«Η κρίση εκτίναξε τη γαϊδουριά του Ελληνα»

«Η κρίση εκτίναξε τη γαϊδουριά του Ελληνα»

5' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν συνηθίζω να κρίνω τους κρίνοντες» λέει ο Δημήτρης Τάρλοου καθισμένος στο καναπέ του σπιτιού του, ένα οικογενειακό αγροτόσπιτο στην Παιανία. Σε λίγες ημέρες ανεβαίνει η «Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση, του παππού του, στο θέατρο «Πορεία» και ετοιμάζεται για τις τελευταίες λεπτομέρειες και αλλαγές. Η σκηνή εδώ είναι εντελώς διαφορετική και σίγουρα πολύ πιο φιλική από εκείνη της Πειραιώς 260 το καλοκαίρι, ενώ σίγουρα τα σχόλια και οι συζητήσεις για το ανέβασμα που ακολούθησαν, τον απασχόλησαν περισσότερο απ’ ότι θέλει να δείχνει.

«Τελευταία αναπτύσσεται η μόδα των παραινέσεων. Με αυτή τη λογική θα έπρεπε να παίζουμε το θέαμα με διαφορετικό τρόπο. Εχουμε βλέπετε το φαινόμενο: σου λέω πως θα το κάνεις. Εγώ όμως, είμαι μαθητής του Μπαντή, του Λιβαθινού, ξένων σκηνοθετών, δεν είμαι μαθητής ούτε δημοσιογράφων ούτε ηθοποιών».

Κάπως έτσι ξεκινάει η συζήτηση. Χωρίς να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Είναι ευθύς σε όσα λέει. Το ενδιαφέρον του κοινού όπως φαίνεται από την ανταπόκριση των κρατήσεων, είναι αισιόδοξο για τον χειμώνα στο θέατρο «Πορεία». Οσο για την « Μεγάλη Χίμαιρα» που διασκεύασε ο Στρατής Πασχάλης, μετά τις τέσσερις sold out παραστάσεις στο Φεστιβάλ Αθηνών, προσαρμόζεται στη διάταξη του νέου χώρου με κάποιες μικροδιορθώσεις. «Ισως λίγο σφίξιμο», λέει ο Δημήτρης Τάρλοου, σκηνοθέτης και ηθοποιός, που το καλοκαίρι δέχτηκε επαινετικά σχόλια αλλά και επικρίσεις. Ας δούμε όμως τον Μ. Καραγάτση, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του ‘30», μέσα από τα δικά του μάτια:

«Ο Καραγάτσης δεν πιστεύω ότι είναι ελίτ συγγραφέας, αλλά ένας λαϊκός συγγραφέας-όχι λαϊκιστής-, που αρέσει σε μεγάλες κατηγορίες αναγνωστών. Ισως εκεί ενοχλήθηκαν ορισμένοι. Δεν ήθελα να φτιάξω μια παράσταση μοντερνιτέ δικής μας εμπνεύσεως μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω ένα συγκεκριμένο κοινό του φεστιβάλ. Ήθελα να κάνω μια ιστορία για πλατύ κοινό, με αρχή, μέση, τέλος κι ας φρικάρει κάποιους».

Αυτοκαταστροφή

– Μια ερωτική ιστορία με κινηματογραφικό αέρα. Μιλάει για ένα μοιραίο τρίγωνο και τη μεταμόρφωση της ηρωίδας η οποία ζούσε μια εξιδανικευμένη πραγματικότητα και οδηγείται στην αυτοκαταστροφή. Μπορεί ο έρωτας να ναι τόσο αυτοκαταστροφικός σήμερα;

– Δεν νομίζω ότι ο έρωτας είναι το θέμα του μυθιστορήματος αλλά η αυτοκαταστροφή εν γένει, σε σχέση με τον τόπο (το φυσικό τοπίο και πώς επηρεάζει τους ψυχισμούς). Επίσης η ανθρωποφαγία (πάντα σχετίζεται με τον έρωτα και τον θάνατο) και κυρίως το τι σημαίνει ξένος προς τον εαυτό μου και ξένος προς τον άλλο. Τι είναι οικείο και τι γίνεται τέρας μέσω του ανοίκειου. Ένα άλλο θέμα του έργου είναι οι διανοούμενοι στους οποίους ασκεί κριτική ο Καραγάτσης. Στο τέλος της παράστασης δεν έχεις την αίσθηση ότι αγάπησε κανείς κανέναν. Ορέχτηκαν το κρέας. Τη ζωώδη αντίδραση δουλέψαμε περισσότερο παρά το ρομάνζο. Σε συνδυασμό με τον Γιούγκερμαν και τον Λιάπκιν έχουμε την περιγραφή ξένων προσώπων όπως της Γαλλίδας Μαρίνας, που ήρθαν στην Ελλάδα και τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή. Ο καθένας αντιλαμβάνεται το έργο αλλιώς. Οποιος και να το ανέβαζε θα δεχόταν κριτική, πολύ περισσότερο εγώ που είμαι εγγονός του.

– Ηταν βάρος αυτή η αναμέτρηση με το έργο του παππού σας;

– Προσπάθησαν όλοι να μου το κάνουν. Το έβλεπα σαν μια ωραία ευκαιρία κι όχι υποχρέωση. Σαν το έργο ενός τρίτου. Κατάλαβα εκ των υστέρων ότι ο περίγυρος το έβλεπε σαν μια μεγάλη υποχρέωση.

– Ενας λογοτέχνης αγαπητός από το κοινό αλλά ιδιόρρυθμος. Ένα βαρύ ανδρικό πρότυπο που η σκιά του βάρυνε τις γυναίκες του σπιτιού την μητέρα και την γιαγιά σας. Τι νιώθατε μέσα από τις αφηγήσεις τους;

– Η γιαγιά ήταν αρκετά κρυψίνους και διακριτική, δεν ήθελε ποτέ να πει πράγματα για τον Καραγάτση. Η μάνα μου που τα λέει και όλα, δεν κρύβεται, μου έχει αφηγηθεί πολλά που την απασχολούσαν και με απασχολούνε. Όπως, γιατί της έδωσε το όνομα της ηρωίδας, της Μαρίνας. Φυσικά με προβληματίζει. Η περίπτωση Καραγάτση σε σχέση με την μητέρα μου και σε σχέση με την οικογενειά μου όσο περνάει ο καιρός με ενδιαφέρει ψυχαναλυτικά.

– Στο ξεκίνημά σας πάντως, θυμάμαι δεν θέλατε να μιλάτε γι αυτή τη σχέση.

– Ημουν 18 χρονών, δεν ήταν εύκολο. Το πρώτο πράγμα που με ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι ήταν για τον Καραγάτση. Το σταμάτησα και είπα: αν αισθανθώ ότι θέλω να μιλήσω θα μιλήσω. Αυτό με απελευθέρωσε κατά ένα τρόπο.

– Πώς σας αντιμετώπισαν τότε. Ενα παιδί που ήταν εγγονός ενός μεγάλου συγγραφέα, από καλλιτεχνική οικογένεια, με οικονομική άνεση σε σχέση με άλλους.

– Ανοίγουμε συζητήσεις που αφορούν τις παθογένειες αυτής της χώρας. Δεν έχει να κάνει με μένα προσωπικά αλλά με βαθύτατα συμπλέγματα που κουβαλάει μεγάλο μέρος των ανθρώπων του τόπου. Λυπάμαι που το λέω αλλά δεν έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος που με αντιμετωπίζουν. Στην Ελλάδα πρέπει να απολογείσαι για όλα, υπάρχουν προσωπικά συμπλέγματα.

Συμπλέγματα

– Και με τι έχουν να κάνουν αυτά;

– Είναι συμπλέγματα κοινωνικά, ταξικά και ιδεολογικά. Επειδή δεν έχω πάρει αγκαλιά ένα κόμμα και φτιάχνω διαφορετικού είδους θεάματα κάθε φορά, κάποιους τους αποπροσανατολίζει και τους φοβίζει. Οι νέοι καλλιτέχνες οπωσδήποτε λειτουργούν πιο απροσχημάτιστα σε σχέση με τις ιδεολογικές αγκυλώσεις. Εκεί όμως, υπάρχει κάτι άλλο. Πολλά θεάματα είναι αγκιστρωμένα στο άρμα του μοντερνισμού αλλά πίσω τους υπάρχει μια ιδεολογική ταυτότητα που φωνάζει. Η υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα δεν έχει τέτοιου είδους ιδεολογίες. Γι αυτό αναζητώ καλλιτέχνες με ελεύθερο βλέμμα.

– Ιδρύσατε την εταιρεία Δόλιχος που συμπλήρωσε 15 χρόνια, υποστηρίξατε το ρεπερτόριο με συνέπεια. Υπήρχαν στιγμές που σκεφτήκατε να τα παρατήσετε;

– Κάθε μέρα μου περνάει από το μυαλό. Μεταπτώσεις που υφίστανται οι γύρω μου. Με βαραίνει η τοξικότητα της πόλης, με αρρωσταίνει. Η 15ετια είχε πολλά πράγματα: γνωριμίες, συνεργασίες, χτίστηκε ένα επαγγελματικό θέατρο με κόπους αλλά και λάθη. Το Πορεία όμως συγκεντρώνει καλλιτέχνες που με κάνουν ευχαριστημένο και σταθερό κοινό που δεν χτίζεται εύκολα.

– Το κοινό σήμερα μοιάζει να βρίσκεται σε σύγχυση αφού το θέατρο δείχνει να περνάει από την εποχή του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου στην εποχή του θεάτρου –σούπερ μάρκετ. Πολυθέατρα που στεγάζουν σκηνές, μπαρ, μουσικούς χώρους και το κοινό καταπίνει οριδήποτε.

– Ζούμε σε μια αντιπνευματική εποχή κι αυτό δεν μπορεί να μην έχει αντίκτυπο στα θεάματα, τους χώρους, το κοινό. Πάμε από το εμπορικό στο χειρότερο. Τα θέατρα είτε είναι εμπορικά, μεγάλα, μοντέρνα, μικρά, νεανικά, προσπαθούν να προσφέρουν διαφυγή με θεάματα που δεν έχουν να πουν τίποτα, με κούφιους διαλόγους, με ένα θέατρο που δεν βασίζεται στη γλώσσα. Ετσι φαίνεται παράλογο να επιμένεις για τη μετάφραση και τη σημασία των λέξεων. Αυτά για τα οποία επέμεναν ο Τάσος Μπαντής, ο Λευτέρης Βογιατζής αρχίζουν να θεωρούνται πασέ. Τώρα εμπεδώνεται η σωματικότητα που δεν είναι άλλο από ασκήσεις γυμναστικής. Ανεβοκατεβαίνεις σε καρέκλες λέγοντας λόγια του κείμενου. Ο κόσμος εθίζεται σ’ αυτό το είδος θεάτρου όπως με το ipond του. Κοιτάζοντας συχνά από τον εξώστη βλέπω 20 κινητά που σβήνουν αφού κλείσουν τα φώτα, αποκαλύπτοντας όλο τον υπαρξιακό τρόμο. Πλήρωσες να μπεις στην παράσταση αλλά δεν μπορείς να αποχωριστείς την οθόνη. Στην Ελλάδα έχουμε γίνει αγενείς πια σε όλα, ίσως περισσότερο και από τους Ρώσους. Η κρίση εκτίναξε την γαιδουριά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή