Γ. Ανδρέου: «Μετά το ’80 έγιναν τρομερά σφάλματα»

Γ. Ανδρέου: «Μετά το ’80 έγιναν τρομερά σφάλματα»

6' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Εχεις πού να πας;», είναι ένα από τα ευθύβολα ερωτήματα που βάζει στον νέο του δίσκο ο Γιώργος Ανδρέου. Οκτώ χρόνια μετά την τελευταία του δουλειά, ο πολυδιάστατος δημιουργός επιστρέφει με το άλμπουμ «Ζωή μου μην αργείς» και ερμηνεύτρια τη Ρίτα Αντωνοπούλου, και μέσα από τραγούδια, που κερδίζουν με την πρώτη ακρόαση τον χαρακτηρισμό «πολιτικά», περιγράφει τα αδιέξοδα που καλείται να αντιμετωπίσει κάποιος στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, σε συνθήκες σύνθετες και δύσκολες.

Αυτός ήταν και ο λόγος που η συζήτηση δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της μουσικής και ξεκίνησε με μια ερώτηση-παράπονο προς τον δημιουργό της «Μικρής πατρίδας»: Γιατί αυτά τα οκτώ χρόνια απουσίας;

«Δεν αισθανόμουν ποτέ υποχρεωμένος να εκδίδω κάθε χρόνο από κάτι. Ελειψα οκτώ χρόνια από τη δισκογραφία αλλά έγραψα μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, έγραψα ένα μυθιστόρημα. Θα έλεγα, όμως, ότι άλλος ένας από τους λόγους που δεν έγραφα ήταν ότι παρατηρούσα μεγάλες μεταβολές μέσα στο κοινωνικό τοπίο από το 2010 και μετά. Στην ελληνική καλλιτεχνική πραγματικότητα συνέβαιναν πολλά:

»Μια μικρή μειοψηφία είχε να πει ουσιαστικά πράγματα για αυτό που συνέβαινε, αλλά ένα μεγάλο μέρος έκλεινε τα μάτια λειτουργώντας με έναν απολιτίκ τρόπο. Επίσης, μια μερίδα νέων γύριζε ευθέως την πλάτη στην Ελλάδα επιλέγοντας μόνο αγγλόφωνες μουσικές, καθώς θεωρούσε ότι ο ευτελισμένος δημόσιος χώρος ευτελίζει το έθνος. Το ίδιο λάθος που κάναμε κι εμείς στη χούντα ακούγοντας μόνο ροκ. Από την άλλη πλευρά, μια άλλη μερίδα νέων ανθρώπων αναζητούσε λαϊκούς ήρωες που να στηρίζουν αυτό που λέγεται παράδοση. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γιάννης Χαρούλης. Η τρομερή δημοφιλία του έχει να κάνει μ’ αυτό. Στοιχίζεται πίσω του ένα κομμάτι νεολαίας που έχει την ανάγκη της αναφοράς στην παράδοση και ψάχνει έναν λαϊκό ήρωα φρέσκο, ωραίο, κοσμοπολίτη, ο οποίος να αγαπάει και τον τόπο».

Περιγράφετε τη δεκαετία του ’60. «Η ελληνική κοινωνία οφείλει να επιστρέψει στον κοσμοπολιτισμό των ’60s. Aπό το ’80 και μετά έγιναν τρομερά σφάλματα. Γυρίσαμε την πλάτη στο παγκόσμιο χωριό με την έννοια ενός νεοεθνικισμού που τον υποστήριξε το ΠΑΣΟΚ. Και είχαμε και τη γελοία απάντηση “όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς τρώγατε βελανίδια”. Οι μεγάλοι μας άνθρωποι ήταν πολύγλωσσοι, ήξεραν να πουν μια κουβέντα και για τον Ελιάρ εκτός από τον Μακρυγιάννη. Ο Θεοδωράκης έγραφε ζεϊμπέκικα, ήταν παράλληλα και μαθητής της Νάντιας Μπουλανζέ, αυτής της σπουδαίας δασκάλας της μουσικής και φίλης του Στραβίνσκι. Με λίγα λόγια υπήρχε το μετά λόγου γνώσεως μαζί με μια τρυφερότητα για το δικό μας πράγμα. Αυτό συκοφαντήθηκε και χάθηκε».

Ηταν οι καλλιτέχνες από τα μεγάλα θύματα της κρίσης; «Οπωσδήποτε», απαντάει ο Γιώργος Ανδρέου. «Ηταν θύματα της κρίσης αλλά και του “Καλλικράτη”. Κι αυτό είναι κάτι που δεν επισημαίνεται συχνά. Ξαφνικά αυτό που λεγόταν πιάτσα πολιτισμού μίκρυνε στο 1/10. Οταν λέω πολιτισμό δεν μιλάω για τις συναυλίες που ανήκουν στα πιο προνομιακά πεδία του πολιτισμού του καλοκαιριού. Μιλάω για θέατρο, εικαστικά, χορό, προβολή και προστασία του κινηματογράφου. Και πού καταλήγουμε χωρίς αυτά; Στον λαϊκιστή δήμαρχο που θέλει να κάνει τη φιγούρα του. Διαλέγει τη φίρμα της αθηναϊκής πίστας ή του αθηναϊκού εντέχνου -να τα λέμε κι αυτά- και κάνει τη συναυλία του για να ξαναβγεί δήμαρχος. Τα φεστιβάλ πρέπει να γεννάνε γεγονότα πολιτισμού και η έμφαση πρέπει να δίνεται στις νέες τάσεις. Αυτό που πάντα συνέβαινε, αλλά από την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα συμβαίνει πολύ περισσότερο, είναι το γάντζωμα σ’ αυτό που θεωρείται εύκολα εξαργυρώσιμο: τη σύνδεση με το καταξιωμένο παρελθόν σε οποιοδήποτε πεδίο, χωρίς κανένα στοίχημα για το μέλλον και με μια πολύ ωραία ετικέτα που γράφει “χαμένη γενιά” για τους σημερινούς τριαντάρηδες, ένα από τα πιο αισχρά πράγματα που έχω ακούσει. Δηλαδή ζητούν από έναν άνθρωπο που είναι 30 ετών να μπει μέσα στο λαγούμι του και να βγει στα 40 κατεστραμμένος, αντί ειδικά αυτόν να βοηθήσουν. Καταστρέφεται η νέα δημιουργικότητα που καλείται να κινηθεί μεταξύ ερασιτεχνικού και ημιεπαγγελματικού. Το μήνυμα σε έναν νέο καλλιτέχνη είναι “θα είσαι χασάπης, μανάβης, υδραυλικός και παράλληλα ερασιτέχνης στην τέχνη σου”.

»Δεν γίνεται αυτό. Η τέχνη και η εργασία κάποιου πρέπει κάπου να συμπίπτουν. Δεν μπορείς να είσαι σκηνοθέτης ή χορευτής μισής απασχόλησης. Δυστυχώς, δεν υπάρχει βαθύτερη πρόνοια για την εξέλιξη του πολιτισμού στους νεότερους -αυτό λ.χ. που κάνει εξαιρετικά ο Λούκος στην Πειραιώς τα καλοκαίρια- ούτε στοργή απέναντί τους σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία».

«Θέλω η μουσική μου να έχει χαρακτήρα και πολυπλοκότητα»

– Πώς ήταν η συνεργασία σας με τη Ρίτα Αντωνοπούλου;

– Η Ρίτα είναι πολύ καλή τραγουδίστρια και, το σημαντικότερο, μεγάλωσε δίπλα σε συνθέτες. Πήγε από τον Πλέσσα στον Κραουνάκη και μετά στον Μικρούτσικο. Κέρδισε αυτή τη συνέπεια και την ερμηνευτική στόχευση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος που, αν μη τι άλλο, διαχειρίστηκε ένα σοβαρό ρεπερτόριο. Αναμετρήθηκε με δύσκολα πράγματα πολλά χρόνια κι αυτό φαίνεται στον τρόπο που τραγουδάει.

– Ηταν πρόθεσή σας η επιλογή ενός ανθρώπου από τη νεότερη γενιά;

– Σίγουρα ασκώ ένα συμβολισμό. Αυτός ο δίσκος είναι η στόχευσή μου σε μια νέα γυναίκα γύρω στα 30 που ζει μέσα στο αστικό τοπίο, στη μεταμοντέρνα κοινωνία και είναι κατά τη γνώμη μου το πιο ανήσυχο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Οι γυναίκες 30-40 ετών. Αυτή η γυναίκα που εγώ την έχω φίλη, νεότερη συνάδελφο, κοινό, συνομιλήτρια, μου γέννησε την ανάγκη να γράψω μια σειρά από τραγούδια βασισμένα στις δικές μου παρατηρήσεις και σε κάποια πράγματα που μου είπαν οι ίδιες κατ’ ιδίαν. Τη Ρίτα τη διάλεξα σαν ηρωίδα αυτών των τραγουδιών και ανταποκρίθηκε ουσιαστικά.

– Δεν είναι ένας εύκολος δίσκος.

– Προφανώς δεν είναι εύκολος ή κατασκευασμένος για να γίνει αγαπητός με το καλημέρα, χωρίς αιτήματα, άλλωστε δεν έχω κάνει τέτοιους δίσκους. Τώρα ως προς το ηχητικό πεδίο έκανα μία ερώτηση στον εαυτό μου: Aν αυτά τα τραγούδια τα έπαιζα σε έναν ξένο στο Βερολίνο ή στο Λονδίνο, θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι εγώ είμαι ένας Ελληνας συνθέτης, σπουδαγμένος στο εξωτερικό, αλλά Ελληνας; Με λίγα λόγια, αυτός ο κοσμοπολιτισμός μού αρέσει. Επίσης προσπαθώ πολύ για την αποκατάσταση της μουσικής. Θέλω η μουσική μέσα στα τραγούδια μου να έχει χαρακτήρα και πολυπλοκότητα.

– Το φεστιβάλ της Αστυπάλαιας μετράει 15 χρόνια. Τι πιστεύετε ότι έχετε καταφέρει σε αυτό το μικρό νησί;

– Ο πολιτισμός ξεκινάει από τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας να τον στηρίξει. Στην περίπτωση της Αστυπάλαιας, βέβαια, έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι εγώ δεν έχω εκεί ούτε μια πέτρα. Αν συμπεριφερόμουν ως τουρίστας που πήγαινε και αγόραζε σπίτια ή οικόπεδα, δεν θα μπορούσα ποτέ να πείσω την τοπική κοινωνία ότι ενδιαφέρομαι από εθελοντισμό. Δεν πρόκειται ποτέ κανείς να πετύχει σε θέματα πολιτισμού όταν υπάρχει μια άμεση ή έμμεση ιδιοτέλεια. Γιατί αυτό είναι που παθητικοποιεί την κοινωνία. Η κοινωνία, για να αγκαλιάσει αυτές τις προσπάθειες, πρέπει να αισθάνεται ότι υπάρχει η έννοια της αμοιβαιότητας. Χωρίς αυτήν την αμοιβαιότητα, ο πολιτισμός που παράγεις δεν αφήνει απολύτως τίποτα.

– Από την εμπειρία σας στην περιφέρεια, τι συμπεράσματα έχετε βγάλει;

– Εχω καταλάβει πώς μπορεί κανείς να λειτουργήσει με πολιτισμικούς όρους σε μια πολύ μικρή περιφερειακή κοινωνία –η Ελλάδα είναι γεμάτη από τέτοιες– όπου ούτε η χρηματοδότηση είναι ποτέ επαρκής ούτε αρκεί ένα γεγονός τον χρόνο ή μια συναυλία το καλοκαίρι για να φανεί ότι υπάρχει πολιτιστικό σήμα. Για να υπάρχει πολιτιστικό σήμα, πρέπει να υπάρχει σχέδιο και κυρίως πρέπει να έχεις μαζί σου την κοινωνία. Να μην είναι απλώς μια κοινωνία καταναλωτών πολιτισμού, αλλά να γεννάει την αφορμή για τα γεγονότα πολιτισμού και να αισθάνεται ότι την αφορούν.

– Ποια μπορεί να είναι μια υγιής σχέση με το κράτος;

– Μια έντιμη αντιστάθμιση. Το εισιτήριο είναι απαραίτητο γιατί επιστρέφει στον πολιτισμό. Το τζάμπα ήταν η τεράστια παρεξήγηση των ’80s στην Ελλάδα. Εκατοντάδες εκδηλώσεις δωρεάν. Τις πλήρωνε ο δήμος και πήγαινες εσύ χωρίς τη συνείδηση ότι είσαι ο πολίτης που επιλέγει. Η ενίσχυση από τον κρατικό φορέα σε μια χαμηλή ποσόστωση είναι επίσης απαραίτητη, αρκεί να μην παραβιάζεται κάτι πολύ βασικό για μένα. Ο λόγος για τον οποίο κάνεις ένα γεγονός πολιτισμού πρέπει να έχει ένα κεντρικό σκεπτικό: ότι προάγεις τον διάλογο μέσα στην κοινωνία.

– Ποιο είναι το μεγάλο θέμα του πολιτισμού σήμερα;

– Αν χρηματοδοτεί η κοινωνία και οι φορείς της, όχι μόνο το κράτος, την πρωτογενή παραγωγικότητα και την εξέλιξη της τέχνης, τώρα, σήμερα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή