνεργασία με την EY είχε γίνει περιοριστική. «Ενώ είχαμε ήδη ένα πολύ υψηλό επίπεδο ποιότητας δουλειάς, δεν είχαμε καθαρό στίγμα στην αγορά», συμπληρώνει. Ανεξαρτητοποιήθηκαν το 2009 – στα καινούργια τους γραφεία στη Νεοφύτου Βάμβα μετακόμισαν άνοιξη. Η εταιρεία τους τότε στελεχωνόταν από 25 άτομα, εκ των οποίων οι πέντε ήταν συνέταιροι. Τους ενδιέφερε όλους να δικηγορήσουν ομαδικά, συνεταιρικά και ισότιμα, σε βαθμό που πήραν για όλους τα ίδια ακριβώς έπιπλα. Σήμερα, η «Ποταμίτης – Βεκρής» αποτελείται από 12 συνεταίρους, 70 δικηγόρους και περίπου 20 ασκουμένους, αλλά οι αξίες τους παραμένουν σταθερές.
Ενας από τους κανόνες που διέπουν την εταιρεία –την οποία από το 2012 μέχρι σήμερα διεθνείς οργανισμοί που αξιολογούν δικηγορικές εταιρείες έχουν ανακηρύξει πολλάκις την καλύτερη δικηγορική εταιρεία στην Ελλάδα– είναι πως δεν προσλαμβάνουν συγγενείς, για να αποκλείσουν τον νεποτισμό. Επίσης, υπάρχουν κανόνες που αφορούν τις οικονομικές τους απολαβές – «η συμμετοχή καθενός στα κέρδη εξαρτάται από τον τζίρο τον οποίο εισφέρει, ασχέτως ποιος είσαι. Κι εγώ κάποιες χρονιές είχα μείωση», δηλώνει ο κ. Ποταμίτης. Επιμένει πολύ στους ίσους όρους, τονίζοντας πως ήταν εξαρχής καίριο η εταιρική ταυτότητα να είναι πιο ισχυρή από την ταυτότητα του κάθε εταίρου – «αν υπάρχει κάτι που μας διαφοροποιεί από άλλες εταιρείες, είναι αυτή η εταιρική προσήλωση», συμπληρώνει.
«Νιώθω ότι είμαστε ένα είδος ΜΕΘ, έρχονται οι πελάτες όταν έχουν κάτι πολύ δύσκολο ή πολύπλοκο».
Δημοσιεύματα που ισχυρίζονταν ότι εξαιτίας της διαδοχής υπήρξε διχόνοια μεταξύ εταίρων «απείχαν απόλυτα από την πραγματικότητα», δηλώνει ο κ. Μπερσής. «Ολες οι αποφάσεις είναι ομόφωνες», συνεχίζει, «ήταν μια ομόφωνη απόφαση». «Αυτό που τώρα περνάμε είναι εξαιρετικά σημαντικό και για εμάς – έχουμε μια διαδοχή της διαχείρισης από εμένα, που είμαι ο ιδρυτής, στον Γιώργο, που είναι από τους αρχικούς εταίρους, η οποία γίνεται εν ζωή και με συνθήκες εξαιρετικά ομαλές, φιλικές και κατανοητές από όλους», λέει ο κ. Ποταμίτης. Για τον κ. Μπερσή δηλώνει πως, μεταξύ άλλων προσόντων, έχει πολύ μεγάλη απήχηση στην αγορά, είναι πολύ έμπειρος στα εταιρικά θέματα, έχει χαρακτηριστικά φυσικού ηγέτη – «μου φάνηκε ότι η απόφαση ήταν εύκολη», συμπληρώνει.
Το ίδιο δεν μπορεί να πει κανείς και για τη δουλειά τους. «Νιώθω ότι είμαστε ένα είδος ΜΕΘ, έρχονται οι πελάτες όταν έχουν κάτι πολύ δύσκολο ή πολύπλοκο», τονίζει ο κ. Ποταμίτης, λέγοντας πως περισσότερο τον είχε δυσκολέψει μια διαιτησία που χειρίστηκε το 2007 για λογαριασμό των Ελληνικών Πετρελαίων κατά της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η διαδικασία, η οποία διήρκεσε 10 μέρες στο Παρίσι, ήταν τόσο στρεσογόνος που το προτελευταίο βράδυ επαναλάμβανε στον ύπνο του τη φράση «αυτό το επιχείρημα δεν βγάζει άκρη». «Μου είχαν θέσει ένα πολύ δύσκολο ερώτημα» –αφορούσε μια χρηματική αποζημίωση ανά τόνο μαζούτ– «και όλο το βράδυ επεξεργαζόμουν ποια είναι η απάντηση, ξύπνησα το πρωί και είχα βγάλει άκρη», δηλώνει, συμπληρώνοντας πως κέρδισαν «πανηγυρικά».
Για τον κ. Μπερσή, η πιο δύσκολη υπόθεση ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς το 2015 – «ενσωματωνόταν εκείνη την περίοδο μια καινούργια οδηγία για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, οπότε ήταν ένας πάρα πολύ μπερδεμένος και τεχνικός νόμος, που κανείς δεν καταλάβαινε πώς λειτουργούσε, ούτε τι έπρεπε να γίνει ή ποια ήταν τα όρια στην αγορά και η συναλλαγή ήταν πάρα πολύ δύσκολη», αναφέρει, τονίζοντας πως «είχαμε και καινούργια κυβέρνηση και capital controls».
Και οι δύο έχουν αρνηθεί πολλές υποθέσεις. «Μπορεί να μην αισθανόμαστε καλά με τον πελάτη, να μην καταλαβαίνουμε τι κάνει – απομακρύνθηκα από υπόθεση που μου φάνηκε ότι δεν ήταν καθαρή, είναι θέμα ηθικής προς τον εαυτό μας, δεν μπλέκεις με πράγματα που είναι παράξενα», λέει ο κ. Ποταμίτης. Το παράξενο είναι να ακούει κανείς κάτι τέτοιο από έναν δικηγόρο, λέω. Γελάνε. Τονίζουν πως έστησαν το γραφείο για να μπορούν να δικηγορούν όπως θέλουν, να μπορούν να λένε «όχι» – ένα από τα προβλήματα της ατομικής δικηγορίας είναι η εξάρτηση από τον πελάτη, σημειώνουν. Εκείνοι είναι ανεξάρτητοι.
Το μήνυμα στους νεοτέρους: «Κάντε το σωστό. Θα σας ανταμείψει»
Μετά τόσα χρόνια δικηγορίας στην Ελλάδα, τον κ. Μπερσή εξακολουθεί να τον εκπλήσσει η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ δικηγόρων. «Το βλέπουμε περισσότερο στους άνδρες», λέει, «περίπου το 80% που προσλαμβάνουμε είναι γυναίκες, δυσκολευόμαστε να βρούμε άνδρες που θέλουν να ενταχθούν σε σχήμα».
Για τον κ. Ποταμίτη η έκπληξη έγκειται στο γεγονός πως παρότι τα δικαστήρια είναι «αδιανόητα αργά» και το περιβάλλον δικηγορίας δύσκολο, υπάρχουν πολλοί καλοί νέοι δικηγόροι. Το περιβάλλον εφαρμογής της δικαιοσύνης, όμως, παραμένει πολύ σημαντικό και λύσεις όπως στον πρόσφατο πτωχευτικό νόμο, στη διαμόρφωση του οποίου είχε ενεργό ρόλο ο κ. Ποταμίτης, τις περιορίζει. Στο πτωχευτικό, η καθυστέρηση των δικαστηρίων είναι, λέει, «καταστροφική γιατί είναι απώλεια αξίας – ούτε οι πιστωτές ικανοποιούνται ούτε και ο οφειλέτης, αν θέλει να εξυγιανθεί, επιβιώνει με ευκολία».
Μετά είναι και θέμα κουλτούρας. Οι νόμοι δεν είναι μόνο κείμενα, τονίζει – εξαρτώνται και από τα όργανα που τους εφαρμόζουν, τα διαθέσιμα εργαλεία, τις υποδομές, την εμπειρία. Ενας νόμος δεν δουλεύει με τον ίδιο τρόπο σε διαφορετικές χώρες, λέει ο κ. Μπερσής – είναι και θέμα θεσμών, κοινωνίας, κουλτούρας. Ο κ. Ποταμίτης δίνει ένα παράδειγμα μιας εταιρείας επί οικονομικής κρίσης, στην οποία πρότεινε την τότε διαθέσιμη διαδικασία της συνδιαλλαγής – «θα τους έδινε μια ανάσα», αναφέρει. «Δεν μπορώ γιατί έχω βαφτίσια», είπε ένας βασικός μέτοχος, «δεν μπορώ να εκτεθώ κοινωνικά με μια προβληματική εταιρεία όταν καλώ 1.000 άτομα». Το έπραξαν τελικά τρεις μήνες αργότερα, μετά τα βαφτίσια – «αλλά είχαμε χάσει πάρα πολύ πολύτιμο χρόνο – όταν λέει ο Γιώργος κουλτούρα, η κουλτούρα είναι και αυτό», τονίζει.
Είναι όμως και οι δύο αισιόδοξοι για τη δικηγορία στην Ελλάδα. «Την αισιοδοξία τη δημιουργείς», λέει ο κ. Μπερσής, συμπληρώνοντας πως, ακόμη και όταν ξεκινούσαν ως ανεξάρτητη εταιρεία, δεν ήταν απλά στόχος το να γίνουν το καλύτερο δικηγορικό γραφείο στη χώρα. «Συμπεριφερόμασταν σαν να ήμασταν ήδη το καλύτερο, και έτσι συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε», συμπληρώνει.
«Εχουμε ζήσει μια ιστορία επιτυχίας, και το λέω με κάθε σεμνότητα, γιατί ξεκινήσαμε να κάνουμε κάτι με τον τρόπο που πιστεύαμε ότι ήταν σωστός», δηλώνει ο κ. Ποταμίτης. Το ότι αυτό πέτυχε είναι ενθαρρυντικό για το ευρύτερο περιβάλλον, τονίζει. Σημαίνει ότι σου επιτρέπει να πετύχεις, «παρότι είσαι διαφανής, καθαρός, ηθικός, δοκιμάζεις κάτι που πιστεύεις ότι είναι δίκαιο για την ομάδα σου». «Το δικό μου μήνυμα στους νεοτέρους», λέει στην «Κ», «είναι κάντε το σωστό. Δουλεύει, αποδίδει. Θα σας ανταμείψει».
Αφιλοκερδώς… κατά λάθος
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης –δεν αναφέρεται πότε ακριβώς για να μην εκθέσει δημόσια κάποιον από τους εμπλεκομένους– η εταιρεία «Ποταμίτης – Βεκρής» είχε αναλάβει ένα από τα υπουργεία, κάνοντας πάρα πολλή δουλειά, βασιζόμενη σε μία σύμβαση που είχε υπογράψει ο αρμόδιος υφυπουργός, λέει στην «Κ» ο Στάθης Ποταμίτης. «Κάποια στιγμή με παίρνει (σ.σ. ο υφυπουργός) και μου λέει: “Με συγχωρείς, αλλά δεν είχα δικαίωμα να την υπογράψω, πρέπει να βγει η απόφαση του υπουργείου Οικονομικών”», αναφέρει σήμερα. Ο κ. Ποταμίτης το δέχτηκε. Οταν βγήκε η απόφαση, ρώτησε το υπουργείο αν τώρα μπορούσε να τιμολογήσει. «Μου λέει ο γενικός γραμματέας: “Δυστυχώς ο υπουργός παρέλειψε να εγκρίνει αμοιβή”», σημειώνει. Πρότεινε τότε στον κ. Ποταμίτη να τους κάνει αγωγή, ένα σενάριο που ο συνιδρυτής της «Ποταμίτης – Βεκρής» απέκλεισε κατευθείαν. «Τα διαγράψαμε», δηλώνει, «ήταν πάρα, πάρα πολλά χρήματα – ήταν προ μπόνο ενώ δεν το είχαμε σκεφτεί έτσι!».
Η συνάντηση
Βρεθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας, στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στα γραφεία της εταιρείας «Ποταμίτης – Βεκρής», που πλέον στεγάζονται στην Ομήρου, την ημέρα της 24ωρης απεργίας στις συγκοινωνίες. Οι τρεις μας συναντηθήκαμε στις 11 το πρωί και μιλήσαμε για περίπου δύο ώρες κάτω από μια ομπρέλα, καθώς, απρόσμενα, κατά καιρούς ψιχάλιζε.
Για πρωινό παρήγγειλα ένα τοστ με τυρί και γαλοπούλα, το οποίο και έφαγα, σε αντίθεση με τους κ. Ποταμίτη και Μπερσή, των οποίων η σαλάτα παρέμεινε ανέγγιχτη. Οταν εν τέλει τους πίεσα να τη δοκιμάσουν –«θα κρυώσει η σαλάτα σας!», τους είπα, για να μου απαντήσουν με το λογικό επιχείρημα ότι «τη σαλάτα την τρώμε κρύα»– παραδέχτηκαν πως την παρήγγειλαν για λόγους… ντεκόρ. «Είπαμε, μιας και είναι γεύμα να την πάρουμε», δήλωσαν σχεδόν ενοχικά, «αλλά είναι λίγο νωρίς, εδώ που τα λέμε, για σαλάτα!».