Χριστόφορος Παπακαλιάτης: Απο το Α ως το Ω

Χριστόφορος Παπακαλιάτης: Απο το Α ως το Ω

11' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα της νέας του ταινίας, τον πετύχαμε στο Λος Αντζελες, όπου ολοκληρώνει τη διασκευή του σεναρίου της. Πάντα ετοιμόλογος και συχνά αυτοσαρκαζόμενος, ο 39χρονος δημιουργός αυτοσυστήνεται σήμερα μέσα από ένα παιχνίδι αυθόρμητων συνειρμών.

Αμερική: «Βρίσκομαι εδώ για δουλειά -διασκευή του σεναρίου, μετάφραση. Ενας μήνας τρομερά δημιουργικός, αποτελεσματικός, με άλλο τρόπο σκέψης, άλλους ανθρώπους, άλλη προσέγγιση, άλλο ζητούμενο».

Αλήθεια: «Η πιο δύσκολη οδός για να φτάσεις στον προορισμό σου. Λίγοι την επιλέγουν».

Αποτυχία: «Νομοτελειακά, σε μια καριέρα πάντα έρχεται. Κατά έναν σατανικό, διαστροφικό λόγο, είναι πάντα απαραίτητη και αυτή. Ειλικρινά, όμως, δεν μου είναι καθόλου ευχάριστη και όσο πιο μακριά από μένα τόσο το καλύτερο».

Απολογισμός: «Αναπόφευκτος, ένα βήμα πριν τα σαράντα. Μου επιβάλλεται λόγω χρόνου, αντοχών και πραγματικότητας γύρω μου. Ισως αρχίζω να έχω ανάγκη πλέον να  διαχωρίζω πιο ξεκάθαρα αυτό που λέμε “προσωπικά’’ και “επαγγελματικά’’. Βλέπεις, σε εμένα ήταν πάντα άρρητα συνδεδεμένα αυτά τα δύο. Η δουλειά ήταν ζωή και η ζωή δουλειά. Δεν υπήρχε, ουσιαστικά, καμία διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Το ένα έδινε και έπαιρνε από το άλλο. Όμως, έρχεται μια στιγμή, που μία συνθήκη δεν σου αρκεί πια. Κάτι σε μπλοκάρει, σε φρενάρει, σε αδρανεί. Και έτσι, μοιραία, επανεξετάζεις».

Βαριέμαι: «Οταν πρέπει να γράψω ένα μεγάλο μέιλ στο κομπιούτερ μόνος μου. Δεν μπορώ με τίποτα, βαριέμαι, εκνευρίζομαι και θέλω να πάρω τηλέφωνο και να βρίσω. Ξέρω ότι δεν έχω δίκιο και ότι αυτός είναι ο τρόπος επικοινωνίας πια, αλλά εξακολουθεί να μου φαίνεται απρόσωπο, τυπικό και ξενέρωτο».

Γεννήθηκα: «Γεννήθηκα πριν από 39 χρόνια, προπαραμονή Χριστουγέννων στην Αθήνα.  Πατέρας από Κρήτη, μητέρα από Νότια Αφρική. Σφοδρός νεανικός έρωτας που έληξε έξι χρόνια μετά, με αποτέλεσμα ένα κλασσικό διαζύγιο.  Αδέλφια τέσσερα.  Ο Φίλιππος, ο Στέφανος, η Νάρα κι εγώ. Ιδιαίτερη αδυναμία στη γιαγιά Μίκα».

Γελάω: «Λος Αντζελες, 6.30, το ξημέρωμα. Τέταρτος όροφος του ξενοδοχείου, όπου διαμένω. Κοιμάμαι βαριά. Ξαφνικά πετάγομαι. Κάνει σεισμό. Μιλάμε για δυνατό σεισμό. Σα να περνάει ένας γίγαντας από δίπλα και σε κάθε του βήμα, το κτήριο χοροπηδάει. Εγώ, σε απόλυτο πανικό, σίγουρος ότι καταρρέει το κτήριο και χωρίς καμία λογική σκέψη, εκσφενδονίζομαι από το κρεβάτι, αρπάζω το διαβατήριο, που έχω πεταμένο στο τραπέζι, πλάι στην πόρτα, και βγαίνω στον διάδρομο του ξενοδοχείου, όπου τρέχω σε παράκρουση φορώντας μόνο ένα μπλε –ελεκτρίκ- βρακί. Σαν καρτούν, κατεβαίνω τις σκάλες και σε αλλοπρόσαλλη κατάσταση φθάνω στη ρεσεψιόν. Δεν έχω απολύτως καμία συναίσθηση ότι ο σεισμός, στο μεταξύ, έχει τελειώσει και ότι φοράω μόνο ένα βρακί και κρατάω ένα διαβατήριο. Στο λόμπι του ξενοδοχείου, όλα ήρεμα, άνετα, καθημερινά και πολιτισμένα. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το ότι έκανε έναν τόσο δυνατό σεισμό. Η απόλυτη αναισθησία. Φυσικά, γυρνάνε όλοι και με κοιτάνε και εγώ συνειδητοποιώ τη γελοιότητα της εικόνας που αντικρίζουν. Τους καλημερίζω, εξηγώ το λόγο της κατάστασής μου και πλησιάζω τη ρεσεψιόν ζητώντας, πιο ψύχραιμος πλέον, μια κάρτα-κλειδί για να επιστρέψω στο δωμάτιό μου. Πάντα, φορώντας ένα μπλε –ελεκτρίκ- βρακί και κρατώντας μόνο ένα διαβατήριο. Γυρίζοντας πίσω στο δωμάτιο, πήρα κάποιους φίλους για να τους πω για το πρόσφατο ρεζιλίκι μου. Η ερώτηση που εισέπραξα ήταν: “Καλά, που πήγαινες μες στο σεισμό με το διαβατήριο;”. Πραγματικά, πιστεύω πως μέσα στην παραφροσύνη μου, το μόνο που σκέφτηκα ήταν, “τουλάχιστον, θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, έστω και με ένα μόνο βρακί”».

Δώρο: «Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να σου κάνει κάποιος είναι να σε δέχεται όπως πραγματικά είσαι. Πολύτιμο δώρο που σπάνια δίνεται, γιατί οι άνθρωποι δυστυχώς δεν έχουμε μάθει να δίνουμε, χωρίς -με έναν τρόπο- να ζητάμε πίσω αντάλλαγμα».

Ερωτας: «Θέλω ακόμα να πιστεύω ότι είναι ανώτερος όλων. Ο έρωτας μπορεί να αποφέρει κάτι τρομερά καταστροφικό ή τρομερά δημιουργικό. Εγώ πια με την καταστροφή δεν τα πάω και τόσο καλά. Στο παρελθόν, πάντα με έλκυαν τα αδιέξοδα μεν, δυνατά δε, πάθη, τα οποία, εξ’ αρχής, γνώριζα ότι είναι αδιέξοδα και που λίγο μετά τα μετουσίωνα σε ιστορίες στο χαρτί. Εκεί τα εκτόνωνα όλα, εκεί τα λύτρωνα. Ε, τώρα πια, δεν μου λέει κάτι αυτή η πατέντα. Φυσικά και τον έχω τον έρωτα ακόμα ως κάτι ζωτικό, δυνατό, αναγκαίο και δημιουργικό. Απλά, θέλω να μου φέρνει και κάτι ακόμα. Ισορροπία».

Εξουσία: «Οταν ασκείς εξουσία, την ίδια στιγμή, θα υπάρχει και κάποιος που θα την ασκεί σε σένα. Ποτέ δεν θα είσαι απόλυτα ελεύθερος να παίζεις με τους δικούς σου όρους. Αυτά τα παιχνίδια έχουν αυτό το τίμημα».

Ελλάδα: «Το πιο όμορφο κατάφεραν να το κάνουν αφόρητο. Και τους αφήσαμε με ευκολία. Όμως, για μένα η χώρα μου δεν είναι μόνο κάποιοι –πολλοί- κάφροι που κατοικούν σε αυτή. Είναι πολλά παραπάνω. Είναι το μέρος που αγαπάω. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ξένοι την εξαγοράζουν κομμάτι-κομμάτι, γιατί και αυτοί εδώ θέλουν να ζήσουν. Ούτε το γεωγραφικό σημείο της είναι τυχαίο, ούτε το κλίμα της, ούτε η ιστορία της. Τίποτα δεν είναι τυχαίο».

Ελευθερία: «Στο σχολείο, μας μάθαιναν πως πρόκειται για το ύστατο αγαθό, για να ανακαλύψουμε λίγο μετά μόνοι μας, πως τελικά ζούμε σε κοινωνίες απόλυτου ελέγχου. Και ως γνωστόν, ό,τι είναι ελεγχόμενο, αυτομάτως παύει να είναι και ελεύθερο. Είναι τρομερά αντιφατικό αυτό που βλέπω γύρω μου. Από τη μία λέμε και πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν ελεύθερο κόσμο και την ίδια στιγμή, γύρω μας, χιλιάδες, όλων των ειδών μειονότητες, φωνάζουν, μάχονται και διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Αρα, για πια ακριβώς ελευθερία μιλάμε; Οταν εν έτει 2014, τα 2/3 του πλανήτη φλέγονται και τόσοι άνθρωποι υποφέρουν, τότε είναι ηλίθιος κάποιος αν πιστεύει ότι ζει σε έναν ελεύθερο κόσμο. Για μένα, ελευθερία σημαίνει αξιοπρέπεια, παιδεία και όχι να πολεμάω με ό,τι δεν μπορώ να ταυτιστώ. Για μένα, ελευθερία δεν σημαίνει “πίστη’’ αλλά “γνώση’’».

Ζορίζομαι: «Οταν αναγκάζομαι να μην ακούω το ένστικτό μου και όταν πρέπει να δικαιολογώ τα αδικαιολόγητα».

Ζηλεύω: «Αυτούς που καταφέρνουν και κοιμούνται αμέσως χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, εύκολα, άνετα και γρήγορα, σα να κλείνουν έναν διακόπτη. Ανώδυνα. Είναι πολύ τυχεροί άνθρωποι όσοι έχουν τέτοια άνεση στον ύπνο. Επίσης, ζηλεύω όσους δεν φάσκουν και αντιφάσκουν, τα πάνε καλά με την πάρτη τους και έχουν καταφέρει να γνωρίζουν ακριβώς τι τους πληροί».

Ήρωες: «Αν εξαιρέσουμε τον Ντόναλντ και τον Ε.Τ., που τους είχα ως ήρωες πιτσιρικάς, τώρα πια, δυστυχώς, τους έχω απομυθοποιήσει όλους, ειδικά αυτή την εποχή».

Θάνατος: «Τον σκέφτομαι μόνο την ώρα της απογείωσης του αεροπλάνου».

Θόρυβος: «Το ζάπινγκ στην τηλεόραση, με όλους αυτούς τους ανθρώπους μαζί, σε παράθυρα, πάνελ, δελτία ειδήσεων, εκπομπές, έκτακτα αφιερώματα. Ολοι μαζί παράλληλα να προσπαθούν να τοποθετηθούν, να εκφράσουν και να επιβάλουν την άποψη, τη γνώμη, την ιδέα τους. Σαν μια αρένα με πάρα πολλές φωνές, η οποία εντέλει σε απορυθμίζει. Δεν κρίνω τους ανθρώπους και τη δουλειά τους, μιλάω καθαρά για την ατμόσφαιρα που δημιουργείται με όλες αυτές τις φωνές».

Θυμώνω: «Πάρα πολύ εύκολα και πολύ συχνά, όμως, αμέσως μου φεύγουν τα νεύρα. Κυρίως στη δουλειά, θυμώνω όταν τα πράγματα μπλοκάρουν και ανακαλύπτω πως μπαίνουν εμπόδια καθαρά από τεμπελιά ή αδιαφορία. Όμως, δεν είμαι από αυτούς που φωνάζουν, βρίζουν και γίνονται προσβλητικοί. Εξάλλου, στη δουλειά δεν έχω την πολυτέλεια να εκφράζω τον θυμό μου, γιατί τότε θα χάσω την μπάλα και θα την πληρώσει η ίδια η δουλειά. Οταν έχεις να τρέξεις ένα συνεργείο με τριάντα ανθρώπους, να κάνεις τους ηθοποιούς να νιώσουν άνετα, ώστε να είναι δημιουργικοί και παράλληλα να είσαι και μπροστά στην κάμερα και να εκτίθεσαι, ε, τότε, ο θυμός είναι πολυτέλεια. Οσο πιο ξεκάθαρος και ειλικρινής είμαι με αυτό που θέλω, τόσο λιγότερο θυμώνω. Γιατί ακόμα και αν ο άλλος απέναντι σταθεί εμπόδιο, εγώ πάλι  θα βρω τη λύση, γιατί πολύ απλά θα ξέρω τι θέλω. Τελικά, αυτό ισχύει και στη δουλειά και στη ζωή».

Ιστορία: «Γραμμένη από τους νικητές και παραποιημένη από τους μετέπειτα».

Ισορροπία: «Σπάνιο χαρακτηριστικό των σημερινών σχέσεων».

Κοινό: «Η μία και μόνη αλήθεια είναι πως, ό,τι και αν κάνουμε ο καθένας, θέλουμε να υπάρχει ένα κοινό από κάτω».

Καταχρήσεις: «Τσιγάρα, καφέδες και πολλά γλυκά. Πρέπει και προσπαθώ να τα κόψω… Εντάξει, λέω ψέματα. Δεν προσπαθώ καθόλου».

Λατρεύω: «Τη στιγμή που προσγειώνομαι σε μία ξένη χώρα και αντίστοιχα, την ίδια στιγμή που, επιστρέφοντας, προσγειώνομαι στη δική μου».

Ματαιοδοξία: «Χαρακτηριστικό χαζού ανθρώπου, ο οποίος δεν ξέρει να εντοπίσει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία».

Νισάφι: «Με όλα αυτά που ζω, ακούω και βλέπω γύρω μου. Τι άλλο να πω. Δεν ξέρω. Είναι στιγμές που τα χάνω και ψάχνω να βρω που και εάν φταίω και εγώ κάπου».

Ξαγρυπνώ: «Όταν έχω γράψει κάτι που δεν μου αρέσει και ψάχνω τρόπους να το αλλάξω».

Οικογένεια: «Η αφετηρία. Από εκεί που αρχίζουν όλα και εκεί που πάντα καταλήγουν. Τόσο βασανιστικό, όσο και ασφαλές πλαίσιο».

Πατρότητα: «Ο,τι και να σου πω, θα είναι καθαρά θεωρητικό, δεδομένου ότι δεν το έχω ζήσει στην πράξη ακόμα. Και πιστεύω ότι στην πράξη αλλάζουν πολλά. Όμως, ναι, είναι κάτι που θα ήθελα να το ζήσω. Αλλά συνειδητά, όχι από ανασφάλεια μη μείνω μόνος ή επειδή έτσι πρέπει. Ετσι κι αλλιώς, δεν νομίζω ότι σε μας τους άνδρες χτυπάει κανένα βιολογικό ρολόι. Ενα παιδί είναι πιο πολύ γυναικεία υπόθεση. Γι’ αυτό, θα ήθελα το δικό μου παιδί να έχει μια σωστή μάνα, που να εκτιμώ, να σέβομαι, και να γουστάρω. Η μάνα είναι η αρχή και το τέλος και αυτή καθορίζει το παιχνίδι. Δεν έχει βρεθεί ακόμα, ούτε οι συνθήκες γύρω μου είναι και τόσο ευνοϊκές. Οταν έρθει, όμως, η στιγμή, νομίζω ότι θα το βιώσω χωρίς πολλή ανάλυση. Τελικά, για μένα, η υπόθεση “παιδί’’ είναι πιο ιερή από όσο πίστευα. Δεν μου αρέσει καθόλου που βλέπω γύρω μου ανθρώπους ασυνείδητα να σπέρνουν παιδιά σαν άλλοθι ή μόνο και μόνο επειδή έτσι μπορούν να καλύψουν τα όποια υπαρξιακά τους κενά».

Ρυτίδες: «Εντάξει, προς το παρόν, ακόμα μου είναι αρκετά ανώδυνες. Οχι ότι δεν υπάρχουν και αυξάνονται… Απλώς, δεν με ενοχλούν καθόλου».

Σχέδια: «Να πάνε όλα καλά με το σενάριο της νέας μου ταινίας εδώ, στην Αμερική, να επιστρέψω στην Ελλάδα τον επόμενο μήνα και να αρχίσω την παραγωγή. Μου έχει λείψει πολύ το γύρισμα».

Τέχνη: «Στον κινηματογράφο, η τέχνη είναι κάτι ανώτερο, που έχει σκοπό να σε ταξιδέψει κάπου. Η τέχνη χάνει την ανωτερότητά της, όταν γίνεται αντανάκλαση μιας νοσηρής πραγματικότητας. Η τέχνη, κανονικά, δεν θα έπρεπε να είναι καθρέφτης, αλλά ένα χέρι που σου γυρνάει απαλά και ευγενικά το κεφάλι προς μια άλλη κατεύθυνση. Εστω για λίγο. Τόσο, ώστε να έχεις και μια άλλη οπτική».

Τελετουργικό: «Το μικρό, καθημερινό “τελετουργικό” μου: ώρα ξυπνήματος ποτέ σταθερή, λόγω φύσης δουλειάς. Πρώτες πρωινές κινήσεις: καφές φίλτρου, τσιγάρο και ντους.  Απαιτείται πάντα μία ώρα πριν φύγω το πρωί από το σπίτι».

Υπνος: «Από μικρό παιδί, τριών-τεσσάρων-πέντε ετών, θυμάμαι τον εαυτό μου να ψάχνει τρόπους να καταφέρει να μην κοιμηθεί νωρίς. Εκανα τα αδύνατα δυνατά. Κλάματα, φωνές, παρακάλια και διακανονισμοί με τη μάνα μου, ώστε να μείνω λίγο ακόμα ξύπνιος. Λίγο να δω τηλεόραση, λίγο να κάτσω στο τραπέζι, λίγο να πω κάτι, λίγο να κατουρήσω, λίγο το ένα, λίγο το άλλο. Και, φυσικά, όταν στο τέλος με έβαζε η μάνα μου στο κρεβάτι για ύπνο και έφευγε, εγώ, ποτέ μα ποτέ, δεν κοιμόμουν αμέσως. Επαιρνα μαξιλάρι και κουβέρτα και, στα κρυφά, πήγαινα στον διάδρομο, κοντά στο σαλόνι, όπου εκεί κατασκήνωνα και κρυφάκουγα από μέσα τους μεγάλους που μιλούσανε. Ενιωθα τόσο περήφανος για αυτή την παρανομία μου. Μεγάλη επανάσταση. Ακουγα τις μουσικές, τις ατμόσφαιρες και τα γέλια και ένιωθα τρομερά ευτυχής και ασφαλής, πιστεύοντας ότι μόνο εγώ έχω αυτήν την τρομερή ικανότητα. Εφτιαχνα με το μυαλό μου ψεύτικους διαλόγους και με τις μουσικές έστηνα ολόκληρες ιστορίες από αυτά που λέγανε οι μεγάλοι. Λίγο μετά, με νανούριζαν όλες αυτές οι φωνές και μοιραία, με έπαιρνε ο ύπνος εκεί, στη μοκέτα, στον διάδρομο. Μέχρι που κάποια στιγμή, με έβρισκε η μάνα μου να κοιμάμαι στον διάδρομο, και με έπαιρνε αγκαλιά και πίσω στο κρεβάτι μου. Τότε δεν με ένοιαζε να κοιμηθώ. Αυτή ήταν η άτυπη συμφωνία μας. Τριανταπέντε χρόνια μετά, ακόμα η σχέση μου με τον ύπνο δεν είναι η καλύτερη. Κοιμάμαι πολύ αργά, σχεδόν ξημερώματα, και τη νύχτα πάντα θέλω να γράφω και να φτιάχνω πάλι ιστορίες, πάλι με μουσικές, πάλι με ατμόσφαιρες, απλά όχι πια στα κρυφά».

Φόβος: «Η συνταγή είναι πολύ απλή.

50ml Αμφισβητήσεις από γονείς

2 ποτήρια Παιδικής ανασφάλειας

3 κουταλιές σούπας Ερωτικής απόρριψης

5 κύβους Απωθημένων

– Ανακατεύετε τα παραπάνω υλικά και ρίχνετε το μείγμα στο ταψί, αφού πρώτα το έχετε βουτυρώσει με μπόλικη Αρνηση και Στρουθοκαμηλισμό.

– Προθερμάνετε τον φούρνο στους 180 βαθμούς Υποκρισίας και Αναγκαστικής Κοινωνικής Ταύτισης και τοποθετήστε το ταψί με το μείγμα μέσα.

– Αφού φουσκώσει και ροδίσει, το βγάζετε.

– Αφήστε το λίγο να κρυώσει και μετά, το πασπαλίζετε με αρκετή Αποχαύνωση και Μετριότητα.

– Ο Φόβος πάντα τρώγεται καλύτερα ζεστός, όμως, για να συντηρηθεί η φρέσκια γεύση του, καλό θα ήταν να τον τρώτε βλέποντας δελτία ειδήσεων ή σερφάροντας στο διαδίκτυο αρκετές ώρες.

– ΠΡΟΣΟΧΗ: Η πλούσια, ηδονιστική γεύση του φόβου χάνεται αμέσως σε περίπτωση που συνδυαστεί με πιάτα Αλήθειας, Διαφορετικής οπτικής, Αυτογνωσίας, Αυτοσεβασμού, Ψυχικής Καλλιέργειας.

– Σε περίπτωση τέτοιων ακούσιων συμπτωμάτων, καλέστε αμέσως το Κέντρο Δηλητηριάσεων».

Φετίχ: «Τα καλά αρχοντικά ξενοδοχεία. Η ατμόσφαιρα που έχουν και όλη η ιστορία που κουβαλάνε. Ο κόσμος στην υποδοχή, η μουσική που παίζει στο φόντο, το στυλ, το μυστήριο, η μυρωδιά του ανακαινισμένου φρέσκου, τα διαφορετικά είδη ανθρώπων. Είναι σαν κινηματογραφικό σκηνικό, έτοιμο να το αποδομήσεις. Επίσης, η στιγμή που ανοίγεις τις κουρτίνες και έχεις θέα την εκάστοτε πόλη. Αυτό με τρελαίνει».

Χρήματα: «Δεν έχω και την καλύτερη σχέση. Όμως, πιστεύω ότι από σεβασμό και μόνο απέναντι σε όσους περνάνε τόσο δύσκολες καταστάσεις, καλό είναι όσοι τυχεροί δουλεύουν και βγάζουν ακόμα κάποια χρήματα ή έστω, έχουν μαζέψει κάτι στην άκρη, να αποφεύγουν αναλύσεις, απόψεις και δηλώσεις επί ενός θέματος που πονάει πάρα πολύ κόσμο γύρω μας, πλάι μας, σχεδόν μέσα στο σπίτι μας. Και δεν το λέω από σεμνοτυφία, ούτε από υποκρισία. Απλώς, είναι πολύ δύσκολοι οι καιροί που περνάμε και όλα είναι ρευστά και επίσης πονάνε πολύ».

Ψέματα: «Μικρός έλεγα ασταμάτητα. Μετά, τα έκανα καριέρα».

Ωρα να…: «…αρχίσω να τα βλέπω τα πράγματα όπως πραγματικά είναι και όχι όπως θέλουν κάποιοι να πιστεύω ότι είναι. Οσο άβολο, δύσκολο ή επίπονο και αν είναι αυτό. Τα καλύτερα παραμύθια φτιάχνονται μόνο όταν έχεις γνώση της πραγματικότητας».

* Τα γυρίσματα για τη νέα ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη αρχίζουν τον Ιούνιο.

Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας εφτά αγαπημένα μουσικά κομμάτια του Χριστόφορου Παπακαλιάτη:

«Run», Ludovico Einaudi

«All I Want Is You», U2


«Take This Waltz», Leonard Cohen

«Clair de Lune», Claude Debussy


«I’m Through With Love», Nat “King” Cole

«So Is The Day», Bria Skonberg

«Love Is Blindness», Jack White

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή