Ρένη Πιττακή στην «Κ»: Εχω αδυναμία στην ανεξαρτησία

Ρένη Πιττακή στην «Κ»: Εχω αδυναμία στην ανεξαρτησία

Η Ρένη Πιττακή μιλάει στην «Κ» για τους σταθμούς της ζωής και του θεάτρου που καθόρισαν τη διαδρομή της

7' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν η Ρένη Πιττακή μιλάει για την ημέρα που έδωσε εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, είναι σαν να περιγράφει έναν πίνακα ζωγραφικής. «Ημουν μαυρισμένη από τα καλοκαιρινά μπάνια στην Υδρα, με ένα έντονο πορτοκαλί φόρεμα, κραγιόν στα χείλη, κολιέ στον λαιμό. Οι κοπέλες πήγαιναν ενημερωμένες στις εξετάσεις. Αβαφες, ντυμένες στα μαύρα και στα σκούρα. Βάλθηκαν να με ξεβάψουν, αρνήθηκα. Ηθελα να είμαι ο εαυτός μου».

Γελάει με το θράσος και την αφέλεια της νιότης. «Τους είπα “δεν έχω ετοιμάσει μονόλογο, μόνο ποίηση, γιατί δίνω στο πανεπιστήμιο”. Oμως εκεί, στη σκηνή τότε, κάτι έντονο με σφράγισε. Αργότερα αγωνιούσε για τα αποτελέσματα και ο πατέρας μου, που δεν μπορούσε να βλέπει το κοριτσάκι του να υποφέρει. Κατέβηκε στο θέατρο και με όλη την κοσμικότητα που τον χαρακτήριζε, συστήθηκε στον Χατζημάρκο και τον ρώτησε. Ετσι πληροφορηθήκαμε νωρίς ότι πέρασα». Γιατί όχι το Εθνικό Θέατρο; «Φυσικά το σκεφτήκαμε. Ομως συνέπιπτε με την ημέρα που έδινα έκθεση στις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου πρότεινε “δεν πας και στον Κουν;”. Και ας μην πηγαίναμε συχνά στο θέατρο, όσο σινεμά».

«Κράτος – Κρόνος»

Στις 20 Απριλίου θα δούμε τη Ρένη Πιττακή στην κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου, όπου ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί το έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» σε μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Είναι η τέταρτη συνεργασία με τον 36χρονο σκηνοθέτη, τον οποίο θαύμαζε πριν ακόμη συνεργαστούν. Τώρα υποδύεται την παραμάνα της Ιουλιέττας, τη Νένα, «μια γυναίκα ψημένη στη ζωή, ουσιαστικά μητέρα της, που της είχε μεγάλη αδυναμία. Μια γυναίκα που σηκώνει ανάστημα, αλλά τελικά ακολουθεί το σύστημα για λόγους επιβίωσης».

Σε έναν τόπο θανάτου ξετυλίγεται η αντιπαλότητα των δύο ισχυρών οικογενειών της Βερόνας και του απόλυτου έρωτα. «Σε έναν κόσμο σήψης και αλληλοεξόντωσης, όπου τη μια στιγμή έχουμε ακραία βία και την άλλη στιγμή αδράνεια. Ο Καπουλέτος και ο Μοντέγος έχουν κληροδοτήσει το μίσος τους στους νεότερους. Ο Ρωμαίος δεν μετέχει σ’ αυτή τη βία, είναι αναχωρητής, μοναχικός, έχει έλξη στη θλίψη. Η Ιουλιέττα επίσης είναι έξω από την αντιπαλότητα των οικογενειών. Συναντιούνται στη γιορτή των Καπουλέτων, μια έκρηξη παρενδυσίας και ερωτεύονται. Αλλά ο έρωτάς τους γίνεται θάνατος, έξοδος από την πραγματικότητα που δεν αντέχουν», λέει η καταξιωμένη ηθοποιός και εντοπίζει κοινά με την εποχή μας: «Και σήμερα η κοινωνία βρυχάται ύπουλα, η χολή περισσεύει, ενώ η βία ξεσπάει σε αδύναμα θύματα. Θρηνούμε κακοποιήσεις, ένα τσουνάμι καθημερινής βίας, ενώ το κράτος μοιάζει με Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, όπως φάνηκε από τις ελλείψεις πρόληψης στα Τέμπη».

Ζοφερά περιγράφει το τοπίο και ο Δημ. Καραντζάς στο σημείωμα της παράστασης: «Ενας υπαρξιακός τόπος (μια αίθουσα δεξιώσεων; Ενα αποτεφρωτήριο; Ενας δημόσιος χώρος;) ένας τόπος αδρανείας στον οποίο ανθούν μόνο η βία, η πατριαρχία και η επιβολή. Σε αυτόν τον τόπο όπου οι άνδρες εκπαιδεύονται να σκοτώνουν και οι γυναίκες να “ξαπλώνουν ανάσκελα”, τα δύο κεντρικά πρόσωπα του έργου, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, αντιστέκονται σθεναρά, εξαιρούνται από τον κανόνα και κατασκευάζουν τον δικό τους τόπο –έναν τόπο ποίησης και φαντασίας– και προτάσσουν την αγάπη ως διαφυγή από ένα σύμπαν μίσους που ζει ανά τους αιώνες (και μέχρι σήμερα)».

Η οικογένεια δεν με ενδιέφερε καθόλου, ίσως γιατί δεν πέτυχε ο γάμος των γονιών μου. Και ο γάμος με τον Μίμη ήταν για να μη στενοχωρηθεί ο πατέρας μου, επειδή εμείς θέλαμε να συζήσουμε.

Πενήντα επτά χρόνια στο θέατρο –τα σαράντα απ’ αυτά στο Τέχνης–, η Ρένη Πιττακή ήταν από τα κορίτσια που έσπασαν, μου είχε πει παλιότερα, τα αστικά καλούπια. Στου Κουν ένιωθε ελεύθερη. Σήμερα δεν αισιοδοξεί για το μέλλον. «Θα πίστευε ποτέ η γενιά μου ότι στα γεράματά μας θα είχαμε πόλεμο δίπλα μας και διαρκή απειλή για πυρηνικά; Oμως, και στην πλάτη της νεότερης γενιάς συσσωρεύτηκαν οικονομική κρίση, πανδημία, κακομεταχείριση, υποβάθμιση σπουδών, το έγκλημα στα Τέμπη».

Στη Ρένη Πιττακή θαυμάζεις το ταλέντο, τις ηρωίδες που ξεψάχνισε, την απλότητα στην ερμηνεία, το υποδόριο χιούμορ στις συζητήσεις, τον τρόπο που αναφέρει σκαμπανεβάσματα και κύκλους της κατάθλιψης, την έμφυτη ευγένειά της. «Δεν ήμουν σίγουρη σαν αποφάσισα να ακολουθήσω το θέατρο, ούτε ήμουν έτοιμη όταν βγήκα στη σκηνή. Δεν ήμουν ώριμη για τον πρώτο μου ρόλο, τη Ρουθ στον “Γυρισμό” του Πίντερ, το 1966».

Μιλάει με αγάπη για τα Εξάρχεια. Ο πατέρας της είχε έρθει οικογενειακώς από τη Σμύρνη, η μητέρα ήταν Αθηναία με ρίζες από το Αργος. Μετά τον γάμο τους απέκτησαν τη Ρένη και τον δίδυμο αδελφό της, που πέθανε έξι μηνών. Σχολείο ξεκίνησε και τελείωσε στο Αρσάκειο με ενδιάμεσους σταθμούς, σχολεία στις Σέρρες, στην Κοζάνη, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, εξαιτίας των μετακινήσεων του στρατιωτικού πατέρα της. «Μου άρεσαν οι αλλαγές, να πηγαίνω στα βουνά της Βόρειας Ελλάδας, στα αναστενάρια, να κατασκηνώνουμε δίπλα στη θάλασσα. Γνώρισα μια Ελλάδα άχτιστη και όμορφη. Ο μπαμπάς ανερχόταν με την επετηρίδα. Ηταν δεξιός, αλλά όχι σε κλίκες που ονειρεύονταν εξουσία και πραξικόπημα. Αποστρατεύτηκε γύρω στο ’60, όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα».

Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ήμουν σε έναν χώρο όπου τον κίνδυνο τον είχαν τα αγόρια. Υπήρχαν εποχές στο θέατρο που πολλά ήταν κρυφά. Καλά κάνουν και βγαίνουν στο φως.

Μιλάει με νοσταλγία για το σπίτι της μαμάς στα Εξάρχεια, με τα χαγιάτια και τα κεραμίδια που έσταζαν, την ταράτσα με θέα την Ακρόπολη, όπου ανέβαινε να δει ορίζοντα και τραγουδούσε σουξέ της Βέμπο. «Οι γονείς μου χάρηκαν όταν μετακομίσαμε σε σύγχρονο διαμέρισμα, με θέρμανση και μπάνιο, στην πλατεία Βικτωρίας».

«Δεν ήμουν σίγουρη»

Την απώλεια του αδελφού της τη βίωσε μέσα από τον πόνο της μητέρας της. «Ηταν μελαγχολική, είχε ψυχικά θέματα, δεν ήταν και ταιριαστός ο γάμος της με τον πατέρα. Γνώρισα μεγάλη αγάπη και ασφάλεια, όλα για την κόρη, από την άλλη όμως ζούσα την έλλειψη συνεννόησης που βίωναν. Δεν υπήρχε ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ τους». Δεν ήταν αυστηροί γονείς, «η προστασία βάραινε, ήμουν μοναχοπαίδι». Οποτε το θέατρο ήταν διέξοδος παρότι είχε και «την πετριά της αρχαιολογίας». Προπάππος της, άλλωστε, ήταν ο Κυριακός Πιττάκης, από τους πρωτοπόρους στη διαμόρφωση της ελληνικής αρχαιολογίας, που μυήθηκε 18 ετών στη Φιλική Εταιρεία. Το 1822, όταν οι Ελληνες επαναστάτες πολιορκούσαν την Ακρόπολη και οι πολιορκημένοι Τούρκοι έβγαζαν από τις αρχαίες κολόνες, από τους συνδέσμους των λίθων, το μολύβι για να κάνουν βόλια, οι πολιορκητές, όπως έγραψε ο Μανόλης Ανδρόνικος, «ύστερα από υπόδειξη του Πιττάκη, τους έστειλαν βόλια για να σταματήσουν την καταστροφή».

Ακουγε πολλές ιστορίες από τις θείες της για τον προπάππο, αλλά και για τον παππού της, τον Στίλπωνα Πιττακή, λόγιο από την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. «Δημοσιογράφος, έγραφε και ποιήματα. Πρόσφατα βρήκα ένα θεατρικό του έργο στην καθαρεύουσα. Καλλιτεχνική φύση που την έπνιξε, την είχε και ο μπαμπάς. Ζωγράφιζε. Μου άρεσαν τα παστέλ και κάποιες υδατογραφίες του. Στην Υδρα, όταν κολυμπούσαμε, εκείνος ζωγράφιζε σε λάδι, ενώ ο Ντασσέν γύριζε τη “Φαίδρα” με τη Μελίνα και τον Αντονι Πέρκινς. Η μητέρα μου μάθαινε ποιήματα. Ηταν ευαίσθητοι οι γονείς μου, αλλά τι κρίμα, αταίριαστοι. Εκείνη παντρεύτηκε για να ζήσει κι εκείνος για να βάλει παντόφλα. Δέχτηκαν την επιλογή μου, απλώς με πίεζαν να μην αφήσω το πανεπιστήμιο».

Στο θέατρο βρήκε τρόπο να νικήσει τη συστολή της. Το πειθαρχημένο περιβάλλον του Θεάτρου Τέχνης τη βοήθησε να είναι απερίσπαστη. «Πηγαίναμε και στις πρόβες των άλλων, σαν σχολείο. Τα αγόρια έκαναν και χειρωνακτική εργασία στο θέατρο, τα κορίτσια ήταν γυναικωνίτης. Ημασταν αφοσιωμένοι».

Ενα όμορφο κορίτσι πώς προστατευόταν, τότε, στο θέατρο; «Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ήμουν σε έναν χώρο όπου τον κίνδυνο τον είχαν τα αγόρια. Υπήρχαν εποχές στο θέατρο που πολλά ήταν κρυφά. Καλά κάνουν και βγαίνουν στο φως», λέει η Ρένη Πιττακή. Είναι γνωστό πια ότι στο Θέατρο Τέχνης τασάκια εκσφενδονίζονταν, τραπέζια αναποδογύριζαν, υπήρχαν εντάσεις και συγκρούσεις. Επίσης ο Κουν δεν ήθελε σχέσεις μεταξύ των ηθοποιών του για να μην αποσυντονίζονται. Τη Ρένη την είχε σαν κόρη του και εκείνη σαν δεύτερο πατέρα. Δέχτηκε το πορτοκαλί φουστάνι της στις εξετάσεις, αλλά και τη σχέση της με τον Μίμη Κουγιουμτζή. Εγινε κουμπάρος στον γάμο τους και, όταν χώρισαν, ο Κουν προσπάθησε να τη μεταπείσει.

Οι αταίριαστοι γονείς

«Η οικογένεια δεν με ενδιέφερε καθόλου, ίσως γιατί δεν πέτυχε ο γάμος των γονιών μου», λέει εκείνη σήμερα με βεβαιότητα. Δεν λαχτάρησε τη μητρότητα. «Εχω αδυναμία στην ανεξαρτησία. Και ο γάμος με τον Μίμη ήταν για να μη στενοχωρηθεί ο πατέρας μου, επειδή εμείς θέλαμε να συζήσουμε».

Δεν πληγώθηκε που στη διαθήκη του Κουν για το μέλλον του Θεάτρου Τέχνης έλειπε το όνομά της. «Τον πείραξε, έτσι μου είπαν, ότι έκανα απόπειρα να δουλέψω στην τηλεόραση κι ας μην προχώρησε. Δεν ήθελε να δουλεύουμε έξω από το θέατρό του. Εγώ ήθελα να ανοίξω τα φτερά μου. Επιπλέον, το Θέατρο Τέχνης ήταν ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον». Υπήρχαν κόντρες; «Υπήρχε ίντριγκα. Με στενοχωρούσε, αλλά δεν λύγιζα, είχα κέντρο και στόχους».

Το καλοκαίρι, στόχος της είναι να ξεκουραστεί. Τον Νοέμβριο την περιμένουν οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Αλμπι με σκηνοθέτη τον Ρόμπερτ Ουίλσον στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Η πρώτη τους συνάντηση «ήταν σαν εργαστήρι ψηλάφησης. Δεν είναι πολύ του κειμένου και των διαλόγων. Δουλεύει αλλιώς, με την κίνηση, τους φωτισμούς, τις μουσικές». Χρειάζεται λοιπόν θάλασσα και ορίζοντα, «γιατί η πειθαρχία του Ουίλσον είναι εκκλησία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή