Μπαίνει στο πλάνο από μια αθέατη πόρτα, σαν να εισέρχεται σε θεατρική σκηνή. Περπατώντας διασχίζει το στούντιο. Κινείται χωρίς να κοιτάζει την κάμερα, με την άνεση ηθοποιού – άλλωστε, εκτός από τη γραφιστική, σπούδασε μιμική και θέατρο. Ο χώρος μοιάζει με ένα «δωμάτιο των θαυμάτων», όπως συχνά συμβαίνει με τα εργαστήρια των καλλιτεχνών: Λευκοί τοίχοι με τεράστια ασπρόμαυρα ζωγραφισμένα φύλλα χαρτιού απλωμένα επάνω τους, τραπέζια καλυμμένα από διάφορα υλικά εργασίας και άδεια ποτήρια. Κάπου μέσα στη δημιουργική αταξία, μια παλιά χάλκινη τούμπα αναπαύεται επάνω σε ένα κομψό ταμπουρέ σαλονιού.
Ο Ουίλιαμ Κέντριτζ την προσπερνά, κάθεται σε μια καρέκλα με φόντο ένα τοπίο ζωγραφισμένο με κάρβουνο, μάλλον από τον ίδιο, γυρίζει προς τον φακό που του κάνει ένα κοντινό πλάνο, και λέει: «Καλησπέρα. Σας καλωσορίζω στο στούντιο στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Λυπάμαι που είμαι εδώ απόψε και δεν βρίσκομαι στην Αθήνα. Το φεστιβάλ είναι μια ευκαιρία να στοχαστούμε, να γιορτάσουμε και να απολαύσουμε ό,τι κάνει ο ανθρώπινος νους όταν βρίσκεται σε ενεργό κατάσταση και στο μέγιστο της ζωτικότητάς του».
Ετσι μας υποδέχτηκε σε μια διαδικτυακή περιήγηση στο εργαστήριό του τον Ιούνιο του 2020. Με αυτό το καλογυρισμένο βίντεο διάρκειας περίπου μιας ώρας –ο Κέντριτζ είναι και κινηματογραφιστής– έπρεπε να παρηγορηθούμε πέρυσι όταν, λόγω πανδημίας, αναβλήθηκε η παράστασή του στην Αθήνα. Η πρόσκληση του ΙΣΝ για το φεστιβάλ SNF Nostos ευτυχώς επαναλήφθηκε, και σε λίγες ημέρες (25-26/8) αυτός ο διάσημος, πολυμήχανος, ευφυής, ευαίσθητος καλλιτέχνης θα παρουσιάσει το «Sibyl», μια σύνθεση που αποτελείται από δύο μέρη: την ταινία «The Moment Has Gone» και την όπερα δωματίου «Waiting for the Sibyl» στην Αθήνα.
Η προετοιμασία της παράστασης έχει γίνει βεβαίως στο Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά πλέον βρίσκεται εδώ μαζί με τους συνεργάτες του, για να προσαρμόσει το έργο στα δεδομένα της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος ΕΛΣ. Λένε ότι εργάζεται με κέφι και ενεργητικότητα ακόμη και έπειτα από πολύωρα ταξίδια – πριν από τα lockdowns ήταν συχνά προσκεκλημένος ανά τον κόσμο για παραστάσεις. Προτιμά όμως να το κάνει χωρίς περισπάσεις, οπότε η συνέντευξή μας προηγήθηκε της άφιξής του. Δεν θα μπορούσαμε να μην αρχίσουμε τις ερωτήσεις από το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ανήσυχος νεαρός καλλιτέχνης αλλά και γιος ενός δικηγόρου γνωστού για τη θέση του ενάντια στο απαρτχάιντ.
– Με ποιον τρόπο η ιστορία και η κουλτούρα της πόλης επηρεάζουν το έργο σας;
– Ζω στο Γιοχάνεσμπουργκ όλη μου τη ζωή, και τα 66 χρόνια μου, και νομίζω ότι η αβεβαιότητα που αισθάνονται οι κάτοικοί του έχει περάσει στο έργο μου. Το γεγονός ότι είναι μια νεαρή πόλη που αλλάζει συνεχώς, αποτελεί καθοριστικό συστατικό και ταυτόχρονα τη βάση της δουλειάς μου: κάπως σαν να υπάρχει μια αόρατη φλέβα χρυσού στο υπέδαφος, η οποία δεν είναι προφανής στην επιφάνεια. Αλλωστε, από εδώ προέρχονται και οι συνεργάτες μου –χορευτές, τραγουδιστές, ηθοποιοί, συγγραφείς– που μου μεταφέρουν την ενέργειά τους. Το Γιοχάνεσμπουργκ είναι επίσης μια μικρή πόλη όσον αφορά την καλλιτεχνική του σκηνή. Αυτό μάς επιτρέπει να κάνουμε πολλές κι εξαιρετικά γόνιμες συνεργασίες μεταξύ μας, καλλιτέχνες με «καταγωγή» από διαφορετικούς χώρους: από χορευτές έως video artists, περφόρμερ και εικαστικούς.
– Πριν αρχίσετε να δουλεύετε ένα έργο, έχετε ήδη σχηματίσει τη βασική ιδέα στο μυαλό σας;
– Για να ξεκινήσω να εργάζομαι, πρέπει να συμβαίνουν δύο πράγματα. Αφενός, να έχει σχηματιστεί στο μυαλό μου η κύρια ερώτηση που θα βάλει σε κίνηση τη σκέψη. Στην περίπτωση της «Σίβυλλας» (Sibyl) ήταν: μπορούμε να γνωρίζουμε τη μοίρα μας, μπορούμε να την αποφύγουμε ή είμαστε καταδικασμένοι απλώς να την υπακούμε; Πρέπει επίσης να υπάρχει στο στούντιο το κατάλληλο «υλικό», στο οποίο θα απευθύνω αυτές τις ερωτήσεις. Για το συγκεκριμένο έργο, ήταν οι σελίδες μιας εγκυκλοπαίδειας με σχέδια και ζωγραφική. Αυτές αποτέλεσαν το σημείο εκκίνησης, και η ιδέα εξελίχθηκε συνδυάζοντας τα φύλλα χαρτιού με κινηματογραφικές προβολές με την προσθήκη μιας live performance που θα τα έκανε να «ζωντανέψουν». Μετά προστέθηκαν οι συνεργάτες –τραγουδιστές, μουσικοί, σχεδιαστές– ώστε να συντάξουμε τη γραμματική και το εκφραστικό λεξιλόγιο της παράστασης.
Η ενέργεια που παράγουν οι άνθρωποι είναι ένα είδος αναγέννησης
Οπως φαίνεται από την πρώιμη εκπαίδευσή του αλλά και την κατοπινή καλλιτεχνική του παραγωγή, ο Κέντριτζ συνδυάζει στο έργο του τις εικαστικές με τις παραστατικές τέχνες. Κατά το παρελθόν εργάστηκε ως ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, σκηνογράφος και σκηνοθέτης. Οι μικρού μήκους ταινίες animation, που ζωγραφίζονται στο χέρι με ένα αδρό σχέδιο από κάρβουνο και στη συνέχεια περνούν πολλαπλή φωτογραφική επεξεργασία, τον έκαναν ευρύτερα γνωστό από τη δεκαετία του 1990. Οι πιο πρόσφατες δουλειές του –από την αρχή της δεκαετίας του 2000 έως και πριν από λίγα χρόνια– στην όπερα επιβεβαίωσαν διεθνώς το εύρος των δυνατοτήτων του και τον πλούτο της δημιουργικότητάς του.
– Ποια στοιχεία συνθέτουν τον κόσμο της «Σίβυλλας»;
– Τα στοιχεία συνδέονται με τους χρησμούς της: Είναι άλλοτε το βιβλίο που περιέχει τις μαντείες της, άλλοτε το δέντρο που την εμπνέει, άλλοτε οι φράσεις που γράφει στα φύλλα του χαρτιού. Στη σκηνή εμφανίζονται 10 ερμηνευτές και μια χορωδία, ένα είδος χορού της ελληνικής τραγωδίας, που σχολιάζει τη δράση τραγουδώντας, ενώ «συνδιαλέγεται» με ένα πιάνο που παίζει κατά διαστήματα σε διαφορετικές σκηνές. Το έργο αποτελείται από σύντομα «επεισόδια», και το κοινό τους στοιχείο είναι ο στροβιλισμός των φύλλων με τις προβλέψεις της Σίβυλλας που αφορούν τη ζωή μας.
– Περιμένουμε τους χρησμούς της Σίβυλλας («Waiting for the Sibyl»), ίσως επειδή έχουμε ανάγκη για μια πίστη, μια βεβαιότητα, που θα αντιμετωπίσει τις αγωνίες μας;
– Πίστη, ανασφάλεια, τα μυστήρια της ζωής· όλες αυτές οι έννοιες εμπεριέχονται στο έργο. Ωστόσο, το τι θα κρατήσει ο καθένας στο τέλος της παράστασης, εξαρτάται από τον ίδιο. Η Σίβυλλα μιλάει για την αβεβαιότητα, για τη θνητότητα, για την αγωνία μας να παραμείνουμε ζωντανοί. Εδωσε τους χρησμούς της περίπου ενάμιση χρόνο πριν ξεκινήσει η πανδημία, γιατί τότε δημιουργήθηκε το έργο για πρώτη φορά – έκανε πρεμιέρα στη Ρώμη τον Σεπτέμβριο του 2019. Οι απαντήσεις όμως που γράφονται στα «φύλλα», αφορούν απολύτως τον κόσμο που ζούμε τώρα.
– Υπάρχει μια δική σας απάντηση στην ερώτηση «Πού θα στηρίξουμε τις ελπίδες μας;», η οποία περιέχεται στο βιβλίο της Σίβυλλας, ιδίως μετά την πανδημία;
– Υποθέτω ότι υπάρχουν διαφορετικές απαντήσεις για τον καθένα. Για μένα η απάντηση είναι η δουλειά στο στούντιο. Εναπόθεσα τις ελπίδες μου στο να εξακολουθήσω να εργάζομαι. Στην αρχή ήμουν μόνος μου, και στη συνέχεια –όταν ο αποκλεισμός έγινε λιγότερο αυστηρός και άρχισαν οι εμβολιασμοί– άρχισαν να επιστρέφουν οι συνεργάτες μου. Ετσι, ένα μεσημέρι κοίταξα γύρω μου, μέσα στο εργαστήριο αλλά κι έξω στον κήπο, και είδα ότι είχαμε μαζευτεί 15 άτομα. Υπάρχει κάτι στην πράξη της συνεργασίας, που αντισταθμίζει τους κινδύνους, τις απειλές και τη δυσκολία του ταξιδιού. Μέσα στην κοινή προσπάθεια και στη δημιουργικότητα «κατοικούν» η ελπίδα και η αισιοδοξία. Η φράση «ας μην κάνουμε τίποτα, ας περιμένουμε» τοποθετεί τη ζωή μας σε αναμονή. Ξέρω ότι η δουλειά είναι ευκολότερη για έναν εικαστικό καλλιτέχνη παρά για ένα χορευτή ή ένα μουσικό που δεν έχει καταφέρει να εξασκήσει την τέχνη τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, επειδή τα θέατρα και οι αίθουσες συναυλιών έκλεισαν. Αλλά όταν μαζευόμαστε όπως κάναμε τους τελευταίους μήνες, η ενέργεια που παράγεται από τους ανθρώπους είναι ένα είδος αναγέννησης. Εκεί τοποθετώ εγώ την ελπίδα μου.
«Sibyl», μια σύνθεση που αποτελείται από δύο μέρη: την ταινία «The Moment Has Gone» και την όπερα δωματίου «Waiting for the Sibyl». Στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος ΕΛΣ, 25 και 26/8.