Ο φωτογράφος είναι σαν χορογράφος

Ο φωτογράφος είναι σαν χορογράφος

Ρηξικέλευθος και επιδραστικός στην πλούσια διαδρομή του, ο Σπύρος Στάβερης μιλάει στην «Κ» για το νέο του βιβλίο

7' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Πρέπει να είσαι πολύ κινητικός. Δεν πρέπει να βάζεις το τρίποδο σε ένα μέρος και τον άνθρωπο απέναντί σου και να πεις “αυτό είναι”. Πρέπει να δοκιμάσεις πράγματα, να τον κάνεις και εσύ να κινείται. Είσαι λίγο σα χορογράφος», αποκρίνεται ο Σπύρος Στάβερης όταν τον ρωτώ αν μια φωτογράφιση είναι λίγο σαν χορογραφία. Hθελα να τον ρωτήσω κάτι τέτοιο αφότου διάβασα το βιβλίο του «Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία» (Εκδόσεις Πόλις): σε κάποιο σημείο περιγράφει τη φωτογράφιση που έκανε με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο και την παρομοιάζει με χορογραφία.

Ο φωτογράφος είναι σαν χορογράφος-1Αυτό το βιβλίο ήταν εξάλλου και η αφορμή για τη συνάντησή μας. Κυκλοφόρησε τις ημέρες της καραντίνας και περιλαμβάνει κυρίως φωτογραφίες που ο Στάβερης έκανε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι και πριν από την ενασχόλησή του με τον ελληνικό και ξένο περιοδικό Τύπο. Ηταν μια μεταβατική εποχή για τον ίδιο, ο οποίος αναζητούσε ακόμη ταυτότητα και κατεύθυνση.

Οι εικόνες της έκδοσης συνοδεύονται από σημειώσεις που ο ίδιος κρατούσε υπό μορφή ημερολογίου εκείνη την εποχή, και που σκιαγραφούν, όπως λέει, ένα «πιο αυθεντικό» πορτρέτο του ίδιου του Σπύρου Στάβερη.

Ακολουθώντας μια ετερόκλητη φωτογραφική διαδρομή ανάμεσα στο λούμπεν περιθώριο αλλά και το lifestyle της κοσμικής Αθήνας, ο Στάβερης καθιερώθηκε στη συνέχεια κάνοντας πορτρέτα «μη κανονικών», αλλά και χρυσοσκονισμένων σελέμπριτι. 

Αντλώντας από μια πυκνή εμπειρία που καλύπτει περίπου τρεις δεκαετίες, ο Στάβερης μίλησε στην «Κ» για την έμπνευση και τα κίνητρά του πίσω από το βιβλίο, τη λειτουργία και τις διεργασίες του ως επαγγελματίας φωτογράφος, καθώς και για την κουλτούρα της εικόνας σήμερα.
 
– Το βιβλίο κυκλοφόρησε μέσα στην πανδημία, που σημαίνει ότι δεν ήσουν στατικός αυτή την περίοδο.

– Καλλιτεχνικά έχω εδώ και καιρό καταθέσει τα όπλα στη φωτογραφία. Δηλαδή, ένιωσα ότι δεν είχα πια κάτι πολύ καινούργιο να εκφράσω και δεν ήθελα να αντιγράφω τον εαυτό μου. Μου είναι τώρα αφάνταστα δύσκολο να μου πεις, «πήγαινε να κάνεις ένα πορτρέτο». Θα το έκανα πραγματικά σαν αγγαρεία. Από ένα σημείο και μετά χρησιμοποίησα το κινητό για να φωτογραφίζω τις βόλτες μου, ό,τι φωτογραφίζει όλος ο κόσμος. 
 
– Θα υπέθετε κανείς πως ένας ώριμος και καταξιωμένος φωτογράφος θα απαξίωνε την τάση αυτή. Το κάνεις επειδή το κάνουν όλοι, για να δεις πώς είναι, ή το βρίσκεις κάπως απελευθερωτικό;

– Ακριβώς αυτό. Ηθελα να δοκιμάσω ένα νέο μέσο που έβλεπα ότι είχε τη θέση του πλέον στο σύγχρονο ρεπορτάζ. Και ήθελα να νιώσω αυτή την ελευθερία που σου δίνει το κινητό. Να τραβήξεις οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, αυτό που σου τραβάει την προσοχή. 
 
– Δεν σε ενοχλεί ο πληθωρισμός των εικόνων, ο άμεσος, μαζικός διαμοιρασμός, η αυτοαναφορικότητα των σέλφι; Πολλοί ισχυρίζονται πως η φωτογραφία ευτελίζεται μέσα από αυτή τη διαδικασία.

– Οχι, εγώ δεν το βλέπω έτσι. Το ότι εκδημοκρατίζεται με αυτό τον τρόπο μου φαίνεται πολύ θετικό. Mαθαίνει ο κόσμος να εξασκεί το βλέμμα του. Το βλέπω και με μια τρυφερότητα, ιδιαίτερα στα νέα παιδιά που βγάζουν τις σέλφι. Δεν έχω καμία ελιτίστικη συμπεριφορά απέναντι σε αυτό το φαινόμενο. 
 
– Τι σημαίνει ο τίτλος του βιβλιου; Είναι δηκτικός αλλά και παράδοξος, δεδομένου πως οι εικόνες πλαισιώνονται από σημειώσεις και κείμενα.

– Ολο το βιβλίο ήταν ουρανοκατέβατο. Ηρθε λίγο απροσδόκητα και ασυναίσθητα. Και ο τίτλος μου αποτυπώθηκε ξέχωρα από το βιβλίο. Μου φάνηκε ότι θα ταίριαζε, καθώς σε βάζει στη διαδικασία του παράδοξου, να περιμένεις να δεις τι μπορεί να σημαίνει όλο αυτό, μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου. 
 
– Υπήρχε κάποιος σκοπός σε όλο αυτό;

– Αυτό που ήθελα να βγει, και που βγαίνει τελικά, είναι το πορτρέτο του φωτογράφου μέσα από τις φωτογραφίες και τα κείμενα που τις συνοδεύουν. Ο αναγνώστης βλέπει κάποιον τον οποίο δεν ήξερε. Γιατί πολλοί, ειδικά στην αρχή, με περνούσαν για φρικιό, άλλοι νόμιζαν ότι είμαι ο σούπερ διανοούμενος –που δεν είμαι φυσικά–, δηλαδή έχουν μια λαθεμένη εικόνα για μένα. Νομίζω μέσα από αυτό το βιβλίο βγαίνει ένα πορτρέτο κάπως πιο αυθεντικό. 

Ο φωτογράφος είναι σαν χορογράφος-2
Η «χορογραφία» με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, όπως αποκαλεί τη συγκεκριμένη φωτογράφιση ο Σπύρος Στάβερης. 

 – Με ποια κριτήρια έστησες το βιβλίο; 

– Πρόσεξα κάποια στιγμή ότι υπήρχαν κείμενα που ταίριαζαν με συγκεκριμένες φωτογραφίες. Οπότε ξεκίνησα να τα μαζεύω αυτά και να διαμορφώνω έτσι το σώμα ενός υποτιθέμενου βιβλίου. Η σειρά είναι τυχαία. Προσπάθησα να υπάρχει μια διαδοχή, μια εναλλαγή, ίσως και ένας ρυθμός. Και είναι όλες ασπρόμαυρες γιατί αναφέρονται σε μια εποχή που όντως τραβούσα με ασπρόμαυρα φιλμ, προτού μπω στο έγχρωμο που απαιτούσαν τα περιοδικά. 
 
– Θα μπορούσαν οι φωτογραφίες αυτές να σταθούν μόνες τους, χωρίς λέξεις;

– Νομίζω ότι πολλές φωτογραφίες από αυτό το βιβλίο θα μπορούσαν να σταθούν μόνες τους, ή και δίπλα σε άλλες. Γιατί μια φωτογραφία παίρνει δύναμη και από τη διπλανή της. 
 
– Τα κείμενα βασίζονται σε σημειώσεις που κρατούσες όταν επέστρεφες σπίτι;

– Ακριβώς. Ηταν μια περίοδος που αισθανόμουν πολύ ελεύθερος γιατί ήταν πολύ ανέμελη. Και συνήθιζα το βράδυ να κρατάω κάτι σαν ημερολόγιο της ημέρας που περιέγραφε τις συναντήσεις μου. Είναι κάτι που κράτησε μόνο εκείνη τη δεκαετία χονδρικά. Γιατί αργότερα, με την εμπλοκή μου στα περιοδικά, η φωτογραφία απέκτησε μια άλλη ένταση που δεν μου επέτρεπε πια το βράδυ να κάθομαι και να σημειώνω. Και αυτό είναι πολύ κρίμα, γιατί αργότερα συνάντησα πρόσωπα πολύ ενδιαφέροντα και θα ήταν πολύ χρήσιμο να έχω τις σημειώσεις από τις συναντήσεις αυτές για τις οποίες τώρα δεν θυμάμαι πια τίποτα. 
 
– Είναι υλικό μιας, ας πούμε, μεταβατικής εποχής;

– Ναι, ήταν μια περίοδος που δεν το είχα καθόλου στο μυαλό μου να γίνω φωτογράφος. Απλώς φωτογράφιζα, έτσι για την ευχαρίστηση. Εκανα δουλειές του ποδαριού κι έβγαινα από μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης μετά το Μάη του ’68. Σε εκείνο το σημείο, όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς μου, βρέθηκα λίγο μετέωρος. Αν και στην Ελλάδα τότε, το ’80, υπήρχαν ευκαιρίες για να ανακατευτείς λίγο με τα πράγματα και να συνεχίσεις μια πολιτική δράση, αλλά το γενικό πλαίσιο ήταν κάπως αποκαρδιωτικό. Και μέσα σε αυτή τη συνθήκη ανακάλυπτα την πόλη, ανακάλυπτα την Αθήνα. 

Ο φωτογράφος είναι σαν χορογράφος-3
 «Το περιπλανωμενο τσολιαδάκι».

– Αργότερα ως φωτογράφος κινήθηκες στο περιθώριο αλλά και στα λαμπερά πάρτι των σελέμπριτι. Πού ένιωθες περισσότερο άνετα; 

– Ανετα αισθανόμουν σε όλους τους χώρους. Είτε με πήγαινες σε ένα κλαμπ, είτε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με ένα τραβεστί και το αγόρι της, είτε στα κοσμικά που έκανα τότε. Αν έχεις την περιέργεια για τα πράγματα, για τα κοινωνικά φαινόμενα, για τις διάφορες κατηγορίες των ανθρώπων, νομίζω αυτή η περιέργεια σε κάνει να τα βλέπεις όλα, όχι αποστασιοποιημένα αναγκαστικά –γιατί μπορεί να έχεις τα δικά σου συναισθήματα απέναντι σε αυτά που βλέπεις– αλλά σου επιτρέπει να κινείσαι εύκολα παντού. Αν φαίνεται κάτι, νομίζω είναι περισσότερο μια τρυφερότητα προς τους καταφρονεμένους παρά τους κοσμικούς.
 
– Αναφέρεσαι στην περιέργεια ως κινητήριο δύναμη. Μπορεί η φωτογραφική διαδικασία να αλλάξει τον χαρακτήρα του φωτογράφου; Να του δώσει μεγαλύτερο θράσος; 

– Το θράσος σού το δίνει αρχικά η μηχανή. Αλλά απέκτησα έναν άλλο εαυτό μέσα από συνεργασίες και γνωριμίες κυρίως που με βοήθησαν να βρω αυτό τον εαυτό. Και μιλάω για την περίοδο του «01» με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, που ήταν πολύ καίρια. Μέχρι τότε έκανα κλασικό φωτογραφικό ρεπορτάζ στυλ Magnum. Και από ένα σημείο και πέρα νομίζω βγήκε και κάτι άλλο που κι εγώ ο ίδιος ανακάλυπτα. Αρχισα να φωτογραφίζω αλλιώς. Πιο ελεύθερα, πιο δυναμικά, με έναν ίσως πιο αστείο τρόπο.

Η φθηνή γιαπωνέζικη μηχανή και το πανηγύρι ματαιότητας

– Οταν ξεκίνησες με τα κοσμικά έκανες κάτι που ο κόσμος δεν είχε συνηθίσει. Πώς έπεισες για αυτό; 

– Δεν χρειάστηκε να πείσω κανένα. Ο Τσαγκαρουσιάνος είχε εκείνη την εποχή αναλάβει το «Symbol» και επειδή ήταν η μεγάλη έξαρση με τις εκδηλώσεις και το Χρηματιστήριο και τα λοιπά, μου πρότεινε να κάνουμε και εμείς κάτι με τα κοσμικά, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Περνώντας από ένα μαγαζί με φωτογραφικά, είδα μια 6×6 (σ.σ. φωτογραφική μηχανή μεσαίου φορμά) και σκέφτηκα πως θα μου επέτρεπε να πάω κάπου αλλού. Ηταν μια φθηνή γιαπωνέζικη, και ξεκίνησα με αυτή να κάνω τις φωτογραφίες στα κοσμικά. Και πραγματικά με πήγε αλλού. Ακόμα και το μέσο μπορεί να σε πάει σε μια άλλη κατεύθυνση. Και βέβαια δεν κάναμε τις φωτογραφίες που έκαναν όλοι οι κοσμικοί φωτογράφοι, με τα κάθετα πορτρέτα και τις τουαλέτες. 

Ο φωτογράφος είναι σαν χορογράφος-4
Η Μάντα εισπράττει ένα «Απαγορευμένο φιλί στην Ελλάδα της Χούντας», μία από τις ιστορίες του βιβλίου.

– Υπήρχε κάτι στις τότε φόρμες που ήθελες να σπάσεις;

– Οχι, απλώς ήθελα να το κάνω με ένα τρόπο ρεπορταζιακό. Και με ένα τρόπο λίγο αστείο. Ολο αυτό δεν είναι λίγο σαν πανηγύρι ματαιότητας; Οπότε έπρεπε και εγώ να το δείξω κάπως έτσι.
 
– Πώς πιάνεις αυτή την ατμόσφαιρα; Θέλει διάβασμα; Θέλει ρεπεράζ; Θέλει να το βιώσεις;

– Στα πορτρέτα δεν έχεις μεγάλη πολυτέλεια, ιδίως στην Ελλάδα. Σε στέλνουν κάπου, πρέπει μέσα σε τρία λεπτά να έχεις κάνει τη φωτογραφία. Πρέπει να είσαι σε μεγάλη εγρήγορση. Επισκέπτεσαι ένα σπίτι και αμέσως πρέπει να σκανάρεις όλες τις γωνιές, όλες τις δυνατότητες που σου προσφέρει, για να τοποθετήσεις τον άνθρωπο εκεί που θα δώσει τη μεγαλύτερη πληροφορία. Αυτό προσπαθούσα πάντα στα πορτρέτα και σου το επιτρέπει το 6×6. Δεν έκανα ποτέ γκρο πλαν. Εκανα πάντα ένα πρόσωπο μέσα στο δικό του περιβάλλον. Οσο για τα διαβάσματα, αυτά συσσωρεύονται μέσα σου χωρίς να το καταλαβαίνεις. Μαζί και αυτά που βλέπεις. 
 
– Είναι τελικά κατασκευή η φωτογραφία για σένα ή στιγμή;

– Και τα δύο δεν είναι; Φαντάζομαι και τα δύο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή