Στην κηδεία του Σεφέρη οι νέοι πρωτοστάτησαν. Ποια ήταν όμως τα χαρακτηριστικά αυτής της νεανικής συλλογικότητας που εκφράστηκε εκείνη την Τετάρτη, 22 Σεπτεμβρίου 1971; Θα περιμέναμε να δούμε π.χ. χίπηδες ή ροκάδες στην κηδεία του Σεφέρη;
Η Μαρίζα Κωχ μας βοηθάει να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Το 1971 ήταν σταθμός στην καλλιτεχνική της πορεία. Λίγο πριν από τον θάνατο του Σεφέρη είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος της δίσκος, ο «Αραμπάς», που θα έφερνε μια νέα μουσική εποχή μέσα από το πάντρεμα παραδοσιακών ακουσμάτων με τον ηλεκτρικό ή και ψυχεδελικό ήχο. Στο εξώφυλλο του δίσκου απεικονιζόταν ένα Ζ με τρόπο που εύκολα ξέφευγε από τη λογοκρισία και μια «χίπικη» φωτογραφία. Ποια ανταπόκριση είχε στην Κωχ και σε άλλους «ομόγνωμους» νέους καλλιτέχνες η ποίηση του Σεφέρη και τι σήμαινε η συμμετοχή τους στην κηδεία του;
Μια εικόνα αυτών των καλλιτεχνών βρίσκει κανείς στην ταινία-ντοκουμέντο «Ζωντανοί στο Κύτταρο – Σκηνές ροκ» (2005) του Αντώνη Μποσκοΐτη. Η ταινία ξεκινάει με μια μοτοσικλέτα με πλαϊνό καλάθι, με οδηγό τον Δημήτρη Πουλικάκο ως «γεροντοφρικιό» και τον Μποσκοΐτη στο καλάθι ως «νεοχίπη». Στη συνέχεια, εκτός από την ίδια την Κωχ, βλέπουμε και ακούμε πολλά αντιπροσωπευτικά: ο Ιλάν (Σολομών) περιγράφει π.χ. πώς σε μια περιοδεία με την Κωχ, σε μια από τις πρώτες sold out συναυλίες τους, τα μικρά παιδιά τούς υποδέχθηκαν στην πόλη φωνάζοντας «ήρθαν οι χίπ’δες, ήρθαν οι χίπ’δες!»· ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλάει για τον Μπομπ Ντίλαν· ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας περιγράφει πώς ένα βράδυ ένας κύριος με κοστούμι και κόκκινο γαρίφαλο στο πέτο τον αγκάλιασε συγκινημένος πάνω στην πίστα, για να αποδειχθεί πως δεν ήταν άλλος από τον Τάσο Λειβαδίτη· ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος στο πιάνο αυτοσχεδιάζει πάνω στις «Γυμνοπαιδίες» του Σατί – είχε άραγε καθόλου στον νου του τη συλλογή του Σεφέρη «Γυμνοπαιδία»; Ή ο Δημήτρης Ψαριανός περιγράφει πώς την περίοδο που τραγουδούσε στο «Κύτταρο» βρέθηκε να ηχογραφεί τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζιδάκι μαζί με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Μπορούμε να υποθέσουμε πως κανείς δεν παραξενεύτηκε όταν ο Μάνος Χατζιδάκις αφιέρωσε στον Σεφέρη τον δίσκο της «Ρυθμολογίας» και του «Κύκλου του C.N.S.», που ηχογράφησε με την Νταντωνάκη το 1971 στη Νέα Υόρκη, ούτε όταν έγραφε στο σημείωμα του δίσκου πως ο Σεφέρης «πρώτος μας έκαμε να νιώσουμε τη σημασία ενός σοβαρού παιχνιδιού».
Ο Σεφέρης παρότρυνε να στοχαστούμε «τον ρόλο που έπαιξαν οι πνευματικές επιμειξίες στη ζωή των εθνών» και πώς οι δημιουργοί που «γυρεύουν να διατυπώσουν το στοιχείο το αναντικατάστατο που φέρνουν μέσα τους» βρίσκουν μεγάλη βοήθεια σε συγγένειες έξω από την παράδοσή τους. Στον χώρο της μουσικής ο «Αραμπάς» της Κωχ είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τέτοιων επιμειξιών, όπου τα νησιώτικα και μικρασιάτικα τραγούδια ενώνονται με τον ροκ ήχο των «παιδιών των λουλουδιών» και με ένα ξενικό επώνυμο με κρουστό ήχο που φέρνει μέσα του το «ωχ» της έκπληξης, του πόνου και του καημού.
Η Κωχ με δέχθηκε στην Καρδαμύλη, εκεί όπου γεννήθηκε η «Fata Morgana» της σε ποίηση του Νίκου Καββαδία και όπου «Η ελιά της Μαρίζας» σημαδεύει έναν ακόμη χώρο της μακράς ενασχόλησής της με τη βιωματική μουσική εκπαίδευση των παιδιών.
Τα λόγια της Κωχ δίνουν μια έντονη εικόνα για το πώς οι χίπηδες ή τα χιπάκια της εποχής, που γέμιζαν τις ροκ σκηνές του «Ροντέο» και στη συνέχεια του «Κυττάρου», συμμετείχαν στον αντιδικτατορικό παλμό και στο αίσθημα πένθους της κηδείας του Σεφέρη. Μας θυμίζουν ένα μέρος της νεανικής συλλογικότητας της εποχής που συχνά ξεχνάμε μέσα στις πολιτικές και πολιτισμικές πραγματικότητες της Μεταπολίτευσης, όταν, όπως λέει η Κωχ, «ήρθε το πολιτικό τραγούδι και διαλύθηκαν τα μουσικά συγκροτήματα που είχαν βάσεις ροκ». Μας προτρέπουν να σκεφτούμε σοβαρά τι σήμαινε ο Σεφέρης για τους ροκάδες της εποχής ή αλλιώς τη ροκ δυναμική του ίδιου του Σεφέρη.
– Κυρία Κωχ, δώστε μας μια εικόνα από την κηδεία του Σεφέρη.
– Θυμάμαι, σε ένα σημείο, κοντά στην Πύλη του Αδριανού, σταμάτησε το φέρετρο πολλή ώρα, γιατί ήταν κόσμος και μπροστά και πίσω και δεν μπορούσε ο κόσμος ούτε μπροστά να πάει ούτε πίσω. Εκείνη η ακινησία είναι ακόμη ολοζώντανη μπροστά μου. Hμουν εκεί.
Κανείς δεν σκεφτόταν αν τον παρακολουθούν ή όχι – που σίγουρα θα τον παρακολουθούσαν. Δεν μπορούσε τίποτε να σταματήσει το ποτάμι του κόσμου. Υπήρχε μια αφοβία. Κηδεύαμε τον άνθρωπό μας. Oλοι οι μουσικοί και οι ομόγνωμοι ήμασταν εκεί.
– Ποιους θυμάστε να είναι στην κηδεία;
– Θυμάμαι ήμασταν στο «Ροντέο» –δεν ήμασταν ακόμη στο «Κύτταρο»– και την προηγούμενη ημέρα διαβάστηκαν εκεί, όπως και σε όλες τις μπουάτ, ποιήματα του Σεφέρη και δώσαμε ραντεβού την επόμενη μέρα στο Σύνταγμα. Ακολουθήσαμε όλοι, και κάθε μπουάτ –ήμασταν πάρα πολλοί– μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο.
Για εμάς τους νέους εκείνης της εποχής ο Σεφέρης, η ποίησή του, ήταν κάτι πολύ δικό μας, πολύ γνώριμο. Ο κόσμος της μπουάτ, ο νεαρόκοσμος αυτών των μικρών αιθουσών που είχαν ξεκινήσει πριν από τη δικτατορία, ήταν κόσμος που ενδιαφερόταν και για τα κοινά: ήταν το 1-1-4, ήταν ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ήταν η πάλη των ιδεών και των μουσικών αναζητήσεων που ξεκίνησε από τον πόλεμο του Βιετνάμ στην Αμερική και επικράτησε σε παγκόσμια κλίμακα και ακούμπησε στον ελλαδικό χώρο πολύ πάνω στην ποίηση.
Ημασταν στο «Ροντέο». Την προηγούμενη ημέρα διαβάστηκαν εκεί, όπως και σε όλες τις μπουάτ, ποιήματα του Σεφέρη και δώσαμε ραντεβού την επομένη στο Σύνταγμα. Ακολουθήσαμε όλοι μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο.
Από το εξωτερικό μάς ερχόταν το ρεύμα του Ντίλαν, της Τζόνι Μίτσελ, της Μπαέζ, και παρότι δεν τραγουδούσαμε αγγλόφωνα, υπήρχε όμως η δική μας ποίηση να τραγουδήσουμε. Hταν η εποχή που υπήρχε μεγάλο ρεύμα μελοποίησης της ποίησης· υπήρχαν οι τραγουδοποιοί, που πολλοί από αυτούς δεν ηχογράφησαν. Hταν τόπος συνάντησης οι μπουάτ αυτές, όπου υπήρχαν παύσεις –μουσικές θα τις λέγαμε– και εκεί γίνονταν κουβέντες και αναγνώσεις ποίησης.
Τραγουδούσαμε το ποίημα του Σεφέρη «Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε/ όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε» [«Θεατρίνοι, Μ.Α.»]. Θυμάμαι το είχα μελοποιήσει κι εγώ, το «συνάντησα» μουσικά, θα έλεγα. Μια φίλη μου, η οποία ήταν μοναχή, μεγαλόσχημη μοναχή, πριν της πω ότι αυτό το ποίημα μου αρέσει και το είχα μελοποιήσει, μου το τραγούδησε εκείνη με την κιθάρα της. Oταν λέγαμε «στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε/ όπου σταθούμε και όπου βρεθούμε», αυτό δούλευε μες στη γλώσσα μας, ήταν η λαλιά μας, η ποιητική λαλιά που είχαμε αποκτήσει οι νέοι της γενιάς μας.
Ο Σεφέρης ήταν βίωμά μας· σε όλα αυτά τα χιπάκια με τα μακριά μαλλιά. Αν δεν διάβαζες τον Σεφέρη, δεν είχες επαφή με την ποίηση.
– Τι φορούσαν τα «χιπάκια» στην κηδεία του Σεφέρη;
– Τα ρούχα δεν είχαν καμιά σημασία. Δεν αλλάζαμε κοστούμια για να πάμε να τραγουδήσουμε. Oπως γυρίζαμε στον δρόμο, όπως τραγουδούσαμε το βράδυ, πήγαμε και στην κηδεία.
– Τι ρόλο έπαιξε στην ανταπόκριση των νέων η Δήλωση που έκανε ο Σεφέρης εναντίον της δικτατορίας τον Μάρτιο του 1969 και το γεγονός ότι τήρησε αυτό που είπε στο τέλος: «Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ τον Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω»;
– Ηταν αυτός που εμπιστευόμαστε και μίλησε τελικά. Περιμέναμε να ακούσουμε έναν μεγάλο άνθρωπο, δικό μας άνθρωπο, και ακούσαμε αυτό που περιμέναμε. Και η σιωπή του ήταν παντού σημείο αναφοράς στις συζητήσεις μας. Μας κρατούσε αφυπνισμένους, ότι δεν πατάμε γερά στα πόδια μας· ότι το να φεύγει ένας τέτοιος άνθρωπος, να αποχωρεί, να παίρνει πίσω την παρουσία του από την κοινή ζωή, ήταν μια στάση σωστή.
Η ανατροπή του «Αραμπά» ήταν η αλήθεια της στιγμής
– Ο «Αραμπάς» ήταν μια ανατρεπτική μουσική προσέγγιση στο δημοτικό τραγούδι που έδενε ταυτόχρονα με μια «χίπικη» εμφάνιση –όπως σας βλέπουμε στο εξώφυλλο του δίσκου– και με ένα ξενικό όνομα. Μιλήστε μας για αυτού του είδους τις επιμειξίες (για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη με ιδιαίτερο βάρος για τον Σεφέρη).
– Το όνομα ήταν το πατρικό μου – το είχα καθιερώσει από τις μπουάτ τις μικρές, έτσι λεγόμουν πάντα. Ηθελα να τιμήσω το όνομα του πατέρα μου, που είχα αγαπήσει από τα λόγια της μάνας μας, και ήθελα να είμαι Κωχ. Δεν είχα ποτέ κόντρα με κάποιον να μου πει γιατί Κωχ – μόνο ο Κούνδουρος όταν έκανε «Τα τραγούδια της φωτιάς» σχολίασε το όνομα, του είπα τον λόγο και γίναμε αδέλφια με τον Κούνδουρο.
Με το θάρρος της νιότης και το θράσος της άγνοιας αυτά λειτούργησαν όλα μαζί. Κανένας προβληματισμός. Ηταν η αλήθεια της στιγμής. Και δεν κράτησε μόνο μια στιγμή, κράτησε μέχρι τη Μεταπολίτευση. Μετά ήρθε το πολιτικό τραγούδι και διαλύθηκαν τα μουσικά συγκροτήματα που είχαν βάσεις ροκ.
Το παραδοσιακό τραγούδι ήταν κάτι βιωμένο σε εμένα, είχα μεγαλώσει σε νησί και με σμυρναίικα τραγούδια – αν διαβάσει κανείς το αυτοβιογραφικό μου «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», καταλαβαίνει τα στάδια από όπου πέρασα μουσικά και συγκράτησα αυτές τις μνήμες. Ηξερα ότι θα διαφωνήσουν ο Σίμων Καράς, η Δόμνα Σαμίου με αυτή την απόδοση του δημοτικού τραγουδιού, όμως ήταν ο τρόπος να μην περάσω λογοκρισία – τα δημοτικά τραγούδια δεν περνούσαν από λογοκρισία μέσα στη χούντα.
Οι ροκάδες που υπήρχαν τότε, φοβεροί μουσικοί, με τη στάση ζωής τους ως χιπάκια και με τον σκληρό ήχο, έδιναν μια παρουσία στον χώρο σαν γροθιά στο κατεστημένο της εποχής. Ηταν μια πολιτική στάση, χωρίς να ξέρουν κι οι ίδιοι. Ερχόταν απέξω από το Βιετνάμ, ήταν το μπόλιασμα. Εγώ το είχα ζήσει δύο χρόνια που έλειψα στο Λονδίνο στο Χάιντ Παρκ και μου ήταν πολύ οικείο και είχε γίνει το ζητούμενο για εμένα. Ηθελα να τραγουδώ με σκληρό ήχο. Ο Σεφέρης δεν είπε ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη;
*Η κ. Πολίνα Ταμπακάκη, ερευνήτρια, King’s College London, έχει επιμεληθεί την έκδοση «Κύπρος, γυναικεία φωνή και μνήμη στο έργο της Νίκης Μαραγκού» (Το Ροδακιό, 2019).