Ο Θ. Πάνου στην «Κ»: «Και η ζωή κωμικοτραγωδία είναι»

Ο Θ. Πάνου στην «Κ»: «Και η ζωή κωμικοτραγωδία είναι»

Ο ηθοποιός και συγγραφέας Θέμης Πάνου μιλάει με αφορμή την «Ελένη», που ανεβαίνει 12 και 13 Αυγούστου στην Επίδαυρο

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον περυσινό Αύγουστο η «Ελένη» του Ευριπίδη που σκηνοθέτησε ο Βασίλης Παπαβασιλείου για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος δεν κατάφερε να παρουσιαστεί στο θέατρο της Επιδαύρου εξαιτίας της πύρινης λαίλαπας που σάρωνε τη χώρα. Ο 25μελής θίασος όμως πρόλαβε να δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις από το Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη όπου ξεκίνησε μέχρι το Αρχαίο Θέατρο Κουρίου στην Κύπρο πρόσφατα. Στις 12 και 13 του μηνός η «Ελένη», με την Εμιλυ Κολιανδρή στον ομώνυμο ρόλο, θα παρουσιαστεί τελικά στο αργολικό θέατρο στη μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα. «Δυστυχώς αυτό που ζούμε νομίζω ότι δεν θα σταματήσει εδώ, είτε αυτό λέγεται κορωνοϊός είτε λέγεται πυρκαγιές, κλιματική κρίση. Στο εξής πρέπει να είμαστε έτοιμοι για πολλές περιπέτειες», λέει ο ηθοποιός Θέμης Πάνου που παίζει τον ρόλο του Μενέλαου.

Ο ίδιος, σε ένα διάλειμμα των παραστάσεων του ΚΘΒΕ αλλά και της πρόσφατης κυκλοφορίας του τέταρτου βιβλίου του με τίτλο «Στα θυρανοίξια της μνήμης παρευρεθήκαμε φορώντας τα καλά μας» (εκδ. Αγρα), μιλάει στην «Κ» για αυτά που αγαπά: το θέατρο, το γράψιμο, την Κωνσταντινούπολη όπου γεννήθηκε.

Η «Ελένη», έργο με αντιπολεμικό χαρακτήρα, γράφτηκε λίγο μετά τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων στη Σικελική Εκστρατεία. Αντλώντας όχι από την ομηρική εκδοχή του μύθου, αλλά από αυτήν που δημιούργησε ο λυρικός ποιητής Στησίχορος, ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον Τρωικό Πόλεμο σαν μια σφαγή χάριν ενός «ειδώλου» και όχι μιας πραγματικής γυναίκας. Τι έχει όμως αυτή η Ελένη που θα δούμε στην Επίδαυρο; «Το βλέμμα του Παπαβασιλείου. Η διαρκής προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας χώρος ανάμεσα στη σκηνή και στους θεατές για να συναντηθούν και να συμβεί κάτι. Δεν συμβαίνει πάντοτε κάτι, αλλά όταν συμβεί, όπως τώρα, σ’ αυτή την παράσταση, πιστοποιεί την αξία του θεάτρου και το νόημα να είναι κανείς ηθοποιός αλλά και ενεργός θεατής», λέει ο Θέμης Πάνου.

«Oταν υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται με αμοιβή “πάρε ένα σάντουιτς” αντί να πληρωθούν την πρόβα, απαξιώνεται ο χώρος. Αυτά επιτάθηκαν στην οικονομική κρίση».

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Β. Παπαβασιλείου, «όλοι οι πόλεμοι χρειάζονται τον εξωραϊσμό ενός προσχήματος για να πυροδοτηθούν. Είτε το επίδικο αντικείμενο λέγεται Τροία είτε Σικελία, η κατακτητική μηχανή χρειάζεται πάντα “ένα πουκάμισο αδειανό”, “μια Ελένη” για να πάρει μπρος, ένα όνομα που βαφτίζεται κίνητρο. Τα αποτελέσματα είναι αναπόφευκτα κωμικοτραγικά».

«Εξάλλου κωμικοτραγωδία είναι και η ζωή», προσθέτει ο Θ. Πάνου. «Η παράσταση ωστόσο δεν είναι ακριβώς κωμική, έχει όμως κέφι και χαρά. Εγώ, για παράδειγμα, δεν παίζω κωμικά. Ο Μενέλαος εδώ υποφέρει. Ενας εκπεσών ομηρικός ήρωας ο οποίος βρίσκεται σε απόλυτη ένδεια, ζητιανεύει. Σκεφτείτε έναν από τους σημερινούς ηγέτες να εμφανίζεται με σώβρακο και να μην έχει να φάει. Αμα τη εμφανίσει προκαλεί θυμηδία, ίσως ευχαρίστηση στο κοινό, επειδή ταπεινώνεται».

Η συζήτηση στρέφεται στο θέατρο, στα προβλήματά του, στην ανθρωποφαγική και διχαστική συμπεριφορά όπως εκδηλώνεται στο Διαδίκτυο. «Αν σκεφτείτε και την εξέλιξη του ελληνικού κράτους, δεν ήταν ποτέ κάτι ενιαίο», λέει ο Θέμης Πάνου. «Κατακτήθηκε από το 1830 μέχρι το 1920 με αμφισβητήσεις. Η ενότητα δεν μας χαρακτήριζε πάντα, αλλά για εμένα δεν είναι απαραίτητα κακό. Να ενωθώ με ποιον στην άλλη μεριά;» απαντά. Και προσθέτει ότι αυτά που βιώνει ο χώρος, ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια, είναι αποτέλεσμα μιας χρόνιας, συστηματικής αποεπαγγελματοποίησης εδώ και 20 χρόνια. «Oταν υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται με αμοιβή “πάρε ένα σάντουιτς” αντί να πληρωθούν την πρόβα ή τους λένε “έλα να παίξεις αλλά αν βρέξει δεν θα πληρωθείς”, απαξιώνεται ο χώρος. Αυτά επιτάθηκαν στην οικονομική κρίση. Οταν λοιπόν ένας νέος ηθοποιός μαθαίνει ότι κανονικό είναι να εργάζεται αμισθί, τότε όλα μπορούν να συμβούν».

Αναγνωρισμένος ηθοποιός στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο, τιμημένος με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας για τον ρόλο του στην ταινία «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά το 2013 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, ο Θέμης Πάνου είναι και συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων. Στο βιβλίο «Στα θυρανοίξια της μνήμης παρευρεθήκαμε φορώντας τα καλά μας», όπως και σε εκείνα που προηγήθηκαν, «Αιφνιδίως… και μια επιστροφή» (Ροδακιό), «Vita brevis. Ιστορίες για αχρείους» (Καστανιώτης), «Παραθερισταί με ελαφρά αισθήματα» (Αγρα), ο τίτλος για εκείνον, όπως και το εξώφυλλο, έχουν σημασία. «Θέλω να δημιουργείται μια σχέση με τον αναγνώστη, να υπάρχει μια εμπλοκή με το βλέμμα και μόνο, πριν ανοίξει την πρώτη σελίδα. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μια συνομιλία – απάντηση σε ένα άλλο βιβλίο που σχετίζεται με την πατρίδα μου, την Κωνσταντινούπολη».

Ο Θ. Πάνου στην «Κ»: «Και η ζωή κωμικοτραγωδία είναι»-1
Ο Θέμης Πάνου ήδη γράφει το πέμπτο βιβλίο του.

«Θέλω μόνο να βιοπορίζομαι και να μπορώ να αγοράζω βιβλία»

Ο Θ. Πάνου θέλησε να γράψει για την πόλη όπου γεννήθηκε, όσα τον σφράγισαν και τον καθόρισαν. Πώς ήταν η δική του Πόλη; «Σήμερα δεν υπάρχει. Είναι μια παγκοσμιοποιημένη μεγαλούπολη, ένα υβριδικό πράγμα. Στο στενό που ζούσα έμεναν Εβραίοι, Τούρκοι, Χριστιανοί, Κούρδοι. Ζούσαμε μαζί, συνεργαζόμασταν, μπαίναμε στα σπίτια τους, εκείνοι στα δικά μας. Είχαμε τους φόβους μας, του διωγμού, δεν ήταν πάντα ευχάριστα, όμως συνυπήρξαμε». Δεκατρία χρόνια που τον καθόρισαν και «στην ηλικία που είμαι δεν θέλω να βλέπω αυτό το υλικό ως κάτι παρελθοντολογικό αλλά ως κάτι ζωντανό που συνομιλώ ακόμη μαζί του».

Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από την υποχρεωτική φυγή του 1973, η οποία τον κρατά μετέωρο ανάμεσα σε δύο τόπους, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη οκτώ φορές. Το 2019 ήταν η τελευταία φορά που πήγε στη γειτονιά του στο Σισλί. «Υπάρχει το εξής παράδοξο: ενώ η περιοχή έχει αλλάξει όλη, ο δρόμος αυτός είναι ακριβώς ίδιος. Το άλλο σπίτι, της μητέρας, ήτανε στον Βόσπορο».

Πολυπολιτισμική είναι και η γειτονιά του σήμερα στα Πετράλωνα. «Είναι πλούσιο το ανακάτεμα πολιτισμών στο κέντρο της Αθήνας». Οταν ήρθε στην Ελλάδα η προσαρμογή «προφανώς ήταν ένα σοκ. Αν και ομογενείς της Πόλης το ελληνικό κράτος για πολλά χρόνια μας αντιμετώπιζε σαν ξένους. Πήγαινα κάθε έξι μήνες στο Αλλοδαπών για τις σχετικές ανανεώσεις και εντέλει πήρα ελληνική ταυτότητα δέκα χρόνια μετά». Και όπως συμβαίνει σε αυτούς που μοιράζονται πατρίδες και βίωσαν το «Εμείς» και το «Εσείς», αντιμετώπισε έχθρα κάθε πλευράς, «όπως “είσαι τουρκόσπορος, είσαι ξένος”, μια επιθετικότητα ανόητη». Και από την άλλη πλευρά άκουγε σχετικά…

«Η Κωνσταντινούπολη όπου γεννήθηκα σήμερα δεν υπάρχει. Είναι μια παγκοσμιοποιημένη μεγαλούπολη, ένα υβριδικό πράγμα».

Τα πρώτα πέντε χρόνια στην Αθήνα ήταν δύσκολα για την οικογένεια. «Ο πατέρας ήταν κρεοπώλης και εδώ συνέχισε την ίδια δουλειά. Μια μικρομεσαία οικογένεια που επιβίωνε με καθημερινή εργασία». Ο ίδιος πέρασε στη Νομική Σχολή, πτυχίο δεν πήρε, προτίμησε τον δρόμο της υποκριτικής, πήγε στη σχολή της Ευγενίας Χατζίκου και αργότερα «πολύ μεγάλος πια πέρασα και ολοκλήρωσα τις σπουδές στη θεατρολογία. Η Πόλη ήταν πολύ θεατρόφιλη. Οι ελληνικές κοινότητες μαζεύονταν γύρω από την Εκκλησία η οποία είχε αίθουσα για εκδηλώσεις». Του άρεσε πολύ, όπως η συγγραφή, έφηβος ακόμη. «Ομως κι αυτή βγήκε αργά, το 2001 και προχωράει παράλληλα με το θέατρο. Πάντα ήθελα να διαβάζω, να γράφω και να παίζω θέατρο. Δεν λαχτάρισα σπίτια ούτε πλούτο. Απλά να βιοπορίζομαι και να μπορώ να αγοράζω βιβλία».

Τα τελευταία οκτώ χρόνια γράφει πιο συστηματικά. «Πάντα υπάρχει ένα κείμενο πάνω στο οποίο εργάζομαι. Τα “Θυρανοίξια” επίσης γράφτηκαν σε βάθος χρόνου, τουλάχιστον μια δεκαετία. Γράφω ξανά και ξανά, μέχρι να πάρει μια τελική μορφή. Το συγκεκριμένο πεζογράφημα, 85 σελίδων, ξεκίνησε από ένα διπλάσιο όγκο». Πόσο «πονάει» όταν πετάει ο συγγραφέας; «Οταν ολοκληρώνεις κάτι καταλαβαίνεις τι θέλησες να γράψεις. Στο θέατρο καταλαβαίνω τι έπαιξα, όταν το βιώσω, όχι πριν».

Είναι καλός παρατηρητής της πόλης. «Ευτυχώς δεν έχω αυτοκίνητο –κάποιος με προστάτεψε–, είχα μοτοσικλέτα αλλά μεγαλώνοντας την άφησα. Κυκλοφορώ με τα πόδια, μου αρέσει πολύ το τρένο. Στο μετρό κοιτάζω τους επιβάτες, ειδικά στους καθήμενους απέναντι, κυρίως το βλέμμα του ενός προς τον άλλον. Παρατηρούν με μια σιγουριά ότι ο άλλος δεν τους βλέπει. Η παρατήρηση με βοηθάει και στο θέατρο και στο γράψιμο».

Ηδη γράφει το πέμπτο βιβλίο του και όταν τον ρωτάς πότε με το καλό, γελάει: «Πρέπει να ωριμάσει, ίσως σε τρία ή πέντε χρόνια». Στο μεταξύ, συμμετείχε στην πολωνική ταινία με τίτλο «Goat Mountain» του Αντρέι Γιακιμόφσκι που γυρίστηκε στη Νίσυρο, ενώ τον χειμώνα θα τον δούμε στη νέα σειρά μυθοπλασίας της ΕΡΤ «Φλόγα και άνεμος» για τον θυελλώδη έρωτα του Γεωργίου Παπανδρέου με την Κυβέλη. Τα θεατρικά σχέδια περιλαμβάνουν το «Ενα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» του Τόνι Κούσνερ (στο Εθνικό Θέατρο), αλλά και τους επιτυχημένους «Παίχτες» του Γκόγκολ. «Τι άλλο να επιθυμήσει κανείς; Μόνο χρόνο για να διαβάζω βιβλία θέλω».

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή