Τα «πάθη» της λογοτεχνίας σε σχολεία, πανεπιστήμια

Τα «πάθη» της λογοτεχνίας σε σχολεία, πανεπιστήμια

Η καθηγήτρια Βενετία Αποστολίδου στην «Κ»

6' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οι μαθητές μας στο σχολείο δεν διαβάζουν για να βγάλουν προσωπικό νόημα. Διαβάζουν για να εξεταστούν», παρατηρεί στην «Κ» η Βενετία Αποστολίδου, καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ. Πόσο στενόχωρη διαπίστωση, όταν επαναλαμβάνεται συνεχώς από τους αρμόδιους επιστήμονες! «Οι φοιτητές μας γνωρίζουν τα μεγάλα ονόματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά οι γνώσεις τους είναι εντελώς σκόρπιες. Δεν είναι σίγουροι, λ.χ., ποιος είναι παλαιότερος, ο Σεφέρης ή ο Παλαμάς», προσθέτει, επιλέγοντας να αναφέρεται στον «ανεξάρτητο και συστηματικό» αναγνώστη. «Εννοώ τον αναγνώστη ο οποίος γνωρίζει τι τον ενδιαφέρει να διαβάσει, πού να ψάξει, πώς να ενημερωθεί, δεν άγεται από τη διαφήμιση και τη μόδα», εξηγεί η πανεπιστημιακός που πρόσφατα δημοσίευσε το βιβλίο «Η Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο» (εκδόσεις Πόλις). «Ενας από τους στόχους του βιβλίου μου είναι να συμβάλει στη γνώση της ιστορίας των ανθρωπιστικών επιστημών στην Ελλάδα, μέσα από την ιστορία της Νεοελληνικής», λέει.

– Πού αποδίδετε την υποχώρηση του ενδιαφέροντος για τις ανθρωπιστικές επιστήμες στην Ελλάδα και διεθνώς;

– Η ιστορία των ανθρωπιστικών επιστημών διεθνώς είναι νέο επιστημονικό πεδίο καθώς, μέχρι πρόσφατα, όταν μιλούσαμε για «ιστορία των επιστημών» εννοούσαμε συνήθως ιστορία των θετικών επιστημών. Από το 2010 και μετά έγιναν στην Ευρώπη συνέδρια, ιδρύθηκε σχετικό περιοδικό και εκδόθηκαν μελέτες για την ιστορία των ανθρωπιστικών επιστημών. Προφανώς το επιστημονικό ενδιαφέρον σχετίζεται και με τη διαπίστωση της υποχώρησης του κύρους τους διεθνώς. Η υποχώρηση συμβαίνει σταδιακά μέσα στον 20ό αιώνα, με καίρια σημεία τους δύο παγκόσμιους πολέμους και την ψηφιακή επανάσταση του τέλους του αιώνα. Η μελέτη της ιστορίας τους αναδεικνύει ασφαλώς τον χαρακτήρα και την προσφορά τους και είναι ένας από τους τρόπους ανόρθωσης του ενδιαφέροντος γι’ αυτές.

– Ποια είναι η σκευή με την οποία καλείται ο φιλόλογος να διδάξει στο σχολείο;

– Δύο είναι τα προβλήματα στην επιστημονική σκευή του φιλολόγου: πρώτον, δεν έχει αρκετά προβληματιστεί για ένα από τα κορυφαία ζητήματα του νεοελληνικού πολιτισμού που είναι η σχέση μας με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η σχέση αρχαιογνωσίας και νεογνωσίας, όπως έλεγε ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε την αρχαιογνωσία για τη ζωή μας σήμερα; Είναι ο νεοελληνικός πολιτισμός κατώτερος σε αξία από τον αρχαίο; Νομίζω δεν έχει ξεκάθαρες απαντήσεις σε αυτά, οπότε οι γνώσεις για τον έναν ή τον άλλο πολιτισμό παρουσιάζονται ξεκομμένες, βορά στην παπαγαλία. Το δεύτερο πρόβλημα είναι η σύγχυση γύρω από τη σχέση λογοτεχνίας και γλώσσας. Κι εδώ, παρόλο που ο φιλόλογος διδάσκεται πολλά για τη γλώσσα και άλλα τόσα για τη λογοτεχνία, λείπει ο προβληματισμός για τη σχέση τους. Σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης, διαπιστώνεται, ας μου επιτραπεί η έκφραση, μια τυραννία της γλώσσας. Ο ιστορικός γλωσσικός διχασμός, ο δημοτικισμός, στη συνέχεια η τεράστια ανάπτυξη της επιστήμης της Γλωσσολογίας και πολλοί άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν ώστε να θεωρείται ότι πρώτα μαθαίνουμε τη γλώσσα και μετά όλα τα άλλα. Οτι η ανάγνωση της λογοτεχνίας υπηρετεί τη γλωσσική ανάπτυξη κ.ο.κ. Το λογοτεχνικό κείμενο είναι κάτι παραπάνω από ένα γλωσσικό κομμάτι, και εάν ο φιλόλογος δεν το καταλάβει αυτό δεν μπορεί να διδάξει ούτε γλώσσα ούτε λογοτεχνία με επιτυχία.

– Τι σημαίνει λογοτεχνική εκπαίδευση;

Οι μαθητές μας στο σχολείο δεν διαβάζουν για να βγάλουν προσωπικό νόημα. Διαβάζουν για να εξεταστούν.

– Είναι ένας ευρύς όρος ο οποίος περιλαμβάνει τόσο τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο σε όλες τις παραμέτρους αλλά και τους τρόπους με τους οποίους δημιουργούνται –στη δημόσια σφαίρα και σε εξωεκπαιδευτικούς θεσμούς– παραστάσεις, εικόνες και αντιλήψεις για τη λογοτεχνία, τη σχέση των ανθρώπων με το βιβλίο και την ανάγνωση, τη διάδοση των λογοτεχνικών κανόνων καθώς και τις πρακτικές προώθησης της ανάγνωσης στον δημόσιο χώρο.

– Πώς δημιουργείται ο καλός αναγνώστης; Οι Ελληνες αγαπούν το βιβλίο;

– Στην Ελλάδα έχουν γίνει τρεις πανελλαδικές έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, όταν υπήρχε. Η τελευταία το 2010. Σύμφωνα με αυτές, το ποσοστό των συστηματικών αναγνωστών, που διαβάζει δηλαδή πάνω από δέκα βιβλία τον χρόνο, είναι γύρω στο 8,5%. Ποσοστό γύρω στο 40% είναι οι περιστασιακοί αναγνώστες. Τα ποσοστά αυτά είναι σαφώς μικρότερα από εκείνα που σημειώνονται στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη αλλά συγκρίσιμα με τις άλλες μεσογειακές χώρες. Βέβαια από το 2010 έχουν συμβεί πολλά και δεν γνωρίζουμε πόσο διαβάζουν οι Ελληνες σήμερα. Ο καλός αναγνώστης, ο φίλος των λογοτεχνικών κειμένων είναι δύσκολο να οριστεί. Προτιμώ να αναφέρομαι στον «ανεξάρτητο και συστηματικό» αναγνώστη. Εννοώ τον αναγνώστη ο οποίος γνωρίζει τι τον ενδιαφέρει να διαβάσει, πού να ψάξει, πώς να ενημερωθεί, δεν άγεται από τη διαφήμιση και τη μόδα. Συστηματικός είναι επιπλέον ο αναγνώστης στη ζωή του οποίου η ανάγνωση έχει μια σταθερή θέση (δεν μετριέται αυτό ποσοτικά) και διαβάζει για πολλούς και διαφορετικούς λόγους και, βέβαια, όχι μόνο λογοτεχνία. Ο αναγνώστης αυτός δημιουργείται στην οικογένεια, στο σχολείο, στην κοινωνία. Δίνουμε συνήθως σημασία στα δύο πρώτα και ξεχνάμε ότι η κοινωνία, η πολιτεία έχει μεγάλη ευθύνη για το εάν προωθείται η ανάγνωση ή όχι. Σύγχρονες δημόσιες βιβλιοθήκες, προγράμματα προώθησης της ανάγνωσης, παρεμβάσεις στην παραγωγή του βιβλίου, για όλα αυτά χρειάζεται μια πολιτική. Από τότε που έκλεισε το ΕΚΕΒΙ δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός γι’ αυτά τα ζητήματα.

Τα «πάθη» της λογοτεχνίας σε σχολεία, πανεπιστήμια-1
«Παρ’ όλο που ο φιλόλογος διδάσκεται πολλά για τη γλώσσα και άλλα τόσα για τη λογοτεχνία, λείπει ο προβληματισμός για τη σχέση τους. Σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης διαπιστώνεται μια τυραννία της γλώσσας», λέει η Βενετία Αποστολίδου, καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ.

– Πώς πρέπει να διδάσκεται η λογοτεχνία;

– Αγγίζετε ένα ζήτημα στο οποίο δεν υπάρχει ομοφωνία στην επιστημονική κοινότητα. Οπως σε όλα τα παιδαγωγικά ζητήματα, οι απόψεις μας εξαρτώνται από την ιδεολογία μας, τις παιδαγωγικές θεωρίες που ακολουθούμε κ.ο.κ. Αν μπορώ να συνοψίσω σε μερικές φράσεις την ερευνητική μου εμπειρία αρκετών χρόνων θα έλεγα ότι η διδασκαλία της λογοτεχνίας για να είναι πετυχημένη, θα πρέπει να εξασφαλίζει τρεις βασικές προϋποθέσεις: να προετοιμάζει τους μαθητές πριν από την ανάγνωση με γνώσεις, εμπειρίες, ερωτήματα, δραστηριότητες, έτσι ώστε να αποκτούν κίνητρο για την ανάγνωση και να διευρύνουν τους πολιτισμικούς τους ορίζοντες, προκειμένου να βγάλουν νόημα από το κείμενο. Να τους ζητά να διαβάζουν μόνοι τους σιωπηλά και, τέλος, να δίνει πολλές ευκαιρίες, με διάλογο, δραστηριότητες, τη συνδρομή άλλων τεχνών και τις νέες τεχνολογίες, να εκφράσουν την ανταπόκρισή τους στα κείμενα. Οι μαθητές μας στο σχολείο δεν διαβάζουν για να βγάλουν προσωπικό νόημα. Διαβάζουν για να εξεταστούν.

– Μία κριτική λογοτεχνικού έργου σε ποια στοιχεία πρέπει να βασίζεται; Σήμερα υπάρχει λογοτεχνική κριτική ή τις περισσότερες φορές έχουμε παρουσίαση ενός βιβλίου βασισμένη σε βιωματικά στοιχεία;

– Η λογοτεχνική κριτική έχει μια μακρά ενδιαφέρουσα ιστορία και στη χώρα μας. Είναι δραστηριότητα της δημόσιας σφαίρας και αλλάζει μορφές ανάλογα με τις εξελίξεις στη δημοσιογραφία, στα λογοτεχνικά περιοδικά και σήμερα στο Διαδίκτυο. Κάθε κριτικός κερδίζει τη θέση του στο λογοτεχνικό πεδίο με βάση την ποιότητα των κειμένων του, τη συνέπεια και σταθερότητα των κριτηρίων του και την αφοσίωσή του στην παρακολούθηση της λογοτεχνικής παραγωγής. Σήμερα το τοπίο είναι πιο περίπλοκο λόγω των δυνατοτήτων του Διαδικτύου, έχουν πολλαπλασιαστεί τα κείμενα που γράφονται για βιβλία και προφανώς δεν ανήκουν όλα στη λογοτεχνική κριτική. Ασφαλώς δεν είναι κακό να λέει ο καθένας τη γνώμη του αλλά, και γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχουμε κριτικούς αναγνώστες, αυτοί είναι που θα κρίνουν και την όποια «κριτική».

Ο Σεφέρης ή ο Παλαμάς είναι παλαιότερος;

– Ποιες είναι οι γνώσεις για τη λογοτεχνία των αποφοίτων της δωδεκαετούς εκπαίδευσης όταν τους συναντάτε πρωτοετείς στο πανεπιστήμιο;

– Οι φοιτητές μας υπήρξαν καλοί μαθητές στο λύκειο δεδομένου ότι η βάση εισαγωγής μας είναι σχετικά υψηλή. Γνωρίζουν τα μεγάλα ονόματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά οι γνώσεις τους είναι εντελώς σκόρπιες. Δεν έχουν μια συνεκτική εικόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν είναι σίγουροι, λόγου χάριν, ποιος είναι παλαιότερος, ο Σεφέρης ή ο Παλαμάς. Δεν έχουν συνείδηση των λογοτεχνικών ειδών, δεν μπορούν, για παράδειγμα, να αναφέρουν δυο-τρεις διαφορές του μυθιστορήματος από το διήγημα, ούτε καν τη διαφορά στην έκταση. Τίποτε για τα λογοτεχνικά κινήματα, παρόλο που δίνεται έμφαση σε αυτά στην Α΄ Λυκείου. Προς αποφυγή όμως παρεξηγήσεων, η απουσία αυτών των γνώσεων δεν σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να βγάλουν νόημα από ένα διήγημα ή ένα ποίημα όταν το διαβάζουν με την ησυχία τους. Το ζήτημα βέβαια είναι να πάμε παραπέρα, και τις γνώσεις να πολλαπλασιάσουμε και να εμβαθύνουμε στην αναγνωστική ανταπόκριση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή