Τραγουδώ «Μπατερφλάι» χωρίς δέρμα

Τραγουδώ «Μπατερφλάι» χωρίς δέρμα

6' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μάσκα της είναι μαύρη και γράφει «Οχι φιλιά και αγκαλιές». Ερχεται στη συνάντηση απευθείας από την πρόβα της «Μαντάμα Μπατερφλάι», και φέρνει μαζί της μία μπάρα δημητριακών που θα φάει μόλις τελειώσουμε τη συνέντευξη. Είναι απόγευμα, το διάλειμμά της, και θα επιστρέψει στη μεγάλη αίθουσα της ΕΛΣ για να δουλέψει μέχρι το βράδυ. Μια κλεφτή ματιά που έριξα στη σκηνή, δεν μου θύμισε σε τίποτε ό,τι μέχρι πρόσφατα ήξερα ως προετοιμασία μιας παράστασης: οι τραγουδιστές μόλις που ακούγονταν πίσω από τις μάσκες τους, η σκηνοθετική ομάδα επίσης με μάσκες καθισμένη σε καρέκλες ανάμεσα στους συντελεστές.

Κι όμως αυτή η ακαταστασία ήταν συγκινητική  – η προσπάθεια των ανθρώπων να συνεχίσουν παρά τις δυσκολίες, η μυρωδιά του θεάτρου ίδια από άλλους χειμώνες, η ανάγκη να παρηγορηθούμε μέσω της τέχνης.

Η υψίφωνος Κριστίνε Οπολάις μοιάζει με θύελλα: ορμητική, δυνατή και χειμαρρώδης. Αρχίζει να μιλάει πριν καθίσουμε, με εκφραστικές χειρονομίες που θυμίζουν Ιταλίδα μολονότι είναι Λετονή – αυτό ακριβώς είναι το ταμπεραμέντο της όπερας. Ορθια ακόμη, λέει με έμφαση: «Εχω μια συμβουλή να δώσω στους νέους τραγουδιστές: Πρέπει να μείνουν σε φόρμα. Αυτό που ζούμε με την πανδημία θα τελειώσει ξαφνικά, και θα αρχίσουν πάλι τα τηλεφωνήματα για εμφανίσεις. Οι περισσότεροι όμως είμαστε χωρίς δουλειά εδώ και μήνες, και σε αυτό το διάστημα χαλαρώσαμε. Δεν είχαμε κίνητρο για να μελετήσουμε και να εξασκηθούμε. Οι καλλιτέχνες προετοιμαζόμαστε όταν υπάρχει μπροστά μας το πλάνο των εμφανίσεων, και καταρρέουμε όταν το μέλλον δεν είναι ξεκάθαρο. Επί πέντε μήνες δεν μπορούσα να τραγουδήσω, κι άρχισα σιγά σιγά να εξασκούμαι τους τελευταίους δύο μήνες με τη δασκάλα μου διαδικτυακά. Είναι σαν τον αθλητισμό η δουλειά μας. Χρειάζεται πειθαρχία και προσεκτική διαχείριση των δυνάμεων. Αν σκορπάς την ενέργειά σου δεξιά κι αριστερά, μετά θα μείνεις άδειος». Ρεαλίστρια λοιπόν, και προσγειωμένη. Ταυτοχρόνως, λυρική τραγουδίστρια που έχει δηλώσει πως ο Πουτσίνι είναι στο αίμα της. Και πώς όταν υποδύεται την Τσο Τσο Σαν στην όπερα «Μαντάμα Μπατερφλάι», «η καρδιά της ανοίγει και την προσφέρει στο κοινό». «Η Τσο Τσο Σαν είναι ο πιο ολοκληρωμένος, ο πιο δυνατός από όλους τους ρόλους της όπερας», λέει. «Είναι η καθαρότερη και η πιο γενναία μολονότι μοιάζει τόσο εύθραυστη. Τη θαυμάζω για αυτά που βιώνει, για τη δύναμη της ψυχής της, για την ένταση τη αγάπης της. Είμαι πολύ συναισθηματικός τύπος, υπερβολικά. Βρίσκω στον εαυτό μου κάτι από όλες τις ηρωίδες του Πουτσίνι, αλλά πραγματικά δεν έχω δέρμα όταν τραγουδώ την Τσο Τσο Σαν. Ο,τι της συμβαίνει με πληγώνει. Για αυτό έπειτα  από μια παράσταση της “Μπατερφλάι”, χρειάζομαι ξεκούραση και την υποδύομαι μόνο μία φορά σε κάθε σεζόν. Είναι επίσης ένας ρόλος επικίνδυνος φωνητικά, σαν το “Ρέκβιεμ” του Βέρντι. Απαιτεί όλες σου τις ερμηνευτικές ικανότητες, ταυτοχρόνως έχει μεγάλη θεατρικότητα και πάνω σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα συναισθήματα».

«Συνεπώς, ο ρόλος και η ερμηνεύτριά του είναι πλέον τόσο γνώριμες που δεν υπάρχουν μυστικά μεταξύ τους;» αναρωτιέμαι. «Ελπίζω ότι ακόμη δεν την ξέρω πλήρως», απαντά. «Διαφορετικά δεν θα ήταν πια ενδιαφέρουσα για μένα. Κάθε φορά προσπαθώ να της βρω κάτι καινούργιο. Δεν μπορείς να υποδυθείς την “Μαντάμα Μπατερφλάι” ως ρουτίνα, γιατί τότε θα απενεργοποιήσεις τα συναισθήματά σου. Κι αν μείνει μόνον η τεχνική, χάνεται η μαγεία της όπερας».

Τραγουδώ «Μπατερφλάι» χωρίς δέρμα-1
«Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι, από την ΕΛΣ. Φωτ. SUTTERSTOCK

 

Δεν βασίζομαι στη λογική, αλλά στο ένστικτο και στην παρόρμηση

«Δύο πρωταγωνίστριες, δύο θάνατοι μέσα σε 18 ώρες». Αυτός ήταν ένας από τους ωραιότερους τίτλους στην πλούσια αρθρογραφία που συνόδευσε τον θρίαμβο της Κριστίνε Οπολάις στη Νέα Υόρκη το 2014. Μέσα σε λιγότερο από μια μέρα τραγούδησε για τη Μητροπολιτική Οπερα (ΜΕΤ) «Μαντάμα Μπατερφλάι» και «Λα Μποέμ», και αυτές οι δύο δραματικές ηρωίδες, η Τσο Τσο Σαν και η Μιμί, απογείωσαν την καριέρα της. Η ίδια το θυμάται ως εξής: «Μετά την πρεμιέρα της “Μπατερφλάι”, βγήκαμε να γιορτάσουμε την επιτυχία. Ημουν γεμάτη αδρεναλίνη, δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τη χαρά μου. Στις 7 η ώρα το επόμενο πρωί μού τηλεφώνησε ο διευθυντής της ΜΕΤ για να μου προτείνει να αντικαταστήσω τη σοπράνο που θα τραγουδούσε τη Μιμί στην HD live βιντεοσκόπηση που θα μεταδιδόταν ζωντανά στην Ευρώπη. Ημουν με δύο ώρες ύπνο. Είχα να τραγουδήσω “Λα Μποέμ” έναν χρόνο. Αρνήθηκα λοιπόν, αλλά μόλις γύρισα στο κρεβάτι μου, άρχισε ο διάλογος με τον εαυτό μου: “Γιατι δεν μπορείς να το κάνεις, τι φοβάσαι;” Σήκωσα το τηλέφωνο και δέχτηκα. Ημουν στο θέατρο έπειτα από τρεις ώρες. Τώρα δεν θα το έκανα ποτέ. Ηταν τρελό. Και ταυτόχρονα μια εκπληκτική εμπειρία. Ξύπνησα την επόμενη ημέρα και όλος ο κόσμος μιλούσε για μένα». 
 
– Τελικά πιστεύετε ότι ήταν σωστή απόφαση;

– Η καλύτερη στην καλλιτεχνική μου ζωή. Αλλά είχε μεγάλο κίνδυνο, που τότε δεν αντιλήφθηκα. Αν δεν πήγαινε καλά, θα μπορούσε να καταστρέψει την καριέρα μου για πάντα, θα μπορούσα να χάσω τη φωνή μου στη μέση της παράστασης από την κούραση. Απλώς ακολούθησα την παρόρμησή μου.

– Είστε ριψοκίνδυνη;

– Αυτό πιστεύω. Δεν βασίζομαι τόσο στη λογική όσο στο ένστικτο και την παρόρμηση.  Αλλά πρέπει να ακούει κανείς την παρόρμησή του στα πρώτα δέκα λεπτά. Μετά αποφασίζει το μυαλό και γεμίζει τον νου με κάθε είδους φόβο. Μετά, όπως λέω, ο Θεός έχει φύγει – γιατί η φωνή της καρδιάς είναι ο Θεός. Τα τελευταία έξι χρόνια, έχω κάνει πολλά λάθη, επειδή σκέπτομαι υπερβολικά. Αποφάσισα λοιπόν να επιστρέψω στον παλιό μου τρόπο δράσης.
 
– Αντιπροσωπεύετε έναν νέο τύπο σοπράνο, πιο κοντά στα ποπ είδωλα;

– Οχι, είμαι απολύτως παλιομοδίτικη τραγουδίστρια. Τόσο στον τρόπο που τραγουδώ, όσο και στο πώς μαθαίνω και κτίζω έναν ρόλο. Ακόμη κι αυτά που έχω στα αυτιά μου είναι παλιού στυλ. Οταν ακούω άλλους τραγουδιστές, είναι μόνον οι λυρικοί τραγουδιστές της χρυσής εποχής της όπερας, τότε που ένας ρόλος προετοιμαζόταν επί μήνες, και ο μαέστρος με τον τραγουδιστή συνεργάζονταν στενά. Τώρα οι τραγουδιστές δεν είναι τίποτε. Εκτός από ελάχιστους εκλεκτούς στον κόσμο, οι υπόλοιποι είμαστε μαριονέτες των μάνατζερ και των σκηνοθετών. Δεν υπάρχει πλέον ελευθερία, όλοι προσπαθούν να μας περιορίσουν στα δικά τους μέτρα. Δεν ζητείται πλέον προσωπικό ύφος, δεν δίνεται σημασία στο χάρισμα· μόνον τεχνική που θα εξυπηρετήσει το όραμα των άλλων. Επίσης έχουμε όλο και λιγότερους σημαντικούς μαέστρους που θα σου δώσουν να καταλάβεις τη μουσική, και μετά θα σου προσφέρουν την ελευθερία να εκφράσεις την κάθε λέξη. Ο τρόπος πρέπει να είναι έλεγχος χωρίς έλεγχο. Μερικές φορές ένας ιδιοφυής μαέστρος είναι δικτάτορας. Αλλά το δέχομαι, αν μπορεί να μου μάθει κάτι.
 
– Ωστόσο ζείτε το όνειρό σας: μια επιτυχημένη σοπράνο στις διεθνείς σκηνές.

– Ποτέ δεν ήταν δικό μου όνειρο να τραγουδήσω όπερα. Ηταν το όνειρο της μαμάς μου, και τότε ένα μεγάλο δράμα για μένα. Εγώ ήμουν μια 16χρονη έφηβη που τραγουδούσα ποπ, ροκ και Τίνα Τέρνερ. Μια μέρα σε έναν διαγωνισμό μόντελινγκ, μας ζήτησαν να παρουσιάσουμε κάτι προσωπικό και εγώ έδωσα παράσταση με ένα τραγούδι που είχα γράψει στίχους και μουσική. Δεν έγινα μοντέλο, αλλά η μητέρα μου αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνω τραγουδίστρια της όπερας. Θυμάμαι μέχρι σήμερα σαν εφιάλτη εκείνα τα μαθήματα στη μουσική ακαδημία της Ρίγα, όπου πήγαινα κάθε Τρίτη με το λεωφορείο από την πόλη μου, τέσσερις ώρες δρόμο.
Επειτα από μερικούς μήνες δεν άντεξα άλλο και τα παράτησα. Ομως τρία χρόνια αργότερα η μαμά μου αρρώστησε και θέλησα να της δώσω χαρά. Γι’ αυτό άρχισα πάλι μαθήματα, και σιγά σιγά έφτιαξε και η φωνή μου. Ομως λάτρης της όπερας έγινα μόνον αφού άρχισα να μελετώ. Και σοπράνο θέλησα να γίνω από τη στιγμή που άκουσα τη Μαρία Κάλλας να τραγουδά, από μια αρχαία δισκέτα που μου έδωσε η δασκάλα της φωνητικής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή