Οταν ο Πάτρικ Ράντεν Κιφ άρχισε να δουλεύει τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του το 2014 και να γράφει για διαδηλώσεις, δακρυγόνα και αστυνομική βία, περιέγραφε μια ατμόσφαιρα ξένη για τον ίδιο και έτσι του ήταν δύσκολο έστω και να φανταστεί πώς ήταν η καθημερινότητα στο Μπέλφαστ τη δεκαετία του ’70. «Μέχρι να τελειώσω το βιβλίο, το 2019, αυτά τα πράγματα γίνονταν στους δρόμους των ΗΠΑ», μου λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής μας γραμμής.
Ευτυχώς, βέβαια, όχι με την ίδια ένταση και διάρκεια, όπως στη Βόρεια Ιρλανδία κατά τη διάρκεια των «Ταραχών» (Troubles) που σημάδεψαν τη χώρα για τρεις δεκαετίες. Μέχρι την ανακωχή του 1998, οι συγκρούσεις άφησαν πίσω τους 3.500 θύματα, τα μισά από τα οποία ήταν πολίτες. Στο βιβλίο «Μην πεις λέξη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο δημοσιογράφος του περιοδικού New Yorker και συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της Τζιν Μακόνβιλ, ενός από τα χιλιάδες θύματα αυτού του ιδιόμορφου εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Τον Δεκέμβριο του 1972, κάποιοι μασκοφόροι μπαίνουν στο σπίτι της Μακόνβιλ και την απάγουν μπροστά στα μάτια των έντρομων δέκα παιδιών της. Ολοι στο Μπέλφαστ γνωρίζουν ότι από πίσω βρίσκεται ο IRA, αλλά κανείς δεν μιλάει. Τα παιδιά της Μακόνβιλ δεν είδαν ξανά τη μητέρα τους και κάποια από αυτά, όπως λέει ο Κιφ, περίμεναν την επιστροφή της για πολλά χρόνια αργότερα. «Αυτό είναι το τρομερό όταν εξαφανίζεται κάποιος. Η οικογένεια δεν μπορεί πραγματικά να θρηνήσει, επειδή δεν ξέρουν με σιγουριά εάν το άτομο πέθανε», μας λέει. Το 2003 γράφτηκε ο θλιβερός επίλογος της απαγωγής, η οποία μετατράπηκε σε μια ιστορία φόνου. Σε μια παραλία, ανακαλύφθηκαν ανθρώπινα οστά τυλιγμένα με ένα φόρεμα, πάνω στο οποίο ήταν καρφιτσωμένη μια μπλε παραμάνα. Από αυτό το μικρό στοιχείο κατάλαβαν τα παιδιά ότι επρόκειτο για τη μητέρα τους. Ποιος σκότωσε την Τζιν Μακόνβιλ;
Ομερτά
Το ενδιαφέρον του Κιφ για την υπόθεση δημιουργήθηκε όταν το 2013 διάβασε τη νεκρολογία της Ντολούρς Πράις, που υπήρξε μέλος του IRA και φυλακίστηκε για την τοποθέτηση βομβών στο Λονδίνο το 1972. Σκαλίζοντας το παρελθόν, διαπίστωσε ότι οι ζωές των δύο γυναικών συνδέονταν με έναν μοιραίο δεσμό και αποφάσισε να γράψει την ιστορία τους σε ένα βιβλίο εξαντλητικής έρευνας, που καθηλώνει τον αναγνώστη με την αφήγησή του. Και μπορεί τα γεγονότα της Ιρλανδίας να μας φαίνονται κάπως μακρινά, αλλά ένα χαρακτηριστικό που άφησε ο ανταρτοπόλεμος στην ιρλανδική κοινωνία μάς είναι αρκετά γνώριμο: η σιωπή και το τραύμα.
«Με ενδιέφερε ο τρόπος με τον οποίο το παρελθόν επηρεάζει το παρόν, ο τρόπος που μετά το τέλος μιας σύγκρουσης το τραύμα και τα μυστικά επισκιάζουν το σήμερα», σημειώνει, και γι’ αυτό η προσέγγισή του στα γεγονότα απέχει από την ακαδημαϊκή περιγραφή. Χρειάστηκε πάντως να κάνει πολλά ταξίδια στη Βόρεια Ιρλανδία μέχρι να σπάσει την ομερτά που ακόμη τηρείται για τις «Ταραχές». «Είναι αστείο, επειδή ο τίτλος του βιβλίου είναι “Μην πεις λέξη” και για πολύ καιρό κανείς δεν μου έλεγε κάτι. Εκανα επτά ταξίδια σε τέσσερα χρόνια μέχρι κάποιοι να ανοιχτούν. Αλλοι όπως ο Τζέρι Ανταμς (σ.σ. πολιτικός και για πολλούς ηγετικό στέλεχος του IRA, που όμως δεν το παραδέχτηκε ποτέ) δεν μου μίλησαν. Μου έκανε εντύπωση αυτός ο κώδικας σιωπής και τι μπορεί να κάνει σε μια κοινωνία και στον τρόπο που γράφεται η Ιστορία. Ηθελα να βρω την αλήθεια και να μιλήσω για ιστορίες που δεν είχαν ειπωθεί ποτέ προηγουμένως», υπογραμμίζει ο Κιφ.
Η δυσκολία στην αναζήτηση της αλήθειας είναι επίσης ένα άλλο κοινό στοιχείο των «Ταραχών» και της σύγχρονης Αμερικής, μας λέει ο συγγραφέας (αλλά και της εποχής μας, θα προσθέταμε εμείς). «Ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια», επισημαίνει, «και γίνεται πολύ δύσκολο να έχεις μια συζήτηση όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο τι συνέβη, π.χ., πριν από μία εβδομάδα. Νομίζω πως αυτή είναι μια δηλητηριώδης κατάσταση. Δεν θέλω να υπερτονίσω τους παραλληλισμούς, αλλά ελπίζω ότι το βιβλίο είναι μια προειδοποιητική ιστορία».
Στη συζήτησή μας με τον συγγραφέα θίξαμε και άλλα ζητήματα που συνδέονται με τη διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης των ανθρώπων και τη μετάβαση από την ειρηνική διαμαρτυρία που υιοθέτησε αρχικά η Πράις μέχρι τον εναγκαλισμό της βίας και το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος για μια πολιτική ιδέα. Αυτό που αρκετοί παρεξηγούν, μου είπε ο Κιφ, είναι η θεώρηση ότι οι συγκρούσεις είχαν αποκλειστικά θρησκευτικό χαρακτήρα μεταξύ καθολικών και προτεσταντών. «Ηταν περισσότερο για θέματα δικαιωμάτων, εκπροσώπησης και πολιτικής», τονίζει.
«Πολλοί στη Βόρεια Ιρλανδία πιστεύουν ότι το τίμημα της ειρήνης είναι η σιωπή, αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Αν προσπαθήσεις να διαγράψεις ή να κρύψεις την Ιστορία κάτω από το χαλί, δεν θα φύγει και θα είσαι αιχμάλωτός της», σημειώνει ο συγγραφέας και τονίζει ότι μια κοινωνία πρέπει να αναγνωρίσει τα τραύματά της εάν θέλει να προχωρήσει. «Δεν είναι και η Αμερική σε μια τέτοια διαδικασία αναγνώρισης;» ρωτάμε. «Ναι, είναι ένα καλό παράδειγμα. Υπήρχε η τάση να θέλουμε να διαγράψουμε τη σκοτεινή ιστορία της δουλείας και την καταπίεση των Αφροαμερικανών τα μετέπειτα χρόνια και τη βία εναντίον τους. Το μάθημα είναι το ίδιο. Ακόμη και αν το καταπνίξεις, το τραύμα δεν φεύγει. Πρέπει να αντιμετωπίσεις το παρελθόν. Πήρε εκατοντάδες χρόνια, ωστόσο τώρα γίνεται μια αφύπνιση που είχε αργήσει πολύ».