Ο Γ. Νταλάρας στην «Κ» για τη νέα εκτέλεση του «Άξιον Εστί» – Τραγουδώντας τραύματα και θαύματα

Ο Γ. Νταλάρας στην «Κ» για τη νέα εκτέλεση του «Άξιον Εστί» – Τραγουδώντας τραύματα και θαύματα

5' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι ένα από τα κορυφαία και πιο δημοφιλή έργα του Μίκη Θεοδωράκη, ένα ορόσημο της ελληνικής μουσικής.

Το «Αξιον Εστί», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, εστιάζει στα δεινά, στις πληγές, στο άδικο αλλά και στα θαύματα του ελληνικού λαού και μελοποιήθηκε από τον συνθέτη με παρότρυνση του ίδιου του ποιητή ένα μεσημέρι στου Λουμίδη, μπροστά στο Παλλάς, τον Σεπτέμβριο του ’60. Oπως έγραψε στις βιογραφικές του σημειώσεις, εκεί τον πλησίασε ο Οδ. Ελύτης μιλώντας του για το πόσο αγάπησε τον «Επιτάφιο» και του είπε: «Τώρα τελείωσα το “Αξιον Εστί”, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ήθελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει». Στο Παρίσι, όταν το έλαβε αργότερα, «το ρούφηξα μονομιάς, απ’ την πρώτη ώς την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω».

Η νέα εκτέλεση του έργου, στις 29 και 31 του μηνός στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ, με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε μουσική διεύθυνση Στάθη Σούλη, με σολίστ τους Γιώργο Νταλάρα και Δημήτρη Πλατανιά και αφηγητή τον Γιώργο Γάλλο, αποτελεί την πρώτη εκδήλωση του τριετούς κύκλου «Μίκης Θεοδωράκης» μετά τον θάνατο του συνθέτη. Πραγματοποιείται στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Η εκδήλωση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του κορυφαίου συνθέτη.

Ο Γιώργος Νταλάρας δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με το έργο αυτό. Το 1988 πρωτοερμήνευσε το «Αξιον Εστί» στο Ηρώδειο υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Η γνωριμία τους, βέβαια, κρατάει γερά από το 1972 στο Παρίσι και η αρχή της συνεργασίας τους σφραγίστηκε με τα «Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου που κυκλοφόρησαν το 1974, έπειτα τα τραγούδια «Κόκκινο τριαντάφυλλο», το «Εκείνος ήταν μόνος» στη μνήμη του Αλέκου Παναγούλη, ακολούθησε το «Ραντάρ» σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη και πλήθος συναυλιών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ας δούμε τι λέει ο δημοφιλής τραγουδιστής στην «Κ».
 
– Mε ποια συναισθήματα σταθήκατε μπροστά στο μικρόφωνο τη μέρα της πρώτης πρόβας για τις συναυλίες της Λυρικής Σκηνής;

– Μπήκα στην αίθουσα στην πρώτη ανάγνωση με συναισθήματα ανάμεικτα. Συγκίνηση, αγωνία στην αρχή, ακόμα και αμηχανία, για ένα έργο, για τραγούδια που έχω τραγουδήσει τόσες φορές και έχουν μπει στην ψυχή μου και στο πετσί μου. Και μετά τις πρώτες νότες και τα πρώτα λόγια, ανάσανα. Ναι, αυτό ένιωσα, λύτρωση, κάθαρση. Είναι αυτό το ίδιο συναίσθημα που νιώσαμε, όλοι νομίζω, τη μέρα που «έφυγε» ο Μίκης, όταν έπαιζαν όλα τα ραδιόφωνα τα τραγούδια του. Ηταν λες και καθάρισε ο αέρας στους δρόμους… 
 
– Λέμε πολλές φορές ότι τα κλασικά έργα είναι πάντοτε επίκαιρα. Τι καθιστά επίκαιρο το «Αξιον Εστί»;

– Τα κλασικά έργα είναι πάντοτε επίκαιρα, γιατί είναι πρώτα απ’ όλα πολύ καλά. Και τα καλά, αυτά που αντέχουν, γίνονται κλασικά. Ομως το «Αξιον Εστί», ίσως το μόνο λαϊκό ορατόριο, όπως το ονόμασε ο Μίκης εύστοχα, έχει δύο παραπάνω λόγους να είναι επίκαιρο. Και συναισθηματικά, λόγω της συγκυρίας και της νωπής μνήμης που όλοι οι Ελληνες επιθυμούν να κρατήσουν ζωντανή σε πείσμα κάθε λήθης, αλλά και για έναν άλλο, πολύ σημαντικό λόγο. Για τον δυνατό του συμβολισμό. Ο Ελύτης έγραψε το «Αξιον Εστί» σαν μια διαμαρτυρία για το άδικο που συνέβαινε στον τόπο μας, με τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας ή διαδικασίας, αν θέλετε. Στον ψαλμό περιγράφεται το θαύμα. Η μετατροπή σε σώμα και αίμα. Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη ο Ελύτης, σ’ ένα άλλο περιβάλλον, έβλεπε πιο καθαρά το δράμα αυτού του τόπου και το περιέγραψε μέσα από μια ποιητική διαμαρτυρία, με σκοπό να αφυπνίσει τον κόσμο. Πιστεύω ότι η μεγαλοφυΐα του Θεοδωράκη το συνέλαβε από τους πρώτους στίχους και το μετέτρεψε σε μια λαϊκή λειτουργία. Ετσι το έργο έγινε ένας ύμνος, που έρχεται από παλιά και θα συνεχίσει ν’ αφυπνίζει και να εμπνέει στο μέλλον. 
 

Ο Γ. Νταλάρας στην «Κ» για τη νέα εκτέλεση του «Άξιον Εστί» – Τραγουδώντας τραύματα και θαύματα-1
Η γνωριμία τους κρατάει γερά από το 1972 στο Παρίσι και η αρχή της συνεργασίας τους σφραγίστηκε με τα «Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».

– Είναι ένα από τα έργα που ανήκει πια στη συλλογική μας μνήμη. Πιστεύετε ότι δημιουργούνται σήμερα έργα που θα πλουτίσουν τη συλλογική μνήμη της επόμενης γενιάς;

– Ετσι ακριβώς. Είναι περιουσία αυτού του λαού, κομμάτι της συλλογικής του μνήμης. Δεν ξέρω πραγματικά αν δημιουργούνται αντίστοιχα έργα σήμερα, το ελπίζω όμως και θα το ψάχνω όσο ζω. Εξαρτάται από το τι ακούμε και πόσο καθαρά αυτιά έχουμε. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε τόσο δύσκολους καιρούς στερεύει το ταλέντο και η έμπνευση. Ομως χρειάζεται καθαρό τοπίο και λίπασμα για ν’ ανθίσει ο κήπος. Οταν έγραφε ο Θεοδωράκης αυτά τα αριστουργήματα, έλεγε ότι θεωρούσε τιμή του να λογίζεται σαν μαθητής του Τσιτσάνη. Υποκλινόταν, μουσικά και καλλιτεχνικά, στην «Αχάριστη» και στη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Πρέπει λοιπόν να υπάρξουν και άλλα έργα για την επόμενη γενιά και εμείς οι παλιότεροι να κάνουμε τα πάντα για να τα στηρίξουμε.
 
– Πώς σας δίδαξε ο Μ. Θεοδωράκης τον ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή στο έργο, όταν το τραγουδήσατε το 1988 στο Ηρώδειο;

– Δεν μου δίδαξε τίποτα. Δεν χρειάστηκε. Ηταν τόσο περασμένες στο πετσί μου και στο μυαλό μου οι μελωδίες και η φωνή του Μπιθικώτση. Είχα ήδη ψηλώσει αρκετούς πόντους με την υποστήριξη που ένιωσα, όχι μόνο σαν τραγουδιστής αλλά και σαν έφηβος, μ’ αυτά τα τραγούδια. Είχα τόσο βαθιά αποδεχτεί και τον Μίκη και τον Μπιθικώτση σαν δασκάλους, που ανέβηκα με σιγουριά στο τρένο και αυτό κύλησε στις ράγες. Και έμεινα εκεί ν’ απολαμβάνω αυτόν τον γίγαντα να διευθύνει και ν’ αγκαλιάζει όλο τον κόσμο με τις φτερούγες του.  

– Επειτα από 50 χρόνια κοντά στον Θεοδωράκη, αν επρόκειτο να διαλέξετε μια-δυο κουβέντες, ένα-δυο στιγμιότυπα, ποια θα ήταν αυτά;

– Τι να θυμηθώ και τι να ξεχάσω; Μου ζητάτε όμως δύο, και δύο θα πω. Το ένα ήταν πριν από αρκετά χρόνια, σε μια περίοδο που έσφυζε από ζωή, έμπνευση και δραστηριότητες· πικραμένος από μια παρανόηση μιας συνέντευξής του ή μιας δήλωσής του, δεν θυμάμαι ακριβώς, γύρισε και μου είπε, και το πίστευε πραγματικά: «Η μεγάλη ατυχία μου είναι ότι δεν πέθανα νωρίς. Αν πέθαινα, θα είχα ησυχάσει. Γιατί όσο ζω είναι αδύνατον να σταματήσω. Θα συνεχίσω να μιλάω, να παλεύω, ν’ αγωνίζομαι, και αυτό, ξέρεις, είναι πάρα πολύ δύσκολο και επίπονο. Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να ζήσω αλλιώς». Και το άλλο, το πολύ σπουδαίο, ήταν το γεγονός ότι σ’ όλες τις αφηγήσεις του για τις εξορίες, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις, είχε πάντα στο κλείσιμο έναν καλό λόγο, μια γενναιοδωρία, μια συγχώρεση για τους δεσμοφύλακές του, γι’ αυτούς που τον αδίκησαν.  Αυτή η ανεξικακία του πιστεύω ότι ήταν σύμφυτη με το θάρρος και το μεγαλείο του.  
  
– Τι σηματοδοτεί η απώλεια του Μ. Θεοδωράκη;

– Ωρα για περισυλλογή και επανεκκίνηση για τους νέους μουσικούς, τις νέες φωνές, τους νέους πολίτες, τους νέους ανθρώπους. Καθήκον όλων που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον Μίκη και να ζήσουμε μαζί του είναι να μάθουμε στους νέους ανθρώπους πόσο σπουδαίος καλλιτέχνης, πόσο μεγάλος επαναστάτης ήταν αυτός ο άνθρωπος, για να τους κάνουμε να σηκωθούν λίγο ψηλότερα. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή