Χρήστος Χωμενίδης στην «Κ»: Τα βιβλία είναι βραδείας καύσης εκρηκτικοί μηχανισμοί

Χρήστος Χωμενίδης στην «Κ»: Τα βιβλία είναι βραδείας καύσης εκρηκτικοί μηχανισμοί

8' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια σκηνή του τελευταίου μυθιστορήματος του Χρήστου Χωμενίδη «Φοίνικας», ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Κερκινός, επισκέπτεται το παλάτι. Τον καλεί σε ακρόαση ο Κωνσταντίνος. Οι αίθουσες στο Τατόι είναι γεμάτες τασάκια. Ο Κωνσταντίνος ήταν μανιώδης καπνιστής και ο συγγραφέας γύρευε να αφήσει το αποτύπωμα του αρειμάνιου βασιλέα στον χώρο. «Ηθελα να μεταφέρω τον αναγνώστη στην εποχή με κάθε τρόπο», μου λέει ο Χρήστος Χωμενίδης καθώς δειπνούμε στο «Παλαιό», στον Πειραιά.

Ο Χωμενίδης («Χωμενίδη» τον αποκαλώ, σχεδόν ποτέ Χρήστο) λέει με πάθος ότι ο «Φοίνικας» είναι το αγαπημένο του βιβλίο, όχι η πολυβραβευμένη «Νίκη». «Ναι», διευκρινίζει, «διότι η “Νίκη” είναι η ιστορία της μαμάς μου. Στον “Φοίνικα”, η προβληματική είναι πολύ πιο δική μου: κατά πόσον μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο. Πιστεύω ότι, όταν γράφουμε ένα βιβλίο, πρέπει να πιστεύουμε ότι δεν θα είναι ένα βότσαλο στη λίμνη αλλά ότι ο χρόνος χωρίζεται στο πριν και στο μετά της έκδοσης αυτού του βιβλίου».

– Αυτή η σκέψη δεν μπορεί να σε εγκλωβίσει σε μια ψευδαίσθηση μεγαλείου και να καταντήσεις λίγο γελοίος;

– Μα μόνον όσο γράφω έχω ανάγκη από αυτό το συναίσθημα. Οταν σταματά η εργάσιμη ημέρα και αρχίζει η άλλη μου ζωή, σταματά αυτό. Βέβαια, το βιβλίο το γράφω συνέχεια. Το βλέπω στον ύπνο μου, το σκέφτομαι συνέχεια, πριν πέσω για ύπνο, όταν περπατάω, όταν κάνω μπάνιο. Το μπάνιο είναι η πιο γόνιμη στιγμή. Και δεν κρατώ ποτέ σημειώσεις.

– Ποτέ;

– Πολύ σπάνια. Μια ιδέα που με ενδιαφέρει θα επανέλθει. Πρέπει, νομίζω, ο συγγραφέας, ο καλλιτέχνης, να είναι ένας συνδυασμός του υψιπετείν και μιας ρεαλιστικής αντιμετώπισης των πραγμάτων, για να μην απογοητευτεί οικτρά. Διότι έτσι και αλλιώς θα απογοητευτείς. Ακόμα και ο «Φοίνικας», που έχει πουλήσει 26.000 αντίτυπα μέσα σε έξι μήνες, σκέφτομαι: γιατί δεν έχει γίνει επανάσταση; Δεν είναι το ζήτημά μου το ταμείο, να πουλήσει περισσότερο, αλλά να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι. Eχω απόλυτη συνείδηση, από την άλλη μεριά, ότι τα βιβλία είναι βραδείας καύσης εκρηκτικοί μηχανισμοί. Μας επηρεάζουν υπόγεια. Εμένα η απασχόλησή μου, ο έρωτάς μου, είναι το γράψιμο. Και όταν δεν γράφω, μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους, να συζητώ. Στη νεότητά μου, αλλά και τώρα σε έναν βαθμό –και φαντασιακά σίγουρα πάρα πολύ–, ζω μποέμικα. Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Χαράρι, συνειδητοποίησα ότι ο μποέμ είναι στην πραγματικότητα η επιβίωση του τροφοσυλλέκτη, του ανθρώπου που ζει πριν από την Αγροτική Eπανάσταση, που δεν έχει το έχειν του βίου του, είναι ένας νομάς που προσπαθεί να βρει την τροφή του και εξαιτίας αυτού ζει συγκλονιστικές περιπέτειες. Ο άνθρωπος μετά την Αγροτική Επανάσταση απέκτησε το χωραφάκι του, τον δέσμευσε τοπικά και του δημιούργησε ένα σωρό από άγχη, μη τυχόν και χαθεί η σοδειά ή του την πάρουν ξένοι εισβολείς, και έχασε αυτή τη joie de vivre (τη χαρά της ζωής). Γιατί τι είναι ο περιπετειώδης τύπος; Eνας τροφοσυλλέκτης. Που βγαίνει όπου τον οδηγεί η ανάγκη του χωρίς να στέκει πουθενά.

– Θα όριζες έτσι τον εαυτό σου;

– Οχι, θα ήμουν ψεύτης. Εχω παιδί και σπίτι, πληρώνω το σχολείο του παιδιού. Είμαι όμως κατ’ εξοχήν νοσταλγός της τροφοσυλλεκτικής ζωής. Μια τέτοια ζωή είναι και η ζωή μου ως συγγραφέα. Aλλωστε πιστεύω ότι το νόημα στη ζωή το δίνουν οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες. Ακόμα και στις πιο αρχέγονες κοινωνίες ο αφηγητής ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο.

– Ο πολιτικός είναι storyteller; Ο Τσίπρας είναι καλός storyteller;

– Ναι. Εχει απήχηση η ιστορία του.

– Μα απλώς λέει αυτό που θέλει να ακούσει ο κόσμος. Εσύ είσαι καλός storyteller γιατί λες αυτό που θες να πεις εσύ και βρίσκεις ανταπόκριση.

– Ναι, αλλά στον Τσίπρα εμπιστεύονται τη ζωή τους, σε μένα εμπιστεύονται την τιμή του βιβλίου. Δεν θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά του Τσίπρα, θα βαριόμουν. Ξέρεις, όταν είχε αρχίσει η κρίση και εγώ είχα λάβει αντιδημοφιλείς θέσεις, κάποια στιγμή δεν είχα καθόλου δουλειά. Hμουν στην Κέρκυρα και ζούσα από τα έτοιμα, αλλά γενικά με πολύ λίγα λεφτά, με την Αλεξάνδρα και τη Νίκη μωρό. Σκέφτηκα ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης, όταν δεν είχαν επιτυχία τα τραγούδια του –γιατί πέρασαν καμιά εικοσαριά χρόνια που ήταν στα αζήτητα–, είχε γίνει μανάβης στο Αιγάλεω. Είχα σκεφτεί λοιπόν να κάνω δύο πράγματα. Το ένα ήταν να γράφω επικηδείους. Να συμβληθώ με γραφεία τελετών και όταν πεθαίνει κάποιος να έλεγαν στους συγγενείς, αν θέλετε να σας γράψει επικήδειο ο Χωμενίδης, κοστίζει τόσο. Και θα έγραφα: «Πολύκλαυστε Επαμεινώνδα, εσύ που πέρασες τη ζωή σου στον ΟΤΕ Καλαμάτας, ήσουν το κόσμημα του ΟΤΕ. Πόσο υπέροχος οικογενειάρχης ήσουν, πόσο υπέροχος κυνηγός». Και ήμουν έτοιμος να τον απαγγείλω κιόλας. Το δεύτερο ήταν να πηγαίνω με ένα φορτηγάκι στα χωριά και να λέμε από το μεγάφωνο: «Απόψε στην πόλη σας ο βραβευμένος συγγραφέας Χωμενίδης. Oποιος θέλει να του υπαγορεύσει την αυτοβιογραφία του να προσέλθει…», και θα έγραφα τη ζωή του Μπαρμπα-Γιάννη του ναυτικού, τη ζωή του Μαστραντώνη του επιπλοποιού. Μετά όμως έγραψα τη «Νίκη», δεν πίστευα ότι θα πουλήσει, την έγραψα για το κοριτσάκι μου. Ετσι, δεν τα έκανα αυτά, και η ζωή μου δεν έφτασε σε αυτό το αδιέξοδο για να αναγκαστώ να τα κάνω. Για σκέψου όμως, τι περιπετειώδες κορίτσι θα γινόταν η Νίκη μου αν παίρναμε το φορτηγάκι και ο πατέρας της γινόταν πλανόδιος συγγραφέας.

– Οπότε, ως συγγραφέας, κάνεις πάταγο με το «Σοφό Παιδί», μεσολαβεί μια μεγάλη περίοδος με επιτυχημένα βιβλία, αλλά και με συχνή την παρουσία σου στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, χωρίς όμως να κάνεις αυτό το εμπορικό άλμα, μέχρι που ήρθε η «Νίκη». Σωστά;

– Κοίτα, ήταν λάθος μου που έβγαινα στην τηλεόραση. Δεν είχα κανένα λόγο να βγαίνω στην τηλεόραση. Δεν μιλούσα για τα βιβλία. Δεν είχα καμία δουλειά να το κάνω. Τα βιβλία μου γενικά πουλούσαν γύρω στις 20.000, η «Νίκη» ξεπέρασε τις 50.000 σε καιρό κρίσης. Δεν ξέρω όμως αν η «Νίκη» πριν από την κρίση θα ενδιέφερε κανέναν. Αρεσε όμως και, γενικά, είμαι χαρούμενος, γιατί έχω περάσει πολύ ωραία στη ζωή μου. Αν δεν υπήρχε η μικρή Νίκη, η κόρη μου, για την οποία θέλω να ζήσω και να τη δω να μεγαλώνει, αν αύριο πέθαινα, θα έλεγα πως έχω ζήσει 52 χρόνια πολύ απολαυστικά. Τα έζησα όλα. Πέρασα πολύ χαρούμενα και πολύ λυπημένα. Eζησα μεγάλους θριάμβους και απίστευτες συμφορές. Eχασα τον πατέρα μου 13 χρόνων και ενώ τον γνώρισα πολύ καλά, δεν έζησε αρκετά για να τον φέρω στα ανθρώπινα μέτρα. Η πλάκα είναι ότι του μοιάζω πάρα πολύ και ως χαρακτήρας. Αλλά ο μπαμπάς μου είχε ταλαιπωρηθεί πολύ περισσότερο από μένα. Hταν αστόπαιδο αλλά βρέθηκε να πουλάει λεμόνια στην Ομόνοια.

Καλοκαίρι του ’79 με «Γρανίτα από λεμόνι»

– Σου μιλούσε για τον πατέρα του, για τον Χρήστο Χωμενίδη, έναν από τους ιδρυτές του ΕΑΜ;

– Ναι, αλλά κάποια στιγμή βαρέθηκε. «Oλο για τον μπαμπά μου θα σου μιλάω;», έλεγε. Ο μπαμπάς μου είχε πρωτοπεί ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε στη ζωή μας είναι να μπαίνουμε στη θέση των άλλων. Μου έλεγε: τον πατέρα μου τον σκότωσαν οι Γερμανοί και έναν θείο της μάνας μου εξ αγχιστείας, που έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Τσολάκογλου, τον θείο Γιάννη, θα έπρεπε να τον μισώ. Αλλά δεν τον μισώ, γιατί το να μισείς είναι εύκολο. Πρέπει να μπαίνεις στη θέση του άλλου, να καταλαβαίνεις τα διλήμματα που αυτός αντιμετώπισε και τις αποφάσεις που πήρε. Αυτό μου το είπε όταν ήμουν 11 χρόνων και είναι ο μπούσουλας της ζωής μου.

– Μπορεί να είναι και αυτό που σε έκανε συγγραφέα;

– Ναι, και θυμάμαι πού μου το είπε. Εξω από το σινεμά «Αλεξάνδρα» στην Πατησίων. Την απώλεια του πατέρα μου δεν την περίμενα. Ειδικά ένα αγόρι δεν τα καταλαβαίνει αυτά, τα κορίτσια ίσως είναι πιο έτοιμα. Τις τελευταίες δύσκολες είκοσι μέρες της ζωής του, η μάνα μου ήθελε να μένει κοντά στον πατέρα μου, οπότε με έστελνε σε συγγενείς. Ηταν καλοκαίρι. Κάποια στιγμή με έστειλε σε δύο ξαδερφούλες μου. Η μεγάλη μου ξαδέρφη ήταν δεκάξι χρόνων και πάμε σινεμά, στο «Γρανίτα από λεμόνι», και βλέπω τον πρωταγωνιστή σε ένα σινεμά και αυτός να πιάνει το στήθος στο κορίτσι που κάθεται δίπλα του. Στην ξαδέρφη μου είχαν πει ότι ο Χρήστος μένει μαζί μας γιατί ο μπαμπάς του πεθαίνει και να είσαι πολύ καλή μαζί του, μην του φέρεις ποτέ αντίρρηση. Την επόμενη μέρα πάμε να δούμε τη «Ρεβέκκα» του Χίτσκοκ στη «Ριβιέρα» και της πιάνω το στήθος. Δεν αντιδρά, παρότι ήταν σαφές ότι δεν ήθελε. Γυρνάμε σπίτι και αυτή πάει και ξαπλώνει στη βεράντα. Μάλλον με φοβόταν. Ξύπνησα κατά τη 01.25, πήγα να πιω νερό και είδα ότι είχε κατεβάσει τα ρολά στη βεράντα, ξαπλωμένη σε μιαν αιώρα, είχε σγουρά μαλλιά κι έτρεχε και λίγο σάλιο από τα χείλη της έτσι όπως κοιμόταν. Μου φάνηκε τόσο όμορφη. Σκέφτηκα ότι αυτό το κορίτσι είναι η ζωή η ίδια. Ηταν 3 Ιουλίου του 1979. Εκείνη τη νύχτα πέθανε ο πατέρας μου. Γενικά, είχε καταπιεστεί από τις εθνικές συμφορές, από το γεγονός ότι δεν ανήκε ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά. Ηταν ένα παιδί που δεν είχε λιμάνι. Αυτό ισχύει και για μένα, αλλά εγώ ζω σε άλλες, πιο εύκολες εποχές.

– Είναι πρόσωπα μιας Ελλάδας που αγαπάς αυτά που εμφανίζονται στον «Φοίνικα»;

– Ναι, τη γουστάρω πολύ την Ελλάδα. Θεωρώ ότι η ελληνική λογοτεχνία είναι ένα εκκρεμές που κινείται από τον Καβάφη στον Σολωμό. Και για να εκδηλώσω την προτίμησή μου, στην καλύτερη περίπτωση είμαστε όλοι υποσημειώσεις στο έργο του Καβάφη. Ο Καβάφης είναι κάτι που δεν μπορώ να συλλάβω. Οσες φορές και αν τον διαβάσω, πάντα βρίσκω κάτι καινούργιο. Ξέρεις, βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Καβάφη μια συλλογή από τα ποιήματα του Καρυωτάκη που δεν τα είχε διαβάσει. Ακοπα. Τα βαρέθηκε μάλλον, τι να πω.

– Ενδιαφέρουσα πληροφορία. Ο στίχος από το ποίημα του Εμπειρίκου για την οδό Φιλελλήνων και τους Ελληνες, που έκαναν «Οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου», σε χαρακτηρίζει;

– Ο Εμπειρίκος είναι άλλος ένας ποιητής που αγαπώ πολύ. Αν θα έδινα Νομπέλ, στον Εμπειρίκο θα το έδινα. Υποθέτω του Εμπειρίκου θα του άρεσε ο «Φοίνικας». Είναι ένα λίγο εμπειρίκειο βιβλίο.

– Αλήθεια, μετά τον «Φοίνικα», τι;

– Μετά τον «Φοίνικα» είχα σκεφτεί να μην ξαναγράψω τίποτα. Αλλά όταν δεν γράφω, υποφέρω. Σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο στο οποίο θα πρωταγωνιστεί ένας μητροπολίτης. Εκανα πάρα πολλή έρευνα. Επί τρεις μήνες. Βγήκα με ανθρώπους της Εκκλησίας, πήγα στο Αγιον Ορος. Συγκλονιστικό το Αγιον Ορος. Και άρχισα να το γράφω. Και εκεί που είχα γράψει δυο-τρία κεφάλαια, στα γενέθλιά μου, που βρισκόμουν στην Κρήτη για μια περιοδεία της Γωγώς Μπρέμπου ως γκρούπι και τρώγαμε με τον θίασο, τους ακούω να λένε πόσο στεναχωρήθηκε ο ομηρικός Μενέλαος που έχασε την ωραία Ελένη. Λέω, πού ξέρετε ότι στενοχωρήθηκε; Μπορεί τόση ομορφιά να μην την αντέχει. Και γεννήθηκε ένα βιβλίο έτσι, αυτό που γράφω τώρα. Οσο μεγαλώνω και βλέπω τη ζωή μου προς τα πίσω, με ενδιέφεραν πάντα τα βιβλία και τα κορίτσια. Τι ωραίο πράγμα να βλέπεις το νόημα του κόσμου στα μάτια ενός κοριτσιού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή