Με χάρισμα μάλλον αγγλοσαξονικό…

Με χάρισμα μάλλον αγγλοσαξονικό…

10' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από τη δεκαετία του 60, όταν πρωτοδημοσίευσε ποίηση, ο Λουκάς Κούσουλας (γεν. 1929, Σουβάλα, Παρνασσός), με αγγλοσαξωνικό χάρισμα μάλλον παρά μεσογειακό ταμπεραμέντο, εξακολουθεί να ξαφνιάζει με ποιήματα, δοκίμια, σημειώσεις και διηγήματa αντισυμβατικού, αναπάντεχα παιγνιώδους –για τον φιλόλογο που είναι- ύφους. Είτε διαλογίζεται πάνω στον Ντοστογιέφκσι και τη Σέλμα Λάγκερλεφ, είτε μετασχηματίζει ξένους στίχους σε νέο ποίημα, είτε αναμετράται με την καθημερινότητα της μητροπολιτικής συνοικίας, είτε ανεβαίνει στον Παρνασσό, είτε με το τρένο διασχίζει την Ελλάδα προηγούμενων δεκαετιών, είτε, τέλος, βάζει στη θέση του τον Έζρα Πάουντ για λογαριασμό του Αθηναίου Θουκυδίδη, ποτέ δεν χάνει χιούμορ, αυτοσαρκασμό και μια ευχάριστα παλιοκαιρισμένη κομψότητα.

Το «Φεγγάρι του Υμηττού και άλλα ποιήματα» (Γαβριηλίδης, 2008), αποτίνει φόρο τιμής στη «δεύτερη πατρίδα», τη μητροπολιτική συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Μπορεί άραγε, έστω «πολύ σπανίως», έστω «για λίγο», να ανακουφίσει η ποίηση χαμηλών τόνων ακόμη και τις μεγαλύτερες οδύνες; Μπορεί να είναι κανείς ευγνώμων για το φεγγάρι (του Υμηττού), για τα κοτσύφια (της Αγίας Παρασκευής), για την πλατεία (του Αϊ Γιάννη), για ό,τι, τέλος πάντων μας περιβάλλει καθημερινά αλλά καθόλου, στην πραγματικότητα, αυτονόητα;

– Διάκριση ή ενότητα των ποιημάτων και των άλλων κειμένων σας; Διάκριση ή ενότητα της ιδιότητάς σας του ποιητή, του κριτικού, του φιλολόγου, του δασκάλου;

Πιστεύω στο ενιαίο της πνευματικής έκφρασης. Χαίρομαι βλέποντας ότι τρίτοι διέγνωσαν παρουσία δοκιμιακών στοιχείων στα ποιήματά μου και ποιητικών στα δοκίμιά μου. Αντιθέτως δεν θεωρώ τόσο σπουδαία τη φιλολογική μου και προπαντός τη διδασκαλική μου ιδιότητα. Δεν είμαι καλός φιλόλογος και ακόμα λιγότερο καλός δάσκαλος υπήρξα.

– Θεραπεύετε όμως και ένα άλλο, τρίτο  είδος, στα πρόσφατα τομίδια με τίτλο «Και μόνος και μετά πολλών…», που με την καινούρια γλώσσα θα το λέγαμε…

…υβριδικό- πολύ σωστά. Ποιήματα δεν θα ξαναγράψω αν δεν είναι κάτι πραγματικά καινούριο. Και επειδή δεν βλέπω χρονικά περιθώρια να συμβεί αυτό, έχω βρει καταφύγιο ψυχολογικό στις γραφές του «Και μόνος και μετά πολλών…», όπου και διηγήματα μικρά υπάρχουν, και ημερολογιακές καταγραφές και κριτικά σημειώματα-παρατηρήσεις προπαντός πλεονάζουν, που αφορούν σε ονόματα και έργα της λογοτεχνίας.  

– Ανήκετε κάπου; Γίνονται διακρίσεις κατά γενιές, είδη, τρόπους…

Στον «θείο Βάνια» λέγεται για τον γέρο-καθηγητή, τον Σερεμπριάκοφ, «αυτός μου μιλάει αφ’ υψηλού, για ρεαλισμό, για νατουραλισμό, για συμβολισμό, για πράγματα που όσοι μεν ασχολούνται με λογοτεχνία, τους είναι αυτονόητα, οι δε άλλοι αδιαφορούν πλήρως». Λοιπόν, κι εγώ τα θεωρώ εντελώς αυτονόητα, κοινοτοπίες όσον αφορά τη θέση μας ως εμπλεγμένων στα λογοτεχνικά και εντελώς περιττά για τους άλλους. Και αδιαφορούν σωστά. 

-Στο ποίημα με τους αετούς, στις πρόσφατες «Παραβολές» (εκδόσεις τυπωθήτω/λάλον ύδωρ, 2015) αφηγείστε εκκινώντας από μια συγκίνηση δική σας, αλλά ο κάθε αναγνώστης βλέπει δικά του πράγματα. Το «παραβολή» – οδηγία χρήσης;

Και βέβαια έτσι είναι – εκ των πραγμάτων. Εκείνος όμως που θα βάλει τη δική του «νοηματοδότηση», να το κάνει μέσα στην περιοχή της λογοτεχνίας και όχι εκτρεπόμενος σε πολιτική, κοινωνιολογία, ψυχολογία και σε εντελώς άλλα πράγματα.

– Στο «Θουκυδίδης Αθηναίος κι Αμερικάνος ποιητής» (Gutenberg 2013) κάνετε μια «κόντρα» με τον Λορεντζάτο, μ’ εκείνο το «η άσκοπη, -l´art pour l´art- νεροτριβή της ευαισθησίας μας».

Πολύ τέλεια, όπως λέει η νεολαία! Γιατί μόλις βγαίνει έξω από την περιοχή μας ο Λορεντζάτος δεν το παίζει σωστά το παιχνίδι.

– Στα εργαλεία της ερμηνείας ανήκει και η βιογραφίας.

Τα δέκα προπολεμικά χρόνια (1930-40), είναι μια εντελώς άλλη ιστορία από αυτά που ακολούθησαν. «Λούστηκα» τα εκπαιδευτικά προγράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού μου σε τέτοιο βάθος που απορώ, όταν εκ των υστέρων το βλέπω, πως τα υπέμενα και πόσο με μεταμόρφωσαν προς το κακό… Στην Α’ δημοτικού είχα  του Παπαντωνίου το αλφαβητάρι, με τον ήλιο, κι ήμασταν στα ουράνια κι εγώ κι η δασκάλα μου. Από τη Β’ ως και την Δ’ δημοτικού το αναλυτικό πρόγραμμα προέβλεπε κείμενα της καθαρευούσης. Ενώ λοιπόν είχα αριστουργηματικό γραφικό χαρακτήρα ως μαθητής της Α’ δημοτικού, όταν έφτασα στην Δ’ δημοτικού, δεν γνωρίζονταν τα γράμματά μου…

– Ήταν αντίδραση;

Δεν το καταλάβαινα τότε. Όταν είσαι παιδί αυτά σε καθορίζουν και δεν το παίρνεις είδηση. Ήξερα απέξω, και το θυμάμαι και τώρα, το αλφαβητάρι με τον ήλιο –το «πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό» κτλ- και δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μία φράση από 3 σχολικά χρόνια! Όταν, ύστερα, ξαναμπήκε η δημοτική στην Ε’ δημοτικού θυμούμαι απέξω ολόκληρα κείμενα…

– Λέτε κάπου για το αυτοδίδακτο.

Αυτές τις μέρες διάβαζα το βιβλίο του Αμπρουάζ Βολάρ «Ο ζωγράφος Ρενουάρ», μια έκδοση του Γαλαξία, και είδα την εξής φράση μέσα -την έχω σχολιάσει κιόλας στο «Μόνος και μετά πολλών» που ενδεχομένως θα κυκλοφορήσει προσεχώς. Του ζήτησε ο Βολάρ να πει τη γνώμη του για τον ιμπρεσιονισμό, ως ζωγραφική σχολή. Και είπε: «Εγώ τι να σου πω; Εγώ ό,τι έχω σπουδάσει και έμαθα, τα έμαθα στα μουσεία». Εγώ ό,τι έμαθα και ό,τι γράφω το έμαθα διαβάζοντας συναδέλφους λογοτέχνες. Πρέπει να πω ότι αληθινά ευτυχισμένη τύχη ήταν ότι περιήλθε στα χέρια μου, όταν ήμουν 15 χρονών, μια έκδοση σολωμικών απάντων, την οποία ξέρω απέξω όλη. Εκεί σπούδασα.

– Εσείς είστε παιδί του μοντερνισμού σε μεγάλο βαθμό. Γράφετε, παρ’ όλα αυτά, και με το αυτί;

Απορώ και εξίσταμαι πώς τώρα ένας άνθρωπος κάθεται να γράψει ένα σονέτο. Δεν με ενδιαφέρει. Και δεν μπορώ κιόλας να γράψω. Αν τύχει να μου βγει καμιά ρίμα, ευπρόσδεκτη και δεν την απορρίπτω. Δεν μπορώ όμως να γράψω ποίημα σταθερής μορφής. Ο προφορικός τόνος μου, την απαρχή του την έχει στον Καβάφη. Κι επειδή μπορεί να υποτιμηθεί αυτό από μερικούς «απροπόνητους στα λογοτεχνικά», όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Καβάφης- δεν το λεγα στα νιάτα μου ούτε στην καθεστηκυία ηλικία των 50 ετών, αλλά το λέω τώρα: το να γράψεις ένα ποίημα, αληθινό, πρόκειται περί θαύματος.

– «Αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν», λέει ο Καβάφης. Εσείς τι θα γράφατε;

Τη λογοτεχνική κριτική που γράφω και τις καταγραφές, τα «και μόνος και μετά πολλών» (Α’-Δ’ κύκλος, εκδόσεις Γαβριηλίδη). Αγαπώ πολύ τους μεγάλους πεζογράφους, τον Ντοστογιέφκσι (έχω γράψει φόρο τιμής στον Ντοστογιέφσκι, και ποτέ δεν είναι αρκετός) τον Τολστόι, τον Τσέχωφ…. Θεωρώ κορυφαία μορφή τον Τσέχωφ. Αν μου λέγανε, όπως ρωτούν τώρα στην «Κ», με ποιόν θα ήθελες να δειπνήσεις ή ποιόν θαυμάζεις περισσότερο, θα διάλεγα τον Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ. Τον θεωρώ σπουδαιότερο απ’ τον Τολστόι που με συγκατάβαση έκανε παρέα μαζί του. 

– Είστε αυστηρός με τον Σεφέρη.

Ναι, μολονότι, ότι όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο, την «Σχηματοποίηση», που έγινε δεκτή πάρα πολύ ευνοϊκά…

– Πείτε μας το έτος.

Το φθινόπωρο του 62, το έστειλα στον Σεφέρη με την εξής αφιέρωση (είναι από την κρητική «Βοσκοπούλα»): «το αίμα της καρδιάς μου κι αν σου δώσω, δεν ημπορώ το χρέος να πληρώσω» (γέλιο). Πρώτα-πρώτα γιατί μου άνοιξε τα μάτια λίγο στα θεωρητικά πράγματα της ποίησης γενικώς. Η Ελένη Τσακνιά ήταν αυτή που μου αφιέρωσε την έκδοση του 47 ή 48 με τα –τότε- σεφερικά «Άπαντα». Το ταλαιπωρούσα διαβάζοντάς το, κυρίως το «Μυθιστόρημα». Ακόμα και τώρα, αντιθέτως, πολλά ποιήματα από το «Ημερολόγιο καταστρώματος» και άλλα, δεν τα πιστεύω. Επίτηδες λέω την έκφραση «δεν τα πιστεύω.» Ο Σινόπουλος γράφοντας για τα 3 πρώτα μου βιβλία, στις «Εποχές» του Τερζάκη, λέει ότι «το στίγμα του Κούσουλα βρίσκεται ανάμεσα στον Σεφέρη και στον Καβάφη.» Ο Σεφέρης που περισσότερο με επηρέασε είναι ο δοκιμιακός. Και βέβαια στα ποιήματά μου, σε σχέση με τον Καβάφη, υπάρχει μια σημαντική διαφορά, η παρουσία της φύσης. Στα δικά μου ποιήματα δεν είναι κυρίαρχη, είναι όμως παρούσα σε μεγάλη δόση, πράγμα που δεν είναι καθόλου στον Καβάφη – και είναι κοντά στην παρουσία της φύσης στον Σεφέρη. Ο «Τελευταίος σταθμός» ή «Ο βασιλιάς της Ασίνης» πολλά μου έχουν μάθει και στον τόνο και σε αυτό το περιεχόμενο.

– Έχετε μεγάλο σεβασμό στο ανολοκλήρωτο, σαν να υπάρχει μια τόλμη στο ανολοκλήρωτο- είναι αυτό που κάνει τον συγγραφέα;

Το εννοώ σαν κάτι κοντά στο παλιό ρητό: «ο μεν βίος βραχύς η δε τέχνη μακρά». Ό,τι και να κάνεις, δηλαδή, ως προς την βραχύτητα του βίου και το μακρόν της τέχνης, θα μένει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο. Εκείνο το καβαφικό «για λίγο», το «που κάμνουνε για λίγο να μη νιώθεται η πληγή». Ένας άνθρωπος με μυαλό που υφίσταται τη ζωή εκτός του ό,τι τη χαίρεται, πρέπει να ξέρει αυτό το «για λίγο» πόσο βαραίνει.

– Τι χρειάζεται για να ευχαριστηθεί κανείς το έργο σας; Εξυπνάδα; Επάρκεια; Καλό γούστο; Ευαισθησία; Χιούμορ; Άλλο;

Καλό γούστο και χιούμορ, είναι τα εντελώς πρωταρχικά. Γιατί η ευαισθησία έξω από το καλό γούστο κάνει μεγάλες ζημιές.

– Έχει ένα πρόβλημα με το χιούμορ η ελληνική πιάτσα…

Μα και αυτό το χιούμορ – ένας διάολος ξέρει τι εννοούν πολλοί άνθρωποι… Το καλαμπούρι; Είδα πρόσφατα ότι οι Άγγλoι λένε για την έλλειψη χιούμορ: «Ξέρεις ποιοι είναι οι Γερμανοί; Αυτοί που παίρνουν τα καλαμπούρια στα σοβαρά…»

– Άρα έχουμε κάτι «γερμανικό»

¨Η οι Γερμανοί έχουν κάτι από μας.

– Πού το αποδίδετε; Είναι πνευματικός επαρχιωτισμός;

Πνευματικός επαρχιωτισμός, μια φορά, είναι. Για μας μόλις μετά το 1750 άρχισε να χαράζει ο λεγόμενος νεοελληνικός διαφωτισμός. Κι υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι, που τους σέβομαι κατά τα άλλα, που τον θεωρούν καταστροφή για τον ελληνισμό. Γι’ αυτό ο Κοραής αποκηρύσσεται εντελώς. Αυτά όλα τα φορτώνω επίτηδες στον Λορεντζάτο γιατί ξέρω ότι έχει «μαθητές», που όμως είναι καλύτεροι, περισσότερο ταλαντούχοι από αυτόν σε όλα…

– Πείτε μας για τη δεκαετία του '50.

Η δεκαετία του 50 για μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας ήταν απ’ αυτά που θα ευχόταν κανένας να μην τα ζει ο άνθρωπος. Στις μικρές προπαντός κοινωνίες όπως ήταν το χωριό, η Σουβάλα, ή αλλού, κυριάρχησαν άνθρωποι εντελώς κίβδηλοι. Στρίμωχναν όσους τη δεκαετία του 40 έμπλεξαν, κατά την άποψή τους, στους αγώνες της Αριστεράς. Κανονικά δεν υπάρχει λόγος να παραστήσω τον αντιστασιακό επειδή απολύθηκα απ’ τη θέση όπου μόλις είχα διοριστεί, μετά 3μηνο… Ήμουνα σε ιδιωτικό γυμνάσιο στη Νέα Καλλικράτεια της Χαλκιδικής, είχα αναλάβει υπηρεσία στις 16 Νοεμβρίου του 1952. Με τηλεγραφική διαταγή: «Απομακρύνετε πάραυτα τον φιλόλογο τάδε ως εμφορούμενον υπό αντεθνικών φρονημάτων» – χωρίς να μ’ έχει δει ποτέ ο κύριος επιθεωρητής. Έμεινα άνεργος 5 χρόνια.

– Πόσων χρονών ήσασταν την «κρίσιμη» περίοδο;

Ήμουν 15 χρονών το '44. Αλλά υποτίθεται ότι είχα και την πανεπιστημιακή μου «θητεία», οπότε κλήθηκα άπαξ στην Ασφάλεια έχοντας επισύρει την προσοχή των πανεπιστημιακών ασφαλιτών, καθώς έκανα παρέα με αριστερή συντροφιά, ας πούμε τον  Καρκαγιάννη ή άλλους που βρέθηκαν αργότερα στον Αϊ Στράτη ή στα άλλα νησιά. Εγώ έμεινα και τότε στα μετόπισθεν εξ αιτίας του ποδιού μου. Το είχα αναλάβει, που λένε, να μη ριψοκινδυνεύω. Δεν υπήρξα, είπα, καλός δάσκαλος. Γιατί; Γιατί επεκρέματο συνέχεια επάνω μου ο φόβος του πώς θα το εισπράξει η υπηρεσία μου. Μέχρι το 75.

– Υπήρξατε όμως δάσκαλος φιλολόγων.

Αυτό έγινε από τη ΣΕΛΜΕ (Σχολή Επιμορφώσεως Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης). Τα 2ωρα ή 3ωρα εκείνα τη βδομάδα ήταν πανηγύρι κανονικό. Τα γλεντούσα. Έπαιρνα Σικελιανό, Καβάφη, Σεφέρη. Δεν έκανα Ελύτη. Το έδειχνα ότι δε μου πάει. Με την έννοια εκείνη του Σαββόπουλου: «τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα, ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα, μα δεν ταιριάζουνε για μένα….». Το Αιγαίο, να πούμε, και η γέφυρα του καραβιού- καλά τώρα… Αφού ήσουνα με τη χρυσή σου παρέα στη γέφυρα του καραβιού. Δεν έκανες βάρδια…

– Δεν πρέπει να μπούνε και μερικά «καινά δαιμόνια» στην «ύλη»; Είναι δυνατόν να μη διδάσκεται πχ ο Τσέχωφ, ο Κάφκα;

Έπρεπε αυτά να μοιράζονται ακριβοδίκαια. Να υπάρχει παρουσία ξένης λογοτεχνίας όση και ελληνική τουλάχιστον. Αλλά ισχύουν αυτά που ανάγκασαν και τον Καβάφη, πχ, να αφήσει έξω από το corpus των ποιημάτων του 2-3 που, αν τα συμπεριλάμβανε, ενώ αισθητικώς είναι σπουδαία, θα προκαλούσαν το εθνικό αίσθημα των Ρουμελιώτων ή των Μωραίτων, ας πούμε το «Επάνοδος στην Ελλάδα» ή «Η Ναυμαχία» και άλλα. 

– Φέρνοντας το ένδοξο «αλωνάκι» των Ελεύθερων Πολιορκημένων στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, στα ποιήματα για τη «Δεύτερη Πατρίδα», δίνετε, άραγε, ποιήματα πολύ αντι-ρομαντικά;

Θα ήθελα να είναι αλλά βλέπω εκ των υστέρων ότι δεν είναι αρκετά. Πολλά γεγονότα στη ζωή μου υπονόμευσαν τη «δεύτερη πατρίδα».  

– Δεν είστε ούτε βουκολικός ούτε κυνικά περιορισμένος στη ζωή στο άστυ.

Αν ομολογήσεις προσχώρηση σε μια από τις δυο θέσεις, ο βραχύς βίος σου αδικείται. Θέλω να επιμείνω στη δικαίωση, όση, κάπου στο βάθος, νομίζω ότι υπάρχει. Να πω και μια φορά ακόμα, του Τσαρούχη, εκείνο: θα ‘θελα 300.000 θαυμαστές, δεν τους είχα, θα θελα 30.000, δεν τους είχα, θα θελα 300, δεν τους είχα…. Είχα 30 αλλά χάρη σε αυτούς πήγαν τα πράγματα καλά, εγκαίρως…. 

Ενδεικτικά έργα του Λουκά Κούσουλα

1. Εν Παραβολαίς, ποιήματα, τυπωθήτω-λάλον ύδωρ, 2015

2. Θουκυδίδης Αθηναίος κι Αμερικάνος ποιητής, δοκίμια, Gutenberg, 2013

3. Και μόνος και μετά πολλών… (τόμοι Α-Δ), δοκίμια και διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2009-2013

4. Ενθύμιον, εκλογή από τα ποιήματα, Γαβριηλίδης, 2010

5. Μετά τα φιλολογικά, δοκίμια, μια επιλογή, Νεφέλη, 2006

6. Το βουνό, αφήγημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004

7. Τα ποιήματα, 1962-2002, Δόμος

8. Πλάτων. Αλκιβιάδης. Μετάφραση, Πόλις, 2001

9. Πλούταρχος. Λύσανδρος-Σύλλας. Πατάκη, 1999

10. Πλούταρχος. Αγης και Κλεομένης, Τιβέριος και Γάιος Γράκχος. Νεφέλη, 1996.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή