Mεγάλη πολιτικός, μα δεν ήξερε να ακούει

Mεγάλη πολιτικός, μα δεν ήξερε να ακούει

Ο σερ Ντέιβιντ Κάναντιν θυμάται

7' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 21 Νοεμβρίου του 1989, οι Βρετανοί πολίτες μπόρεσαν για πρώτη φορά να παρακολουθήσουν από τους τηλεοπτικούς δέκτες τους κοινοβουλευτικές συζητήσεις και συνελεύσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων.

Μολονότι το ενδεχόμενο να δοθεί η σχετική άδεια είχε συζητηθεί από το 1964, η ζωντανή αναμετάδοση κατέστη εφικτή μόλις την ίδια περίοδο που έπεφτε και το Τείχος του Βερολίνου. Τι σήμαινε αυτό; Μεταξύ των άλλων, ότι θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν ζωντανά την τότε Βρετανή πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ να αγορεύει, να απαντά σε επερωτήσεις, να ηγείται, με απίστευτη μαχητικότητα και πάθος στις λεκτικές αψιμαχίες εντός του θορυβώδους βρετανικού Κοινοβουλίου. 

Mεγάλη πολιτικός, μα δεν ήξερε να ακούει-1Το θέαμα ήταν μοναδικό. Ο γράφων είχε την ευκαιρία ως 19χρονος πρωτοετής φοιτητής σε εργατούπολη της βορειοανατολικής Αγγλίας να θαυμάσει τη «Σιδηρά Κυρία» επί το έργον. Ή και να τρομάξει από αυτή, ειδικά όταν στρίμωχνε στον τοίχο τον μαχητικό Νιλ Κίνοκ, αρχηγό τότε των Εργατικών. Οσο μαχητικός κι αν ήταν ο Κίνοκ όμως, η «Μάγκι» βρισκόταν πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά από εκείνον. Οπως βρισκόταν ένα βήμα μπροστά και από τους μεγαλόσχημους υπουργούς της, που την αμφισβητούσαν: τον Μάικλ Χάιζελταϊν, ή τον Ντάγκλας Χερντ. Εναν ακριβώς χρόνο μετά την ιστορική 21η Νοεμβρίου του 1989, στις 22 Νοεμβρίου του 1990, οι δύο αυτοί άνδρες αμφισβήτησαν μια και καλή τη θατσερική ηγεσία: η Θάτσερ παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και την αρχηγία των Συντηρητικών έπειτα από έντεκα συναπτά έτη που άλλαξαν την ιστορία της Βρετανίας.

Βέβαια, ουδείς εκ των δύο ανδρών τη διαδέχθηκε – ήταν ο υπουργός των Οικονομικών Τζον Μέιτζορ που ανέλαβε, εντέλει, τα ηνία. 

Οι τηλεοπτικοί σχολιαστές της βρετανικής τηλεόρασης τόνιζαν με όλους τους τρόπους την ιστορική στιγμή: «Τσιμπιέμαι για να πειστώ ότι είναι αλήθεια», έλεγαν. Από τους πολίτες, πολλοί λυπήθηκαν, πολλοί όμως αναστέναξαν με ανακούφιση. Λίγους μήνες νωρίτερα, η χώρα είχε αναστατωθεί πολύ από την απόφασή της να επιβάλει τον περίφημο «κεφαλικό φόρο» (Poll Tax). Το Λονδίνο κάηκε – αυτός ο φόρος όμως επέφερε και την τελική πτώση της ξεροκέφαλης Θάτσερ, καθώς υπήρξε ισχυρή αντιπολίτευση και από τους υπουργούς της, κυρίως τον Χάιζελταϊν. Επί πρωθυπουργίας Τζον Μέιτζορ, το 1991, ο κεφαλικός φόρος καταργήθηκε. 

‘Ετσι, λοιπόν, η «Σιδηρά Κυρία» αγαπήθηκε αλλά μισήθηκε κιόλας. Ζώντας τηλεοπτικά την πολιτική πτώση της το 1990 ως φοιτητής στη Βρετανία, ο γράφων θυμήθηκε το τελευταίο άλμπουμ των Pink Floyd, το «The Final Cut» (1983) – που στην ουσία ήταν όλο έργο του Ρότζερ Γουότερς: «Ω, Μάγκι, Μάγκι τι κάναμε… στην Αγγλία;», κραυγάζει απελπισμένα στο «The Post War Dream», ένα από τα κορυφαία κομμάτια του άλμπουμ, το οποίο ήταν και μια απελπισμένη διαμαρτυρία κατά του πολέμου των Φόκλαντ. Κι όμως, ήταν εκείνος ο πόλεμος που κατέστησε τη Θάτσερ απίστευτα δημοφιλή, το 1982, έπειτα από τα τρία πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας της, που δεν είχαν πάει καθόλου καλά (αυτή την πτυχή αποτυπώνει μάλλον πιστά η τηλεοπτική σειρά «The Crown»).

Για όλα αυτά, και πολλά ακόμη, μιλάει στο βιβλίο του «Μάργκαρετ Θάτσερ. Η ζωή και η κληρονομιά της» ο σερ Ντέιβιντ Κάναντιν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση του Γιάννη Βογιατζή. Θεωρείται η εγκυρότερη βιογραφία της «Σιδηράς» πρωθυπουργού από έναν άνθρωπο που τη γνώρισε. Το βιβλίο περιλαμβάνει χρονολόγιο και σύντομες περιγραφές για όλα τα σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής και η ελληνική έκδοση έχει εμπλουτιστεί με επίμετρο της συγγραφέως Σώτης Τριανταφύλλου.

Το ξεκίνημά της

Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η πρώτη φάση της ζωής της Θάτσερ. Οπως γράφει ο Κάναντιν, «όταν αποφοίτησε από την Οξφόρδη, το καλοκαίρι του 1947, η Μάργκαρετ (Ρόμπερτς ακόμα τότε) ήταν πολύ διαφορετική από την αγχωμένη και μοναχική φιγούρα που είχε φτάσει στο Σόμερβιλ τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Ποτέ δεν θα κατόρθωνε να ξεπεράσει τελείως την ανασφάλεια που της προκαλούσε η ταπεινή καταγωγή της, ωστόσο ήταν ήδη αποφασισμένη να ακολουθήσει πολιτική καριέρα, τρέφοντας τις συνηθισμένες συντηρητικές απόψεις: θαύμαζε έντονα τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, πίστευε ακλόνητα στο μεγαλείο της Βρετανίας και της αυτοκρατορίας της, υποστήριζε τις ιδέες του Τζον Μέιναρντ Κέινς και του Γουίλιαμ Μπέβεριτζ σε ζητήματα απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης». 

Η Θάτσερ υποστήριζε τον Κέινς και το κράτος πρόνοιας; Είναι δυνατόν; Οπως θα δείτε παρακάτω, από τη συζήτηση που είχαμε με τον βιογράφο της, δεν ήταν άνθρωπος χωρίς αντιφάσεις – ακόμα και η αποφασιστική Θάτσερ, πόσο μάλλον όταν ήταν το πρόσωπο που είπε την περίφημη φράση «αυτό που αποκαλούν κοινωνία, δεν υπάρχει». Οταν ζητήσαμε από τον Κάναντιν να σχολιάσει, μας είπε: «Ηταν μια φράση που χρησιμοποιήθηκε πολύ εναντίον της ως επιχείρημα για το πόσο τρομακτική ήταν. Η θέση της, πάντως, ήταν πως η ατομική συμπεριφορά είχε και αυτή ένα βάρος, τη δική της σημασία».

Mεγάλη πολιτικός, μα δεν ήξερε να ακούει-2
Φωτ. SHUTTERSTOCK

«Επιδίωκε τη σύγκρουση και δεν υπολόγιζε το πολιτικό κόστος»

– Η Μάργκαρετ Θάτσερ προερχόταν από ένα μάλλον ταπεινό κοινωνικό περιβάλλον. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της και της οικογένειάς της περιγράφονται πολύ γλαφυρά στο βιβλίο. Αυτό επηρέαζε με κάποιον τρόπο τις επιλογές και τις πράξεις της και αν ναι, πώς; Μήπως η επιθετικότητά της ήταν αποτέλεσμα και ενός συνδρόμου κατωτερότητας;

– Είχε πάντοτε συναίσθηση της κοινωνικής της προέλευσης, ότι ήταν σχετικά ταπεινής καταγωγής, και ενώ από μια σκοπιά υπερηφανευόταν γι’ αυτή, και τη χρησιμοποίησε ως δικό της πολιτικό πλεονέκτημα, υπήρχε επίσης και ένα μεγάλο μέρος στη συμπεριφορά της που φαινόταν πως ήταν κοινωνικά ανασφαλής.
 
– Ξαφνιάστηκα όταν διάβασα στο βιβλίο σας πως, αρχικά, ήταν υπέρ του κράτους πρόνοιας, δεδομένου ότι είναι έντονα ταυτισμένη με τη νεοφιλελεύθερη οπτική: λιγότερο κράτος, περισσότερη ελεύθερη αγορά. Μετατοπίστηκε καθώς ωρίμαζε 
πολιτικά;

– Επιθυμούσε διακαώς να προωθήσει τις αρχές και τις αξίες της ατομικότητας, της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας του πολίτη. Στην πράξη, όμως, έκανε πολύ λίγα πράγματα προκειμένου να οδηγήσει στη διάλυση του κράτους πρόνοιας, ειδικά σε ό,τι αφορά το εθνικό σύστημα υγείας.
 
– Είναι προφανές πως δεν φοβόταν τις συγκρούσεις. Αλήθεια, πώς προέκυψε η προσωνυμία «Σιδηρά Κυρία»;

– Επικρατεί η έντονη αίσθηση πως είχε πάντοτε ανάγκη από εχθρούς, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Οι Ρώσοι πρώτοι την αποκάλεσαν «Σιδηρά Κυρία», το γεγονός όμως που θεμελίωσε αυτή την προσωνυμία ήταν ο πόλεμος των Φόκλαντ.
 
– Οταν απαγόρευσε τη συμμετοχή όλων των αγγλικών ποδοσφαιρικών συλλόγων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αυτή ήταν μία όντως πολύ τολμηρή πολιτική απόφαση σε μια χώρα με την ποδοσφαιρική παράδοση της Αγγλίας; Φαίνεται πως δεν υπολόγιζε το πολιτικό κόστος, σωστά;

– Ναι, νομίζω πως έχετε δίκιο. Δεν το υπολόγιζε καθόλου.
 
– Θα μπορούσε κάποιος να μαντέψει τι θα έλεγε σήμερα η Θάτσερ αναφορικά με το Brexit; Η ίδια είχε αισθανθεί την ανάγκη να κάνει πάλι μεγάλη τη Βρετανία, αλλά η εικόνα τής χώρας σήμερα απέχει πολύ από αυτό το όραμα – αν συνυπολογίσουμε και ότι μπορεί η Σκωτία να γίνει ανεξάρτητη. Συνεπώς, θα είχε απογοητευθεί με αυτή την εξέλιξη; 

– Ως πρωθυπουργός ήταν υπέρ της κοινής αγοράς και γι’ αυτό διαπραγματεύθηκε την κατασκευή του τούνελ της Μάγχης με τον Μιτεράν. Σίγουρα, στα όψιμα χρόνια της έγινε πιο ευρω-σκεπτικίστρια, οι οπαδοί του Brexit μάλιστα τη θεωρούν προστάτιδα αγία τους. Φυσικά, το βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε την άποψή της επ’ αυτού, πιστεύω όμως ότι θα την ανησυχούσε πολύ η ανάδυση της Ρωσίας ως μιας δύναμης επίβουλης και ότι θα πίεζε την υπόλοιπη Ευρώπη να παραμείνει ενωμένη απέναντι σε μια τέτοια απειλή.
 
– Πολλοί σχολιαστές ισχυρίζονται πως ήταν η πρωθυπουργία της Θάτσερ και η προεδρία του Ρέιγκαν που οδήγησαν τον δυτικό κόσμο σε έναν ανεξέλεγκτο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος με τη σειρά του οδήγησε στην απληστία των λεγόμενων αγορών και στην κατάρρευση που ζούμε από το 2008 κι έπειτα. Εχει επίσης ασκηθεί κριτική στη Θάτσερ ότι μετέτρεψε τα βρετανικά πανεπιστήμια από θεσμούς παιδείας σε ψυχρές επιχειρήσεις και ότι, γενικώς, θεμελίωσε τη νοοτροπία της ελεύθερης και πέραν κάθε ρύθμισης αγοράς. Πιστεύετε ότι αυτά τα επιχειρήματα στέκουν; 

– Ισχύουν ώς ένα βαθμό. Πράγματι, μία από τις αντιφάσεις που απέκρυψε με μεγάλη επιτυχία ήταν η εξής: τελικώς, η ίδια υπήρξε θιασώτης μιας παγκόσμιας τάξης της άνευ φραγμών διεθνούς ελεύθερης αγοράς ή ήταν μια αφοσιωμένη Βρετανή πατριώτισσα;  
 
– Υπήρξε αντικομμουνίστρια και υπέρμαχος της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ωστόσο, υπερασπίστηκε και μερικούς από τους αγριότερους δικτάτορες, όπως τον Πινοσέτ, ενώ δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρη και απέναντι στο καθεστώς του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ηταν λοιπόν τόσο ξεροκέφαλη;

– Ηταν φανατική αντικομμουνίστρια και πρόθυμη να υποστηρίξει τους δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής οι οποίοι συμμερίζονταν αυτόν τον φανατισμό της. Επίσης, παρεξήγησε τον Μαντέλα, για τον οποίο πίστευε πως ήταν κομμουνιστής, κάτι που δεν ίσχυε καθόλου.
 
– Η ίδια πίστευε ότι συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάρρευση του κομμουνισμού;

– Οπωσδήποτε ήταν η πρώτη εκ των ηγετών της Δύσης που αντιλήφθηκε πως στον Γκορμπατσόφ υπήρχε μια τέτοια δυναμική και προοπτική και γι’ αυτόν τον λόγο τυγχάνει σήμερα μεγάλου θαυμασμού στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης ως υπέρμαχος της ελευθερίας και της ανοιχτής αγοράς.

Mεγάλη πολιτικός, μα δεν ήξερε να ακούει-3
Ο ακαδημαϊκός και ιστορικός Ντέιβιντ Κάναντιντ εξιστορεί την προσωπική ιστορία και την πολιτική σταδιοδρομία μιας άφοβης γυναίκας, που κατάφερε να αναδυθεί, να αντισταθεί και να λάμψει μέσα σε ένα συντηρητικό κονκλάβιο ανδρών παλαιάς κοπής.

«Η μόνη τρελή αγελάδα»…

– Οταν ξέσπασε ο ιός των «τρελών αγελάδων» θυμάμαι Βρετανούς να αστειεύονται ότι «η μόνη τρελή αγελάδα που ήξεραν ήταν η Θάτσερ». Φαίνεται πως ο κόσμος στη Βρετανία την έβλεπε με δέος και θαυμασμό, αλλά την ίδια στιγμή τη μισούσαν. Για εσάς, ποιο ήταν το χαρακτηριστικό της για το οποίο τη θαυμάζατε ή την απεχθανόσασταν περισσότερο; 

– Σε καμία περίπτωση δεν την απεχθανόμουν. Πάντως, όποια άποψη και αν έχει κάποιος για εκείνη, το βέβαιο είναι ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε μείζων πολιτική φιγούρα του εικοστού αιώνα. Το θάρρος της πιστεύω πως ήταν απαράμιλλο και σπάνιο. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, πίστευε πως όσοι διαφωνούσαν μαζί της ήταν είτε διαβολικοί άνθρωποι είτε ανόητοι και συχνά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήξερε να ακούει τον άλλο απέναντί της.
 
– Ποια πιστεύετε ότι την υποδύθηκε καλύτερα, η Μέριλ Στριπ ή η Τζίλιαν Αντερσον; 

– Η Μέριλ Στριπ!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή