J.K. Simmons: Δυναμίτης στα Οσκαρ!

J.K. Simmons: Δυναμίτης στα Οσκαρ!

9' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To «Whiplash» έχει ένα από τα πιο καθηλωτικά φινάλε, δύο από τις πιο συνταρακτικές ερμηνείες και μία από τις κορυφαίες ατάκες που έχουμε ακούσει στο σινεμά εδώ και χρόνια: «Δεν υπάρχουν πιο επιβλαβείς λέξεις στην αγγλική γλώσσα απ’ το good job»: «Καλή δουλειά», ο συμβιβασμός με το απλώς καλό, η εύκολη επιβράβευση που κοιμίζει το ταλέντο. Από τα χείλη του J.K. Simmons, του υποψήφιου για Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου και βραβευμένου ήδη με τη Χρυσή Σφαίρα, το καταστάλαγμα της φιλοσοφίας του, ως τελειομανούς μαέστρου – καθηγητή τζαζ μουσικής που καταφεύγει στην ψυχική και τη σωματική βία για να βγάλει ό,τι καλύτερο έχουν να δώσουν οι μαθητές του, αποκτά βαρύτητα αξιώματος. Και, φαντάσου, αυτή δεν είναι καν η πιο δυνατή σκηνή ενός φιλμ που παίρνει την κλασική συνταγή των «αθλητικών» ταινιών (όπου ο ήρωας οδεύει μετά κόπων προς την κορυφή, τρώει τα μούτρα του και ξανασηκώνεται για να τα παίξει όλα για όλα) και τη μετατρέπει σε ψυχολογικό θρίλερ, μαζί και σπουδή πάνω σε θέματα οικουμενικά: το τίμημα του να προσπαθείς για το τέλειο, τη σαδομαζοχιστική σχέση ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή, το πόσο μακριά είναι διατεθειμένος κάποιος να φτάσει για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του. Με μόνη διαφορά ότι ο «αθλητής» στην περίπτωσή μας είναι ένας 19χρονος ντράμερ, ο προικισμένος Αντριου Νάιμαν (εξαιρετικός ο Μάιλς Τέλερ) που ονειρεύεται να σταθεί κάποτε ανάμεσα στους θρύλους του πιο απαιτητικού είδους μουσικής που υπάρχει: της τζαζ. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, η κάμερα πέφτει σ’ ένα πόστερ στο δωμάτιό του: «Αν δεν έχεις την ικανότητα, θα καταντήσεις να παίζεις σε ροκ μπάντα».

Το «Whiplash», που γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον 29χρονο (!) Ντέμιεν Σαζέλ (τζαζ ντράμερ και ο ίδιος) σηματοδοτεί το ραντεβού του 60χρονου Τζόναθαν Κιμπλ Σίμονς με την κινηματογραφική ιστορία. Είναι ένας απ’ τους ηθοποιούς που παίζουν παντού: από τo τηλεοπτικό «Νόμος και Τάξη» μέχρι τους «Spider-Μan» του Σαμ Ράιμι, απ’ το μουσικό θέατρο μέχρι βίντεο γκέιμ, από διαφημιστικά μέχρι… πέντε από τις υποψήφιες Καλύτερες Ταινίες των τελευταίων 15 ετών («Θέα στον ωκεανό», «Juno», «Ραντεβού στον αέρα», «Αληθινό θράσος», «Χωρίς όρια»), αλλά δεν θυμάσαι το όνομά τους. Απ’ τους «εργάτες» της τέχνης, τους πρωταγωνιστές των δεύτερων ρόλων ή όπως αλλιώς βαφτίζουμε ηθοποιούς που μεγαλουργούν στα λίγα λεπτά που τους δίνονται στην οθόνη, ο Σίμονς περίμενε μια ζωή γι’ αυτόν το ρόλο.

Σε ανύποπτο χρόνο έχει πει ότι το πιο θετικό σχόλιο που έχει δεχθεί από κοινό, σκηνοθέτες ή παραγωγούς «είναι ότι γίνομαι ένα με το χαρακτήρα μου, σε σημείο να μη με προσέχουν». Τώρα το αποδεικνύει χάρη στο «προξενιό» που κανόνισε ο φίλος και σταθερός συνεργάτης του Τζέισον Ράιτμαν (δημιουργός των «Juno», «Up in the Air» κ.ά.), με τον πιτσιρικά δημιουργό του «Whiplash». Εκείνος του έστειλε το σενάριο, τον συνέστησε θερμά και υπερασπίστηκε την «αντιεμπορική» ιδέα του σεναρίου μέχρι να γίνει ταινία: πρώτα το «Whiplash» παρουσιάστηκε ως φιλμ μικρού μήκους στο Φεστιβάλ του Sundance, βραβεύτηκε, εξασφάλισε χρηματοδότηση, ξαναπαρουσιάστηκε στο Sundance ως μεγάλου μήκους, βραβεύτηκε ξανά και έκτοτε αποθεώνεται. Ο Σίμονς, που έκλαψε την πρώτη φορά που είδε την τελική κόπια στις Κάννες, δεν ξεχνά την πρώτη του συνάντηση με τον σκηνοθέτη. «Για κάποιον λόγο, μ’ αυτό το όνομα, Ντέμιεν Σαζέλ, περίμενα να συναντήσω έναν μεγαλόσωμο, επιβλητικό μαύρο, γιατί η ταινία αφορά στον κόσμο της τζαζ, όπου κυριαρχούν οι Αφροαμερικανοί. Και όταν τελικά βρεθήκαμε για φαγητό, είδα πως έμοιαζε μ’ έναν απ’ τους συμμαθητές του γιου μου στο λύκειο! Σκέφτηκα: “Wow, φίλε, αυτή η ιστορία βγήκε από ΕΣΕΝΑ;”».

Εχοντας βασική μουσική εκπαίδευση, ο Σίμονς δούλεψε σκληρά για να διευθύνει πειστικά την ορχήστρα των επαγγελματιών τζαζ μουσικών αλλά και να παίξει ο ίδιος πιάνο στο φιλμ, επειδή απεχθάνεται τις κακές μιμήσεις σε μουσικά έργα. Προσωπική εμπειρία από καθηγητές όπως αυτός που υποδύεται δεν είχε, «εκτός από κάτι σκληρούς προπονητές ποδοσφαίρου στα sixties», αλλά η κομβική ιδέα, του μη συμβιβασμού με τη μετριότητα, του ήταν οικεία. «Κοιτάζω τι έκανα κι εγώ ως γονιός και, παρόλο που σε φιλοσοφικό επίπεδο καταλαβαίνω πλήρως τι λέει ο χαρακτήρας μου, και μάλιστα συμφωνώ στο μεγαλύτερο μέρος -όχι ως προς τις μεθόδους, αλλά ως προς τη φιλοσοφία-, ήμουν κι εγώ ακριβώς έτσι με τα παιδιά μου. Απλώς κατέβαιναν την τσουλήθρα κι εγώ τους έλεγα “καλή δουλειά!”. Τσουλήθρα ήταν, εννοώ, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Είναι απλώς η βαρύτητα!»

Στις 22 Φεβρουαρίου, στην απονομή των Οσκαρ, το «Whiplash» διεκδικεί 5 βραβεία (μεταξύ αυτών και της Καλύτερης Ταινίας), με πολλούς κριτικούς στις ΗΠΑ να θεωρούν τον Σίμονς φαβορί στην κατηγορία του. Μεταξύ αυτών που θα πανηγυρίσουν, παρεμπιπτόντως, είναι και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης – ο σπουδαίος ηθοποιός παίζει στην επόμενη ταινία του και, όπως έχει πει σε συνεντεύξεις, απόλαυσε κάθε στιγμή παραμονής του στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, είτε κάποιος ενδιαφέρεται για την τζαζ είτε όχι, αυτό το έργο τέχνης δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.

Το «Whiplash», με τον ελληνικό τίτλο «Xωρίς μέτρο», προβάλλεται στην Ελλάδα από τις 5 Φεβρουαρίου, σε διανομή Feelgood.

Q&A

Ο J.K. Simmons μιλά για τον ρόλο του

Συγχαρητήρια για την ταινία!

Ευχαριστώ, είναι στ’ αλήθεια καλό φιλμ. Ο Ντέμιεν Σαζέλ «το έχει» και είναι ενδιαφέρον που ο Τζέισον Ράιτμαν λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε εκείνον και εμένα.

Πως προέκυψε αυτό;

Ξέρεις κάτι; Δεν ξέρω πως έπεσε στην αντίληψη του Τζέισον το σενάριο, αλλά αμέσως το υποστήριξε. Ο Ντέμιεν λέει ότι δεν έγραψε τον ρόλο για μένα, αλλά από τη στιγμή που γράφτηκε, ήθελε να παίξω εγώ. Οταν τελικά έφτασε στα χέρια μου, λόγω του Τζέισον δεν μπήκα καν στον κόπο να το διαβάσω, γιατί ήξερα ότι είχε τη δική του έγκριση. Μου έστειλαν τόσο την εκδοχή μικρού μήκους και την μεγάλη, γιατί θα γυρίζαμε πρώτα τη σύντομη βερσιόν, και δέχθηκα αμέσως. Βγήκα για φαγητό με τον σκηνοθέτη λίγο μετά και ένιωθε την ανάγκη να μου το «πουλήσει», να με πείσει, αλλά κατέστησα σαφές αμέσως ότι ήθελα να συμμετέχω.

Τι σου άρεσε τόσο πολύ;

Είναι εύλογο το ερώτημα αλλά και δύσκολο να απαντηθεί. Ήταν μια απ’ αυτές τις ιστορίες που προκύπτουν μια στο τόσο, καθόλου συχνά, που απλά «ξεπηδούν» από τις σελίδες. Συνδέθηκα αμέσως, ξέροντας ότι ήταν ένας ρόλος στον οποίο μπορούσα να δώσω ζωή με επιτυχία.

Αναγνώριζες τον χαρακτήρα; Μπορούσες να δεις πως έφτασε ως εκεί;

Τη διαδρομή του όχι απαραίτητα, αυτό συνέβη μετά, αλλά μπορούσα να καταλάβω ποιός ήταν. Αμέσως ένιωσα μια οικειότητα, αν και όχι επειδή ήταν ένας χαρακτήρας που αναγνώριζα.  

Διασταυρώθηκες ποτέ με τέτοιον τύπο στη ζωή σου;

Είχα κανα-δυο τελειομανείς καθηγητές μουσικής, επειδή σπούδασα μουσική στο κολλέγιο, αλλά ούτε κατά διάνοια κάποιον τόσο απάνθρωπο και βίαιο. Ισως κανέναν προπονητή ποδοσφαίρου στο γυμνάσιο, ιδίως τη δεκαετία του ’60.

Ηταν δύσκολος ρόλος;

Οχι, γιατι ήταν τόσο καλοσχηματισμένος και τόσο καλογραμμένος. Ολα έδεσαν αρμονικά: o Tζόνι Σίμονς, που έπαιξε στη μικρού μήκους βερσιόν, o Mάιλς Τέλερ που έπαιξε στη μεγάλου μήκους ήταν και οι δύο, καθένας με τον τρόπο του, υπέροχοι. Είδα την ταινία μόλις χθες για πρώτη φορά δύο φορές! Την πρώτη (σ.σ. στη δημοσιογραφική προβολή στις Κάννες) περισσότερο με τεχνική ματιά και με ικανοποίησε η υποδοχή. Αλλα το βράδυ, στην αίθουσα, έκατσα με τον Ντέμιεν και τον ατζέντη μου και απλά άφησα το έργο να με συνεπάρει και για πρώτη φορά εδώ και καιρό, βλέποντας κάτι που ήξερα, ένιωσα να κατακλύζομαι από συναισθήματα. Στο τέλος έκλαιγα. Για ολόκληρα λεπτά στο τέλος ο Μάιλς στεκόταν μπροστά στην οθόνη και ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος, αλλά δεν ήταν η αποθέωση που με συγκίνησε τόσο, όσο η ίδια η ταινία.

Σε εξέπληξε όταν συνάντησες για πρώτη φορά τον Ντέμιεν και συνειδητοποίησες πόσο νέος είναι (σ.σ. 29 ετών);

Ναι γιατί για κάποιον λόγο, μ’ αυτό το όνομα, Ντέμιεν Σαζέλ, φανταζόμουν κάποιον σαν τον Αντουάν Φούκουα, έναν μεγαλόσωμο, επιβλητικό μαύρο, γιατί η ταινία αφορά τον κόσμο της τζάζ, που κατά κύριο λόγο είναι αφροαμερικανικός. Κι όταν τελικά βρεθήκαμε για φαγητό, είδα πως έμοιαζε μ’ έναν απ’ τους συμμαθητές του γιού μου στο λύκειο! Σκέφτηκα, «wow φίλε, αυτή η ταινία βγήκε από ΕΣΕΝΑ;»

Είσαι φαν της τζαζ;

Τα ακούσματά μου, η μουσική μου εκπαίδευση, το επίκεντρο των προτιμήσεών μου δεν είχαν να κάνουν με τη τζάζ – ήταν ροκ εν ρόλ, μετά κλασική, μετά όπερα, μετά μουσικό θέατρο. Απ’ αυτό έβγαζα το ψωμί μου για χρονια. Ανέκαθεν εκτιμούσα τη τζάζ, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήμουν γνώστης. Είχα και μερικά άλμπουμ, αλλά τα εκτίμησα μόνο όταν άρχισα να ετοιμάζομται για το ρόλο. Ακουγα κυρίως τα συγκεκριμένα κομάτια που έπρεπε να διευθύνω: Hank Levy, Duke Ellington συν τις εκπληκτικές συνθέσεις των Tim Simonec και Justin Hurwitz γι’ αυτή την ταινία. Προφανώς έπρεπε να είμαι τεχνικά εξοικειωμένος με αυτά τα κομμάτια για να τα διευθύνω. Ήταν ευτύχημα ότι μπορούσα να εμπιστευθώ το χέρι του σκηνοθέτη στο μοντάζ, το γεγονός ότι είναι μουσικός. Μπορεί να διευθύνεις τέλεια στην κάμερα και στο τέλος ένας μοντέρ που δεν καταλαβαίνει να σε κάνει να μοιάζεις γελοίος.

Δουλεύατε με κανονικούς μουσικούς, σωστά;

Nαι. Ολα παίζονταν ζωντανά. Και σχετικά νωρίς είχα μπροστά μου την παρτιτούρα και τους έλεγα «παιδιά, πάμε πάλι απ’ το μέτρο 28, σαξόφωνα» και οι τύποι γελούσαν, «αυτός ξέρει τι λέει». Αν και δεν παίζω στ’ αλήθεια πιάνο – τα χέρια μου είναι εντελώς ατάλαντα- με τη μουσική εκπαίδευσή μου και τις στοιχειώδεις γνώσεις μου, ο Τζάστιν μου έγραψε μια πολύ βατή, γλυκειά τζάζ μπαλάντα για τη σκηνή στο κλαμπ. Δούλεψα πολύ για να την ερμηνεύσω, ειδικά αφότου ο σκηνοθέτης μου είπε ότι η σκηνή θα έδειχνε το πρόσωπό μου και τα χέρια μου, δεν μπορούσα να προσποιούμαι. Είναι μια ιδιοτροπία μου, αυτή, δεν ανέχομαι να βλέπω κακές μιμήσεις σε μουσικά έργα. Είμαι ο πρώτος που παρατηρώ τις ατέλειες στο παίξιμό μου, αλλά τουλάχιστον έπαιζα εγώ. Και μάλιστα υπήρχαν στιγμές, τρία μέτρα εδώ, τέσσερα μέτρα εκεί, που ένιωθα ότι ταίριαζα μ’ αυτή την μπάντα των τριών επαγγελματιών και μονολογούσα «για δες, ΑΥΤΟ σημαίνει να είσαι μουσικός τόσο υψηλού επιπέδου».

Ηταν αναγκαίο για σένα να καταλαβαίνεις τις μεθόδους του χαρακτήρα σου;

Αν μη τι άλλο να καταλαβω το κίνητρό του, την φιλοσοφία του που αναπτύσσεται στη σκηνή του κλαμπ. Μιλάει για το πόσο πρόθυμοι είναι οι άνθρωποι σήμερα να συμβιβαστούν με τη μετριότητα, το πόσο υπερβολικά επαινουν την «καλή δουλειά», και το πως η τζαζ έχει γινει μια μορφή τέχνης που πεθαίνει.

Υπάρχει στοιχείο αλήθειας σ’ αυτό, έτσι δεν είναι;

Απολύτως. Κοιτάζω τι έκανα κι εγώ σαν γονιός και παρόλο που σε φιλοσοφικό επίπεδο καταλαβαίνω πλήρως τι λέει ο χαρακτήρας μου, και μάλιστα συμφωνώ στο μεγαλύτερο μέρος – όχι ως προς τις μεθόδους, αλλά ως προς τη φιλοσοφία – ήμουν κι εγώ ακριβώς έτσι με τα παιδιά μου. Απλά κατέβαιναν την τσουλήθρα, κι εγώ τους έλεγα «καλή δουλειά!» Τσουλήθρα ήταν, εννοώ, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Είναι απλά η βαρύτητα (γελάει).

Πιστεύεις ότι μένει ασαφές κατά πόσο η προσέγγισή του δικαιολογείται ή όχι;

Ναι, κι αυτό νομίζω είναι ο σκοπός της ταινίας. Πιστεύω ότι στο τέλος, όταν οι θεατές θα βγαίνουν απ’ την αίθουσα έχοντας μόλις δει την σκηνή της κορύφωσης, κάποιοι θα πουν «τι υπέροχα, ο Αντριου τα κατάφερε, θα γίνει ένας σπουδαίος μουσικός» και άλλοι που θα λένε «τον καημένο, πούλησε την ψυχή του στον διάβολο και σκότωσε όση ανθρωπιά είχε μέσα του».

Φανταζόσουν ότι θα ήταν δύσκολο να χρηματοδοτηθεί μια τέτοια ταινία;

Η αλήθεια είναι ότι ακολούθησαν μια έξυπνη τακτική, γύρισαν πρώτα τη σύντομη βερσιόν, την έστειλαν στο Sundance πέρυσι και κέρδισε το πρώτο βραβείο και έτσι ήρθαν και τα λεφτά για τη μεγάλου μήκους. Ηρθαν, εννοώ μετα βίας, γιατί γυρίσαμε μέσα σε 20 μέρες, με σφιχτό πρόγραμμα και μετρώντας και το τελευταίο δολάριο. Το γεγονός ότι ο Ντέμιεν το έφερε εις πέρας κάτι λέει. Νομίζω θα ακούμε τ’ όνομά του για καιρό.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή