Ο Στ. Μάινας στην «Κ»: Δεκαπέντε χρόνια έγραφα κι έσβηνα

Ο Στ. Μάινας στην «Κ»: Δεκαπέντε χρόνια έγραφα κι έσβηνα

Ο Στέλιος Μάινας μιλάει για το νέο του μυθιστόρημα, την ευθανασία, την αξία της μακρύτερης διαδρομής και το «Dogville»

5' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν είναι πρώτη φορά που καταπιάνεται με τη συγγραφή. Το 2010 είχε κυκλοφορήσει η συλλογή διηγημάτων του «Τα φαινόμενα απατούν» (Καστανιώτης). Πρόσφατα επανήλθε με το μυθιστόρημα «Να θυμηθώ να παραγγείλω» (Μεταίχμιο), μια σπουδή πάνω στο ακανθώδες ζήτημα της ευθανασίας. Η ηρωίδα του, αναισθησιολόγος, εκτίει ποινή φυλάκισης για ενεργητική ευθανασία σε τρεις ασθενείς. Ομως η «βουτιά» του Στέλιου Μάινα στη λογοτεχνία δεν μονοπώλησε την κουβέντα μας. Είχαμε κι άλλα να συζητήσουμε: το «Dogville» του Λαρς Φον Τρίερ, στο οποίο θα πρωταγωνιστήσει τη νέα θεατρική σεζόν, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ· τη συνάντησή του με τον Σωτήρη Γκορίτσα στην ταινία «Εκεί που ζούμε»· αλλά και την πανδημία, που μεγάλωσε τις αβεβαιότητές του και ενίσχυσε τις ανασφάλειές του…

– Υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή/σκέψη/γεγονός που γέννησε την ιδέα για το «Να θυμηθώ να παραγγείλω»;

– Tην αφορμή της επιλογής του θέματος της ευθανασίας μού την έδωσε ένα πραγματικό γεγονός, η περίπτωση κάποιου φίλου μου, σε χώρα όπου η καθοδηγούμενη ιατρικά ευθανασία επιτρέπεται. Μόνο σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες έχει επιτραπεί και τον τελευταίο χρόνο στον κατάλογο προστέθηκε η Ισπανία, με αυστηρά καθορισμένο νομικό πλαίσιο εφαρμογής. Οι κοινωνικοί, θρησκευτικοί και νομικοί φραγμοί είναι τόσοι, που η διστακτική στάση των κοινωνιών είναι κατανοητή και φυσιολογική για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Βέβαια, η λογοτεχνία, η μυθιστορία, οφείλει να εισάγει ζητήματα προς συζήτηση, να προβληματίζει. Πιστεύω στη δύναμη της παραβολικής της επιρροής.

Η πανδημία μεγάλωσε τις αβεβαιότητές μου, ενίσχυσε τις ανασφάλειές μου, με έκανε να συγκεντρωθώ στα χρειώδη.

– Δέκα και πλέον χρόνια γραψίματος: γιατί τόσα;

– Οταν γράφεις, πρέπει να επιχειρήσεις να εκφράσεις την προσωπική σου άποψη, τη θεώρησή σου για τον κόσμο, με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι να «πάρεις μπρος» έχει μεν… διαλυτική επίδραση στη συγκέντρωσή σου, αλλά συγχρόνως είναι παράγοντας ωρίμανσης ιδεών. Αλλιώς ξεκινάς, δηλαδή, κι αλλού καταλήγεις. Παλινωδίες, επαναλήψεις, κοινοτοπίες είναι μέσα στο πρόγραμμα και πολλές φορές σταμάτησα απογοητευμένος από το αποτέλεσμα της γραφής μου, δίνοντας κάθε φορά στον εαυτό μου ένα μικρό περιθώριο μέχρι να επιστρέψω. Επίσης, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, ποτέ δεν είχα τη βεβαιότητα πως τα γραπτά μου είχαν κάποιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό και αυτοπροσδιορίζομαι ως αναγνώστης, όχι συγγραφέας.

– Γυναίκα ηρωίδα: υψηλότερος ο πήχυς της δυσκολίας για έναν άνδρα συγγραφέα;

– Σαφώς, αλλά η περιπέτεια είναι αρκούντως γοητευτική. Ξεκινώντας από τη Γαία, την αρχέγονη θεότητα, και φτάνοντας στην Παναγία (την Ελεούσα, τη Γιάτρισσα, την Οδηγήτρα), η γυναίκα είναι το απόλυτο σύμβολο της ζωοδότριας δύναμης. Ετσι επέλεξα μια γιατρό, η οποία προσφέρει την παρηγορητική έξοδο του «ελέους». Δεν ισχυρίζομαι πως έχω καταφέρει να εισχωρήσω στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, αλλά ελπίζω να έχω αποτυπώσει σε ικανοποιητικό βαθμό την προσωπικότητα της ηρωίδας μου, η οποία είναι παρονομαστής ενός κλάσματος με αριθμητή όλες τις γυναίκες που θαυμάζω και αγαπώ.

Ο Στ. Μάινας στην «Κ»: Δεκαπέντε χρόνια έγραφα κι έσβηνα-1

Δεν είμαι μακάριος και ευτυχής

– Ποια «εργαλεία» προσφέρει ο ηθοποιός στον συγγραφέα – και τούμπαλιν;

– Φαντασία, καλλιέργεια, ενσυναίσθηση. Αυτά είναι τα προαπαιτούμενα του ερμηνευτή χαρακτήρων και ακριβώς τα ίδια του συγγραφέα, προσθέτοντας το ιδιαίτερο «σχιζοφρενικό» χαρακτηριστικό της γραφής: την ταύτιση και την αποστασιοποίηση την ίδια στιγμή και στον ίδιο βαθμό.

– Ποιος είναι ο μεγαλύτερος «εχθρός» ενός ηθοποιού; Και ενός συγγραφέα;

– Η προχειρότητα και το να παρασύρεται από το θυμικό του. Αυτοί είναι οι ίδιοι εχθροί αμφοτέρων των ενασχολήσεων. Κάθε άλλης ενασχόλησης θα προσέθετα…

– Και ποιες ευκολίες υπάρχουν στο γράψιμο σε σύγκριση με τη συνθήκη της υποκριτικής;

– Ευκολία σημαίνει λιγότερη πνευματική καταπόνηση, μικρότερη προσπάθεια, συντομότερη διαδρομή. Κι εγώ πιστεύω στο «Μη βιάζεις το ταξίδι διόλου» της Καβάφειας Ιθάκης. Επί σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, έγραφα, έσβηνα, αναθεωρούσα, ξανάγραφα· έτσι που το τελικό προϊόν να είναι μόνο ένα κομμάτι των κειμένων μου. Στα συρτάρια μου, το υλικό αυτού του βιβλίου είναι υπερπολλαπλάσιο. Καμιά ευκολία, λοιπόν. Οσον αφορά την υποκριτική, έχει κι αυτή κανόνες, ελαστικότερους, θα μπορούσα να πω, και περισσότερες επιλογές, αλλά νομίζω ότι και εδώ δεν αρκούν η φυσική κλίση και το τάλαντο· χρειάζεται μυαλό και, όπως μας έλεγαν οι παλαιότεροι δάσκαλοι, η επιλογή της μακρύτερης διαδρομής. Πράγμα διόλου επιθυμητό και αγαπητό σε καιρούς ταχύτητας.

– Το θέμα της υποβοηθούμενης ευθανασίας είναι ακανθώδες. Θα θέλατε να μπορούσατε να ορίσετε το τέλος σας;

– Σίγουρα θα ευχόμουν, αν φτάσω στο σημείο να έχω απολέσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να βαδίζω αναπόδραστα προς το μη αναστρέψιμο, να απαλλαγώ από το μαρτύριό μου σύμφωνα με τη ρήση του Σοφοκλή «καλώς θανείν» ή το χριστιανικό «εν ειρήνη τελειούται».

– Εκτός από τον Παπαδιαμάντη, η επιρροή του οποίου είναι φανερή, ποιοι άλλοι συγγραφείς σας έχουν καθορίσει;

– Από πού να αρχίσω… Είμαι επηρεασμένος από τα γυμνασιακά μου αναγνώσματα, από τις νεανικές μου αυταπάτες, από τις βραδιές μου στις δανειστικές βιβλιοθήκες, από την έκπληξή μου όταν διάβασα για πρώτη φορά Ντοστογιέφσκι, από τον ώριμο Τολστόι, από τον Τσέχωφ και τον ανθρωπισμό του, από τον Σολωμό, τον Μπρεχτ, τον Καμύ, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Μουρακάμι, αλλά και τον Σπινόζα και τον Γιάλομ.

– Υπάρχει επιθυμία από μέρους σας να δούμε την ιστορία της Αννας στη σκηνή ή στην οθόνη;

Οπως προβοκατόρικα γράφει ο Νίτσε, «για όσους επιλέγουν τη σκέψη και τη γνώση δεν υπάρχουν χαρούμενες ζωές».

– Η ιστορία μου είναι φτιαγμένη από εικόνες. Μακάρι να εμπνεύσει κάποιον κινηματογραφιστή. Εγώ… την παρέδωσα.

– Πέντε ρήματα «συνώνυμα» του γράφω;

– Συνθέτω, χαράσσω, συλλαβίζω, αποτυπώνω, αφηγούμαι.

– Στο «Εκεί που ζούμε» του Σωτήρη Γκορίτσα πώς θα σας δούμε;

– Ερμηνεύω τον πατέρα του Προμηθέα Αλειφερόπουλου, που είναι ο πρωταγωνιστής. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, το αποτύπωμα ενός χαρακτήρα που έχει ξεμείνει από άλλη εποχή – την εποχή του «Βαλκανιζατέρ» για όσους έχουν δει τη συγκεκριμένη ταινία.

– Η πανδημία πώς και πόσο σας έχει επηρεάσει ως άνθρωπο και καλλιτέχνη;

– Μεγάλωσε τις αβεβαιότητές μου, ενίσχυσε τις ανασφάλειές μου, ελάττωσε τις ώρες του ύπνου μου, με έκανε να συγκεντρωθώ στα χρειώδη, τα απαραίτητα, και με οδήγησε σε μια εξ αποστάσεως θεώρηση των γεγονότων, αντιλαμβανόμενος τη σημασία της λέξης «επικαιρότης».

– Τρεις και πλέον δεκαετίες στο κουρμπέτι (σχεδόν τέσσερις;) τι έχετε μάθει για τους ανθρώπους και τι για τον εαυτό σας;

– Μεγαλώνοντας βλέπω πόσο λίγα γνωρίζω, κυριαρχούν τα ερωτηματικά, υστερούν οι βεβαιότητες. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είμαι μακάριος και ευτυχής, λοιπόν. Αλλωστε, όπως προβοκατόρικα γράφει ο Νίτσε, «για όσους επιλέγουν τη σκέψη και τη γνώση δεν υπάρχουν χαρούμενες ζωές».

– Ανυπομονείτε για το «Dogville»; Τι πιστεύετε ότι κάνει αυτό το έργο ξεχωριστό;

– Διαθέτει «Μπρεχτική» οικονομία και δομή χρησμού. Ο μύθος του είναι μια κραυγή ενάντια στην υποκρισία. Ο ίδιος ο Λαρς φον Τρίερ το έχει πολύ εύστοχα περιγράψει: «Το να προκαλείς δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο. Δεν αποτελεί όμως βάση για να κάνεις σημαντική τέχνη και δεν αφορά τη δική μου δουλειά. Αν προκαλώ κάποιον, αυτός είναι ο εαυτός μου. Κηρύττω διαρκώς τον πόλεμο σε εμένα τον ίδιο, στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα, στις προσωπικές μου αξίες, και επιτίθεμαι σθεναρά στη φιλοσοφία με την οποία με ανέθρεψαν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή