Ρομπ Κοξ: «Ο πολιτισμός μας περνάει κρίση»

Ρομπ Κοξ: «Ο πολιτισμός μας περνάει κρίση»

Μια συζήτηση με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Ρομπ Κοξ του πρακτορείου Reuters για τη Δύση

6' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο, σ’ ένα χωριό της Τήνου, συναντηθήκαμε, μια μικρή, διεθνής παρέα, καλεσμένοι σε μια βεράντα για δείπνο, κρασί και κουβέντα. Ανάμεσά μας ένας Αμερικανός, μεσήλικας, γύρω στα πενήντα, με ευγενικούς τρόπους και κοφτερό μυαλό, αναλύοντας την κατάσταση στην Καμπούλ έμοιαζε να υποστηρίζει την απόφαση του Τζο Μπάιντεν: «Αποφάσισε να ξεκολλήσει απότομα το χανζαπλάστ», όπως είπε. Σύντομα όμως η κουβέντα είχε σταματήσει να είναι πολιτική και χορεύαμε στη βεράντα με τυχαίες μουσικές επιλογές από το κινητό τηλέφωνο του οικοδεσπότη. Ο κόσμος γύρω καιγόταν αλλά το καλοκαιρινό βράδυ στις Κυκλάδες, το κρασί και η καλή παρέα ήταν ακαταμάχητα αφροδισιακά.

Στο τέλος της βραδιάς, ο Αμερικανός υποσχέθηκε πως θα συνεχίσουμε στο δικό του σπίτι, ένα από τα επόμενα βράδια. Αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ, και τα πλάνα αναβλήθηκαν για το επόμενο καλοκαίρι. Μου έμεινε όμως η περιέργεια να μάθω για αυτόν τον οξυδερκή Αμερικανό με το απολαυστικό, πνευματώδες χιούμορ και την ευγενική μορφή. Είναι ο δημοσιογράφος Ρομπ Κοξ, έγκριτος και περιζήτητος οικονομικός και πολιτικός αναλυτής, συνιδρυτής των Breaking Views του πρακτορείου Reuters και παγκόσμιος διευθυντής τους, που ζει στη Ζυρίχη και έχει συνιδρύσει έναν οργανισμό για την καταπολέμηση της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. Κατάφερα να τον βρω (όταν του μίλησα είχε γυρίσει στην πατρίδα του για λίγες μέρες) και τον έπεισα να μου δώσει μια μικρή συνέντευξη.

Ρομπ Κοξ: «Ο πολιτισμός μας περνάει κρίση»-1
Ο δημοσιογράφος Ρομπ Κοξ είναι συνιδρυτής και διευθυντής των Breaking Views του πρακτορείου Reuters.

 – Kλιματική αλλαγή, προσφυγικό, Brexit, πανδημία, Αφγανιστάν: φαίνεται πως ο δυτικός πολιτισμός δεν περνά τελευταία και την πιο καλή φάση του, δεν νομίζεις;

– Παραφράζοντας τον Αγγλο ρομαντικό ποιητή Γουίλιαμ Γουέρντσγουερθ, μπορούμε να πούμε πως, πράγματι, ο κόσμος αυτός είναι ανυπόφορος με εμάς μέσα του. H πανδημία επιστρέφει δυναμικά, η αποχώρηση από το Αφγανιστάν είναι τραγικά προβληματική και από πάνω μας ίπταται απειλητικά η υπερθέρμανση του πλανήτη. Στην Ελλάδα, στη Σικελία, στην Καλιφόρνια και αλλού, είδαμε, γευτήκαμε και μυρίσαμε μια ολοζώντανη εκδήλωση αυτού του εφιάλτη που έρχεται. Αρα, ναι, κατανοώ την ανησυχία σου πως η Δύση μοιάζει να διαλύεται, ανίκανη ή απρόθυμη να ενορχηστρώσει αποτελεσματικές τακτικές απέναντι στο πρόβλημα της COVID-19 ή της αποχώρησης των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Ναι, φυσικά, ο πολιτισμός μας περνάει μια πολύ σκληρή φάση.

Από την απαρχή της εκστρατείας του ΝΑΤΟ στην περιοχή, η έλλειψη στρατηγικής εξόδου έμοιαζε προβληματική. Ολοι ξέρουμε τα ιστορικά προηγούμενα: το Αφγανιστάν δυσκόλεψε όλους όσοι μπήκαν στα εδάφη του –από τον Μέγα Αλέξανδρο έως τη Βρετανική Αυτοκρατορία–, δίνοντας νέο νόημα στη λέξη «αδιέξοδο» (quagmire), λέξη που συχνά χρησίμευε στο παρελθόν για να περιγράψει την αμερικανική εμπειρία στο Βιετνάμ μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Συμμερίζομαι την απόφαση του Μπάιντεν να κάνει αυτό που κάθε πρόεδρος μετά τον Τζορτζ Μπους (τον νεότερο) υποσχέθηκε να κάνει αλλά δεν το έκανε, και να φέρει πίσω τα στρατεύματα, να σταματήσει τις δαπάνες (ήδη 2 τρισ. δολάρια) και να αφήσει τους Αφγανούς να αποφασίσουν μόνοι τους για το μέλλον τους. Και ενώ είναι δόκιμο να ρωτήσουμε αν η ομάδα του Μπάιντεν θα μπορούσε να το κάνει όλο αυτό λιγότερο χαοτικά, η Ιστορία είναι πολύ πιθανόν να καταγράψει πως ο Μπάιντεν πήρε μια πολύ δύσκολη απόφαση, που άλλοι ηγέτες απέφυγαν να πάρουν. Η μόνη μου ελπίδα τώρα είναι πως ίσως οι Ταλιμπάν, αυτή τη φορά, θα είναι πιο ανοιχτοί σε εξωτερικές επιρροές και πως θα καταλάβουν ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στο Αφγανιστάν που δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω στον Μεσαίωνα.
 
– Είκοσι χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, πώς σχολιάζεις την εισβολή στο Ιράκ; 

– Λίγα χρόνια πριν, ένας από τους γείτονές μου στο Κονέκτικατ μου ζήτησε να μιλήσω στο ετήσιο μνημόσυνο για την 11η Σεπτεμβρίου που διοργανώνει στον κήπο του σπιτιού του, όπου έχει μια αμερικανική σημαία ζωγραφισμένη ανάμεσα στα δέντρα. Ηταν αμέσως μετά την παγκόσμια δημοσίευση των εικόνων του άψυχου κορμιού του Αϊλάν Κούρντι, του τρίχρονου αγοριού που πνίγηκε ενώ προσπαθούσε να έρθει στην Ελλάδα από τη Συρία. 

Αποφάσισα λοιπόν πως, ενώ ο λόγος μου θα παρέμενε ένας φόρος τιμής σε αυτούς που πέθαναν εκείνη τη φρικτή ημέρα (ανάμεσά τους και τρεις άνθρωποι που ήξερα προσωπικά), θα περιείχε και τη σκέψη πως ίσως η αντίδραση της χώρας μου σε αυτές τις εφιαλτικές επιθέσεις να οδήγησε σε μια αλυσίδα από γεγονότα που μας κοστίζουν σε χρήμα και αίμα. Από τη βασισμένη σε στρεβλές βάσεις εισβολή στο Ιράκ και το κλείσιμο των ματιών μας μπροστά στην κατάφωρη καταπάτηση των ανθρωπιστικών αξιών της κοινωνίας μας έως και την ύπαρξη του Γκουαντάναμο –και, ακόμα, την οικονομική πολιτική που ακολούθησε το σοκ του 9-11 (και που, με τη σειρά της, οδήγησε στη «φούσκα» της αγοράς των ακινήτων και στην οικονομική κρίση)– ένιωσα πως η Αμερική, πληγωμένη από αυτές τις επιθέσεις όσο ποτέ άλλοτε, απάντησε με τρόπους που αποδείχθηκαν λανθασμένοι. 

Σκέφτηκα τότε πως αρκετός καιρός είχε περάσει, ότι ήταν ώρα να κάνουμε έναν ειλικρινή απολογισμό. Ηταν κάποιοι που εκτίμησαν εκείνη τη στιγμή αυτά τα λόγια μου, αλλά θυμάμαι κάποιους πυροσβέστες να με κοιτούν ανήσυχοι και ο δήμαρχος της πόλης με έπιασε αργότερα και μου είπε πως είναι αδιανόητο να αμφισβητώ το ίδιο το θέμα αυτής της μέρας και της μνήμης της. Οπως και να έχει, οι αντιπαραθέσεις μας έγιναν αργότερα ιδιωτικά… και (σχεδόν) πολιτισμένα.

«Θα δείξει αν ο Μπάιντεν έκανε καλά “τραβώντας απότομα το χανζαπλάστ”»

– Ποιο είναι το κοινό αίσθημα αυτές τις μέρες στη χώρα σου ως προς την αποχώρηση από την Καμπούλ;

– Αυτή τη βδομάδα που είμαι στην Αμερική υπάρχει παντού μια κυρίαρχη αίσθηση πως ενώ η απόφαση να φύγουμε από το Αφγανιστάν μπορεί να ήταν σωστή, η κυβέρνηση Μπάιντεν τα έκανε μαντάρα στις λεπτομέρειες – κι αυτό, μέσα στο γενικότερα πολωμένο κλίμα, εκφράζεται με τσακωμούς σε τηλεοπτικές εκπομπές, όπου Ρεπουμπλικανοί φωνάζουν στον Μπάιντεν να φύγει και Δημοκρατικοί λένε πως όλα τα είχε ενορχηστρώσει ο Τραμπ. Αλλά αν ξύσεις την επιφάνεια και δεις από κάτω, ρωτώντας τους Αμερικανούς αν θα έπρεπε να μείνουμε κι άλλο στο Αφγανιστάν, όλοι θα σου πουν αποφασιστικά «ΝFW» (με τίποτα). H έκταση της ανθρώπινης τραγωδίας που θα ακολουθήσει θα δείξει αν πράγματι ο Μπάιντεν έκανε καλά «τραβώντας απότομα το χανζαπλάστ» όταν άλλοι δίστασαν ή αν γύρισε σκληρόκαρδα την πλάτη της Αμερικής στον λαό του Αφγανιστάν.
 
– Διαβλέπεις ένα κοινό αίσθημα στον πλανήτη τον τελευταίο καιρό; Είσαι αισιόδοξος; 

– H κούραση της πανδημίας έχει οδηγήσει σ’ ένα «δεν μου καίγεται καρφί» (απόψε, για παράδειγμα, στο μετρό της Νέας Υόρκης πολλοί δεν φορούσαν μάσκα). Και φοβάμαι μήπως, αντί να βγούμε από την πανδημία έχοντας μάθει να δουλεύουμε συλλογικά, καταλήξουμε να έχουμε ενδυναμωμένο το αίσθημα του ατομισμού, κάτι που κάνει ακόμα πιο δύσκολο να παλέψουμε σαν μια διεθνής ομάδα για να αντιμετωπίσουμε τον εφιαλτικό κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής. Φοβάμαι κιόλας μήπως τελικά το χάος του Αφγανιστάν αποσπάσει την προσοχή των ηγετών μας από την αντιμετώπιση αυτού του μεγαλύτερου προβλήματος. Ναι, όπως είπα και πιο πάνω, περνάμε μια πολύ σκληρή φάση. Αλλά είμαι αισιόδοξος. Σκληροί ήταν και οι παγκόσμιοι πόλεμοι, και η ισπανική γρίπη, και η πολιομυελίτιδα – και όμως, προχωρήσαμε. Ο πολιτισμός μας πιστεύω θα μπορέσει να αντιδράσει, να παλέψει –ίσως χρησιμοποιώντας την πανδημία σαν μοντέλο– και να αποφύγει μια περιβαλλοντική Αποκάλυψη. Το να κρατήσω την αισιοδοξία μου, άλλωστε, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω – έστω και μόνο για λογαριασμό των παιδιών μου!
 
ΥΓ.: Το «τέλος της Δύσης», όπως φαίνεται, δεν έχει ακόμα έρθει, αλλά, πριν καν το καταλάβουμε, τελείωσε το καλοκαίρι. Στη μικρή μας συνέντευξη ο Ρομπ Κοξ αποκαλύπτει τον λόγο που το κάλεσμά του, στο σπίτι που νοίκιαζε στην Τήνο, ακυρώθηκε. «Ημουν ακόμα στην παραλία απολαμβάνοντας μια μπίρα και o διαχειριστής από το Airbnb με πήρε να μου πει πως έχουν έρθει ήδη οι επόμενοι ένοικοι. Είχα μπερδέψει τις ημερομηνίες – κάτι που ποτέ δεν κάνω. Κι αυτό, φίλε μου, δείχνει πόσο καλά πέρναγα».

Το ανεκπλήρωτο που άφησε το ακυρωμένο καλοκαιρινό κάλεσμα θυμίζει κάπως τα λόγια του Ρομαντικού Αγγλου ποιητή που ο Ρομπ διάλεξε για την αρχή αυτής της συνέντευξης – λόγια που μιλούν για αυτόν τον πλανήτη που δεν μοιάζει ν’ αντέχει τις πράξεις μας. Αλλά, μέσα στο μελαγχολικό κλείσιμο του Αυγούστου, μοιάζουν να αντηχούν και τους στίχους του συμπατριώτη του, τροβαδούρου των ’60s, Μπομπ Λιντ: «…το καλοκαίρι ήταν πολύ μακρύ, και η θάλασσα πολύ πλατιά – και τα όνειρά μας πολύ βαριά για να τα σηκώσουμε».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή