Ο πατέρας του, Πιερ Λορέντσο ντε Βίτα, ήταν επίσης «καρτουνίστας». Εκείνος τον έβαλε στο εργασιακό περιβάλλον των κόμικς της Ντίσνεϊ, όπου η καριέρα του Μάσιμο ντε Βίτα θα διαρκούσε πάνω από μισό αιώνα και θα αριθμούσε πολλές εκατοντάδες ιστορίες με παπιά και ποντίκια. Δεν είναι πολύ παράξενο λοιπόν, που ο 83χρονος σήμερα σχεδιαστής και σεναριογράφος των πλέον διάσημων ντισνεϊκών ηρώων, ένας από τους καλύτερους της Ιταλίας, δυσκολεύεται να διαλέξει μια «καταγωγική» ανάμνηση της σχέσης του με την ένατη τέχνη. «Οταν ήμουν μικρός, τρεφόμουν με ψωμί και κόμικς», λέει στην «Κ» και προσθέτει: «Εγινα φανατικός αναγνώστης τους, γιατί μπορούσα να “ζω” στους κόσμους τους. Και επειδή σχεδίαζα καλά από μικρός, το να γίνω και εγώ σχεδιαστής ήταν κάτι φυσικό και επόμενο».
Σπούδασε σχέδιο στη γενέτειρά του, Μιλάνο, εργάστηκε στο στούντιο κινουμένων σχεδίων των αδελφών Παγκότο, ενώ το 1959 ξεκίνησε ως γραφίστας και διορθωτής στο περιοδικό Topolino (το όνομα του Μίκυ στα ιταλικά). Πολύ σύντομα θα σχεδίαζε ιστορίες, σε σενάρια άλλων ή και δικά του και με πρωταγωνιστές αρχικά τους κατοίκους της Λιμνούπολης και κυρίως τον Ντόναλντ Ντακ. Και ήταν το alter ego του γκαφατζή και ευέξαπτου παπιού, ο μασκοφόρος Φάντομ Ντακ, που δεν είχε μεν δημιουργηθεί από τον Ντε Βίτα, διαμορφώθηκε όμως από εκείνον και εισήγαγε τον σχεδιαστή στη σπουδαία ιταλική σχολή της Ντίσνεϊ, την οποία είχαν τιμήσει ονόματα όπως ο Ρομάνο Σκάρπα και ο Τζιοβάν Μπατίστα Κάρπι.
Ενώ όμως ο Φάντομ Ντακ δημιουργήθηκε ως παρωδία άλλου κόμικ, του «Ντιαμπολίκ», ο Μάσιμο ντε Βίτα συνέβαλε στην καθιέρωση, ήδη από το 1971 με την ιστορία «Ο χρυσός σκαραβαίος», μερικών πιο ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών του. «Φρόντιζα να τον παρουσιάζω όχι σαν υπερήρωα, αλλά σαν τον Ντόναλντ που ήταν μεταμφιεσμένος ως τέτοιος, με τις γκάφες του και τις αναποδιές του», θυμάται. «Αργότερα τον μεταμόρφωσαν σε έναν υπερήρωα με τρομερό οπλοστάσιο, σχεδόν ανίκητο. Εκεί άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου».
Δύο ιστορίες του έχουν ελληνικό ενδιαφέρον. Η μία διαδραματίζεται στην Ψαθούρα των Σποράδων, όπου ο καθηγητής Ζάποτεκ (δική του δημιουργία) αναζητά μια πολιτεία χαμένη στη θάλασσα. Η άλλη έχει φόντο τα Μετέωρα. «Είναι η πιο σημαντική ιστορία που έχω σχεδιάσει, από τις πιο αγαπημένες μου», λέει για τη δεύτερη ο Ντε Βίτα. «Κατάφερα με αυτήν να αποτίσω έναν φόρο τιμής τόσο στην Ελλάδα που αγαπώ, όσο και σε έναν μοναχό, τον οποίο είχα γνωρίσει στο νησάκι της Κυρά Παναγιάς, πάνω από την Αλόννησο, που ανήκει στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Oρους. Μου έμαθε πολλά πράγματα για τη ζωή και όποτε γυρνούσα την Ελλάδα, τον επισκεπτόμουν. Είχαμε εξαιρετική σχέση. Στο κόμικ τον ενσαρκώνει ο Γκούφυ, ο οποίος, ενώ σε άλλες ιστορίες είναι λίγο αφελής και ανόητος, εδώ παρουσιάζεται έτσι, ώστε να φαίνεται και το μεγαλείο εκείνου του ανθρώπου. Η ιστορία αυτή είναι και ένας φόρος τιμής στο Aγιον Oρος, που μου θυμίζει τη γνήσια Ελλάδα, όπως τη γνώρισα τη δεκαετία του ’80 και του ’90».
Η ιστορία «Ο Μίκυ Μάους και η έβδομη μονή των Μετεώρων» θα παρουσιαστεί στο 8ο Φεστιβάλ Κόμικς των Χανίων Chaniartoon (chaniartoonfest.gr), που διεξάγεται ώς τις 29 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο μεγάλου αφιερώματος στον Ιταλό σχεδιαστή. Από τις 27 Σεπτεμβρίου ο Ντε Βίτα θα συμμετέχει επίσης σε εργαστήρια και θα υπογράφει βιβλία του. Σταμάτησε να σχεδιάζει νέες ιστορίες το 2020, έπειτα από περίπου πεντακόσιες σε 55 χρόνια, εν μέρει λόγω διαφωνιών με τη σύνταξη του Topolino, αλλά κυρίως επειδή το χέρι του είχε αρχίσει ήδη να τρέμει. «Σε αντίθεση με συναδέλφους που “πεθαίνουν στο σχεδιαστήριο», εξηγεί, «επέλεξα να σταματήσω σε ένα σημείο που ήξερα ότι οι ιστορίες μου δεν θα ήταν πια στο ίδιο επίπεδο και δεν θα ικανοποιούσαν εμένα τον ίδιο».
Διατηρούν τα κλασικά κόμικς την αίγλη τους; «Είμαι φαν της κλασικής γραμμής της Ντίσνεϊ», καταλήγει. «Oμως έχουν υπάρξει διάφορες αναπροσαρμογές, σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και στην Αμερική. Βλέπουμε μια τάση –και στο Topolino– για εκσυγχρονισμό ως αυτοσκοπό. Η κατάσταση απομακρύνεται από το πώς είχα μάθει να αντιμετωπίζω π.χ. τον Μίκυ και τον Ντόναλντ, που κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούσαν κάποια αρχέτυπα της κοινωνίας και οι ιστορίες τους εμπνέονταν από την πραγματικότητα. Τώρα υπάρχουν ιστορίες με χαρακτηριστικά ακόμα και από τα Μάνγκα και γενικά ακολουθούν τάσεις και μόδες. Και να σκεφτείς ότι εκείνες τις εποχές το Topolino πουλούσε 1 εκατ. τεύχη την εβδομάδα, ενώ τώρα 30.000».