Ο Απόστολος Δοξιάδης στην «Κ»: Το χρονικό μιας ψυχικής αναζήτησης

Ο Απόστολος Δοξιάδης στην «Κ»: Το χρονικό μιας ψυχικής αναζήτησης

Ο συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης μιλάει για «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε»

8' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Στις ιστορίες της παιδικής ηλικίας, αλλά και σε πολλές της ενήλικης, τις λεγόμενες κλασικές, οι περισσότεροι λογαριασμοί κλείνουν στο τέλος, και οπωσδήποτε, πάντα ο κυριότερος». Είτε ισχύει αυτό είτε όχι, ο Απόστολος Δοξιάδης ανήκει στην κατηγορία εκείνων που επεξεργάζονται εξαντλητικά τους «λογαριασμούς» τους. Το απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε», που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες (εκδόσεις Ικαρος).

Αυτή η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία των 185 σελίδων, που δεν αφήνει κανείς από τα χέρια του, όχι γιατί αγωνιά για τη συνέχεια, αλλά γιατί ο δεξιοτεχνικός χειρισμός μιας εφηβικής αποθέωσης και τραύματος την ίδια στιγμή ανασύρει την ανέλιξη πολλών δεκαετιών ζωής. Το ίδιο περιστατικό, περιστρεφόμενο από διαφορετικές πλευρές και αναλυόμενο με διαφορετικές αφορμές, σε ένα «ελικοειδές» κινηματογραφικό μοντάζ, ανασυνθέτει τους κλυδωνισμούς ενός εφήβου με το βλέμμα του ενήλικα.

Σε ηλικία 14 ετών ο Απόστολος Δοξιάδης βρέθηκε εσωτερικός σε ένα σχολείο αρρένων της Ουάσιγκτον και γυρίζει την πρώτη του, μαθητική, ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους, με τίτλο το «Το τηλεφώνημα», η οποία αποσπά το βραβείο ταινίας με υπόθεση στο παναμερικανικό φεστιβάλ φοιτητικού και μαθητικού κινηματογράφου του 1968. Επιπλέον, αποκτά αιφνίδια δημοσιότητα καθώς η «Ουάσιγκτον Ποστ» φιλοξενεί συνέντευξή του!

Με το «Τηλεφώνημα» ο σκηνοθέτης του ξανασχολήθηκε 46 χρόνια μετά και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2013 με αφορμή έναν θάνατο, γνωστού αλλά όχι οικείου προσώπου.

Ο Απόστολος Δοξιάδης, συγγραφέας (έτσι κυρίως συστήνεται, εξάλλου βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες), μαθηματικός και σκηνοθέτης, ήταν γιος του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, πρωτοπόρου πολεοδόμου και αρχιτέκτονα μεγάλων έργων, με διεθνή καριέρα και αναγνώριση. Δεν θα είχαμε λόγο να το αναφέρουμε αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν τον επανασύστηνε στο «Τηλεφώνημα που δεν έγινε», αναφερόμενος σε μια σχέση πολύπλοκη και πολύ απαιτητική. Ο πατέρας, μετά τον θάνατό του (1975), άφησε πολλά χρέη και υποθήκες, τα οποία ο γιος, σε πολύ νεαρή ηλικία, υποχρεώθηκε να τακτοποιήσει. Εκλεισαν όμως και οι «λογαριασμοί»;

– «Είναι απόλαυση να κρύβεσαι αλλά είναι καταστροφή να μη σε βρουν». Τη φράση του Ντόναλντ Γουίνικοτ επιλέξατε για προμετωπίδα του βιβλίου σας.

– Ο μεγάλος Βρετανός ψυχαναλυτής εννοεί ότι όλοι έχουμε κρυφά κομμάτια του εαυτού μας που μας είναι απαραίτητα για να επιβιώνουμε ψυχικά, αλλά καμιά φορά η απόκρυψη αυτή μπορεί να γίνει τόσο έντονη ώστε να μη μας «βρουν». Κι αυτό που διαφοροποιεί για μένα το «να σε βρουν» είναι η αγάπη, η σχέση με έναν άλλον άνθρωπο ή η αγάπη με τον εαυτό σου. Ο Γουίνικοτ ξεκινάει μιλώντας προφανώς για τους γονείς, αλλά αυτά που έχουμε βιώσει με τους γονείς καθορίζουν την ψυχική δομή μας. Ολο το βιβλίο είναι η προσπάθεια να βρω κάτι που είναι τόσο βαθιά κρυμμένο μέσα μου, που θα ήταν τραγωδία να μη βρεθεί.

– Ξεκινάτε λοιπόν από τον Γουίνικοτ και καταλήγετε στο ποίημα του Πάουντ «Γκρέμισε τη ματαιοδοξία σου». Είναι δύο πόλοι.

– Σε μια φράση θα περιέγραφα το βιβλίο, που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο «πόλους», ως «χρονικό μιας ψυχικής αναζήτησης», σε μια πορεία ελικοειδή και όχι γραμμική. Η «ματαιοδοξία» είναι πιστεύω πίσω από τον κύριο λόγο της απόκρυψης, ο κύριος τρόπος να χάνεις τη γνησιότητα.

– Η σχέση με τον πατέρα εμφανίζεται πολύ τραυματική, στην ηλικία των 14 χρόνων.

– Τραυματική από τις προϋποθέσεις της. Από τη μια μιας τεράστιας προσωπικότητας που το μέγεθός της υπενθύμιζε ο ίδιος στο σπίτι, και από την άλλη τη δική μου, αμφιθυμική, αντίδραση σε αυτό: από τη μια με συνέδεε με τον πατέρα μου θαυμασμός και αγάπη και από την άλλη έτρεμα τη σκιά του, έτρεμα να μεγαλώνω ως «ο γιος του Δοξιάδη». Στην εφηβεία προσπάθησα να μπω σε δικούς μου δρόμους. Το βιβλίο είναι μια μελέτη της βαθιάς παθολογίας του ανικανοποίητου που με κατατρέχει ως συνέπεια αυτής της σχέσης. Από τη μια να θες να κάνεις σπουδαία πράγματα και από την άλλη να νιώθεις ανίκανος να τα κάνεις. Αυτό με οδήγησε σε μια αυτοακύρωση αλλά και σε πολλές δημιουργικές επιλογές.

– Υπάρχει ευθύνη του πατέρα σε αυτό;

Το δικό μου «οιδιπόδειο» δεν ήταν να σκοτώσω συμβολικά τον πατέρα, αλλά να επιβιώσω απέναντί του.

– Κανείς δεν επιλέγει τους γονείς του. Και το να έχεις έναν σπουδαίο πατέρα έχει τα καλά και τα κακά του.

– Πνιγηρό;

– Αν ρωτήσετε τις αδελφές μου θα πάρετε άλλες απαντήσεις. Για μένα ήταν έντονα πνιγηρό, συνθλιπτικό πιο πολύ θα έλεγα. Η ανάγκη της άμυνας, η απόκρυψη που λέγαμε, περνούσε μέσα από τη μεγαλομανία που είχα αναπτύξει μικρός ως αντίδοτο. Να ονειρεύομαι ότι θα κάνω πράγματα σπουδαία και μεγάλα. Το δικό μου «οιδιπόδειο» δεν ήταν να σκοτώσω συμβολικά τον πατέρα αλλά να επιβιώσω απέναντί του.

– Υπήρχε κάτι υπερφίαλο στον πατέρα σας;

– Ο καημένος… Ηταν ψυχικά τραυματισμένος, καθώς έχασε τη μάνα του πολύ μικρός όπως και η μητέρα μου τη δική της. Τώρα που τον ξανασκέφτομαι πιο αντικειμενικά –ως γνωστόν τα πένθη ολοκληρώνονται πολύ σιγά– μπορώ πια απόλυτα να τον αποδεχτώ, να τον θαυμάσω, να αποδώσω τα του πατρός τω πατρί, αλλά να δω και τα ψυχικά του θέματα. Και τον λέω «καημένο» από λύπη, γιατί ενώ είχε χορτάσει τόση δόξα και δύναμη, μέσα του βαθιά ένιωθε ολίγιστος.

– Αναφέρεστε στο βιβλίο στον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη, στον στίχο «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας». Λέτε: «Με έχει στοιχειώσει από τότε που τον διάβασα, αλλά σε μια δική μου εκδοχή, που μου μαυρίζει την ψυχή η ακρίβεια της εικόνας της κάθε φορά που τον ανακαλώ: ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων έργων η ψυχή μου – σκοτωμένων, από εμένα τον ίδιο».

– Στο γραφείο μου, στην αποθήκη μας, έχω στοίβες ολόκληρες ημιτελή έργα, χώρια όσα έχω στη μνήμη του υπολογιστή μου.

– Τι σας σταματάει κάθε φορά να φτάσετε στην ολοκλήρωση;

– Η εσωτερική ανάγκη να είναι το έργο κάτι μεγαλύτερο από αυτό που έχω τις δυνάμεις να κάνω… Oταν η πρόθεση της φιλοδοξίας υπερνικά την ανάγκη της έκφρασης, μέσα στις δυνατότητες που ορίζουν οι έμφυτες ικανότητες και οι κανόνες της τέχνης. Η σκληρή δουλειά είναι βέβαια απαραίτητη, αλλά οι ψυχικές βάσεις καθορίζουν τη μοίρα του έργου.

– Τι θεωρείτε πιο ολοκληρωμένο στη ζωή σας;

– Να σας το πω αλλιώς: Αυτά για τα οποία είμαι πιο υπερήφανος στη ζωή μου είναι χωρίς αμφιβολία η γυναίκα μου (σ.σ. Ντορίνα Παπαλιού, συγγραφέας) και τα παιδιά μου, η οικογένειά μου. Κατόπιν, η συμμετοχή μου στην ιστορία των οκτώ Τούρκων αξιωματικών, γιατί βοήθησα να σωθούν οκτώ ψυχές. Oσο για το δημιουργικό μου έργο είμαι πιο υπερήφανος για το λιγότερο γνωστό, το έργο μου για τον Τζάκσον Πόλοκ. Αν μου κάνατε την ερώτηση τι θα ήθελα να έχει διασωθεί από τα έργα μου αν όλα είχαν καταστραφεί, θα ήταν αυτό. Από εκεί και πέρα, «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε» πιστεύω ότι είναι το πιο ολοκληρωμένο μου βιβλίο έως σήμερα, γιατί είναι το πιο κοντινό στην ψυχή μου.

Είμαι θύμα της μεγαλομανίας, το βιβλίο είναι η ομολογία της πτώσης μου

Ο πρωταγωνιστής του «Τηλεφωνήματος» είναι ένας νεαρός, ρακένδυτος, φτωχός φουκαράς, ένας αλήτης «με την ειδική έννοια της λέξης που αποδίδουμε στον πλάνητα, τον ανέστιο». Περπατάει σε ένα πάρκο τουρτουρίζοντας, βρίσκει καταφύγιο σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, εμφανίζεται καλοντυμένος νεαρός που θέλει να τηλεφωνήσει, βγαίνει και επιστρέφοντας βρίσκει στο έδαφος ένα νόμισμα των δέκα σεντς. Oλο χαρά βουτάει το νόμισμα, τρέχει στον θάλαμο, αρπάζει το ακουστικό, με το που πάει να σχηματίσει ένα ψηφίο στο καντράν σταματάει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει, αφήνει το ακουστικό, και ξαναβγαίνει. Γιατί δεν τηλεφωνεί; Η ταινία είχε «ανοιχτό τέλος». «Πιστή στο πνεύμα του σκοτεινού μοντερνισμού, δεν δίνει απάντηση, καθώς ένας άδικος κόσμος δεν δίνει συνήθως πειστικές απαντήσεις», γράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο. 
«Το σινεμά το αγάπησα πάρα πολύ στην εφηβεία μου και πιο εγκεφαλικά αργότερα», λέει ο Απόστολος Δοξιάδης, που ως σκηνοθέτης έχει υπογράψει δύο μεγάλου μήκους ταινίες («Υπόγεια διαδρομή» και «Τεριρέμ»), στη δεκαετία του ’80, την περίοδο που κυριαρχούσε ο ΝΕΚ…

Ο Απόστολος Δοξιάδης στην «Κ»: Το χρονικό μιας ψυχικής αναζήτησης-1
– Γιατί είστε τόσο αυστηρός με τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ) στο βιβλίο σας; Μιλάτε για «εγγενή αρχοντοχωριάτικη μεγαλομανία», που «την έθρεφε χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια ο κρατικός κορβανάς».

– Είμαι αυστηρός με τον ΝΕΚ, γιατί δεν ήταν αυστηρός με τον εαυτό του. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποί του δεν είχαν αυτογνωσία, εσωτερική ταπεινότητα, αυτοκριτική διάθεση. Γιατί ήταν ένας χώρος όπου ήμασταν όλοι, ατομικά και συλλογικά, ψωνισμένοι με τον εαυτό μας. Υπήρχε ένας μικρομεγαλισμός. Οι περισσότερες ταινίες του ΝΕΚ, χάρη και στην ψυχολογία των σκηνοθετών και από την ιδεολογικο-κοινωνική δομή του χώρου, ήταν έρμαια στον ναρκισσισμό των δημιουργών τους. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν ένα τεράστιο ταλέντο και ένας ιδιοφυής άνθρωπος που δεν τον άφησε, κατά τη γνώμη μου, να πάει στα ύψη που μπορούσε η μεγαλομανία του. Η «Αναπαράσταση» ήταν ένα διαμάντι. Τα μετέπειτα έργα του γίνονταν όλο και πιο ναρκισσιστικά.
 
– Κρίνετε τη μεγαλομανία. Στέκεστε απέναντί της ή είστε θύμα της;

– Είμαι θύμα της και το βιβλίο είναι η ομολογία της δικής μου πτώσης. Κανείς δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικά στην τέχνη αν απεμπολήσει το αίτημα της επικοινωνίας και βάλει στο κέντρο την αναζήτηση της δόξας.
 
– Αν γυρνούσατε σήμερα το «Τηλεφώνημα», ο ήρωας θα ήταν και πάλι ένας αλήτης και θα κατέληγε στο τηλεφώνημα που δεν έγινε;

– Εψαξα πάρα πολύ επί μέρες να βρω την κόπια της ταινίας και δεν τη βρήκα. Νομίζω πως αυτό που θυμάμαι ότι ήταν η ταινία, τότε, εξέφραζε την ψυχή μου περισσότερο από τις μετέπειτα ταινίες μου. Μετά έχασα τον δρόμο της απλότητας, την έπνιξε η μεγαλομανία. Την απλότητα σ’ τη δίνει και η ταπεινή ανάγκη να φτιάξεις κάτι που να το καταλάβει ο άλλος, να μην είναι ύμνος στον ναρκισσισμό σου.
 
– «Αν είχα σήμερα τη δυνατότητα να κάτσω με τον 14χρονο Αποστόλη, να υπάρξουμε δηλαδή μαζί έστω και για λίγο…», γράφετε. Αν είχατε, λοιπόν, τη δυνατότητα, τι θα του λέγατε;

– Θα του έλεγα ότι δεν έχει τόση σημασία ούτε να σε αναγνωρίσουν ούτε να σου πουν «μπράβο», ούτε να θεωρηθείς διάσημος. Τώρα ακολούθησε τον δρόμο σου, μάθε την τέχνη σου, άσκησέ τη, βελτιώσου σε αυτήν και καλλιέργησε την ψυχή σου. Τα «μπράβο» και η δόξα, αν έρθουν, καλοδεχούμενα. Αλλά ποτέ δεν πρέπει να δουλεύεις για αυτά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή