Γ. Σκαμπαρδώνης: «Η έμπνευση είναι ανάρχα, δεν κάνει προσύμφωνα»

Γ. Σκαμπαρδώνης: «Η έμπνευση είναι ανάρχα, δεν κάνει προσύμφωνα»

7' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ραντεβού μας για μια πρωινή περιδιάβαση στην πόλη, στη ζωή και στη λογοτεχνία με τον συγγραφέα Γιώργο Σκαμπαρδώνη ήταν στο σπίτι του. Ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Προορισμός, ένας αγαπημένος του τόπος. Τα Τείχη της Ανω Πόλης. Στο γραφείο του μια στοίβα βιβλία μύριζαν ακόμη τυπογραφείο. Μόλις είχε παραλάβει το νέο του μυθιστόρημα «Υπουργός νύχτας» (εκδόσεις Πατάκη). Κοινωνικοπολιτική σάτιρα;

«Κατά βάθος», συμπληρώνει και συνοψίζει το περιεχόμενο. «Ενας τολμηρός μηδενιστής χαρτοπαίχτης, ιδιοκτήτης παράλληλα γραφείου κηδειών, ξεκινώντας απ’ τον υπόκοσμο, μπαίνει στη μολυσμένη πολιτική τάξη, διασχίζοντας όλο τον σαθρό περίγυρο της αναξιοκρατίας και γίνεται κορυφαίος υπουργός. Να μην πω και την άγρια συνέχεια γιατί θα βραδιάσουμε».

Κλείνει κομπιούτερ, μαζεύει πινέλα και μπογιές από ένα μισοτελειωμένο πορτρέτο του Γιώργου Χειμωνά. Οι πινελιές γράφουν και οι λέξεις ζωγραφίζουν, αναρωτιέμαι καθώς χαζεύω στους τοίχους προσωπογραφίες συγγραφέων σε λάδια που αποκαλύπτουν το άλλο, κρυφό, καλλιτεχνικό του ταλέντο. «Η Τέχνη κλέβει ένσημα από τον χρόνο», σχολιάζει ενώ μας ξεναγεί στην ιδιωτική του πινακοθήκη: Παπαδιαμάντης, Σκαρίμπας, Καραγάτσης, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, σε μια παιγνιώδη ζωγραφική προσέγγιση διά χειρός Σκαμπαρδώνη. «Ζωγραφίζω λαθραία», εξηγεί. «Ασελγώ επί του καμβά, ας πούμε, το έχω ως πάρεργο – δεν θέλω να λένε ότι πολυπραγμονώ. Πέρασε και η λαμπρή εποχή του σουρεαλισμού, όταν ζωγραφική και λογοτεχνία αλληλοσυμπληρώνονταν. Τα τελευταία δύο χρόνια, κλέπτων εμαυτόν, παιδεύομαι κάνοντας ιδιότυπα πορτρέτα Ελλήνων συγγραφέων που θαυμάζω, χωρίς να φταίνε σε τίποτα οι άνθρωποι».

Σκυλιά αγκαλιάζουν τα πόδια του, χαδιάρες γάτες που λιάζονται στον κήπο και μας συνοδεύουν ώς την αυλόπορτα. «Μέγα πάθος. Ευτυχώς τα λατρεύει εξίσου και η γυναίκα μου – αλλιώς θα είχαμε εμφύλιο σπαραγμό», λέει. Αφήνουμε πίσω μας μια φύση γεμάτη χυμούς. Καθ’ οδόν, προσπερνάμε παρελθόντες τόπους της παιδικής και φοιτητικής του ζωής…

– Τι έχει απομείνει από τη Χαριλάου των παιδικών σου χρόνων;

– Η μνήμη ενός άλλου κόσμου, με το μεγαλείο και τις μικρότητές του. Μια εποχή αναζήτησης, μύθων, ευλογημένης και μισερής φτώχειας, συγκρούσεων, μεγάλης κοινωνικότητας και διακινδύνευσης. Τώρα βλέπω οκταώροφες και εξαώροφες – τίποτα άλλο.

Zυμώσεις με… τη συμμορία

– Πώς θα όριζες με τρεις λέξεις τη λογοτεχνία;

– Μετόχι στην Ουτοπία. Πυρετός καθ’ έξιν. Ζήλος κατ’ επίγνωσιν. Εργόχειρο του άρρητου. Λαθροθηρία καθρεφτιζόμενων κορυδαλλών. Οι ορισμοί είναι άπειροι, επειδή η λογοτεχνία δεν ορίζεται.

– Αλλο το διήγημα και άλλο το μυθιστόρημα;

– Είναι αθλήματα ίσης αξίας. Ομως άλλο το σπριντ στα εκατό μέτρα, άλλο ημιαποστάσεις και άλλο μαραθώνιος. Διαφορετική προπόνηση, ξεχωριστή στρατηγική, άλλες αναπνοές. Και ειδικά για μένα που έχω ιστορικό βαρέως καπνιστή.

– Υπάρχουν αντοχές για άλλους μαραθωνίους;

– Δεν υπάρχει ανάπαυση. Νιώθω δυνατά. Τρώω λιοντάρια. Εξάλλου, όλοι είμαστε κατά φαντασίαν υγιείς, εφόσον ο χρόνος ουκ αμελεί ουδενός. Αλλά δεν ξέρω τι θα προκύψει. Μπορεί κατοστάρι, μπορεί μεγάλες αποστάσεις. Μπορεί να με φάει, ώς τότε, ο στατικός διάδρομος. Εννοώ, η έμπνευση είναι ανάρχα, δεν κάνει προσύμφωνα. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σ’ ευλογήσει. Εξάλλου, ζούμε στιγμές ιστορικές. Ισλαμικά χτυπήματα, πρόσφυγες και ζαλισμένη κυβέρνηση. Ολα τα δεινά μαζί. Κλειστές οι διέξοδοι – ο θάνατος της αλεπούς. Πλούσια επικαιρότητα για πολιτικές ζυμώσεις.

– Σε ποιο στέκι γίνονται αυτές;

– Συνήθως στο μπαρ EDEN, Καλαποθάκη με Κομνηνών. Εκεί μαζεύεται η συμμορία και πίνουμε μαλώνοντας διαρκώς για τα πολιτικά, τη λογοτεχνία, τις γυναίκες, την Ιστορία, το σινεμά. Μόνο ξύλο που δεν πέφτει. Ισως γιατί η αγάπη μας είναι βαθύτερη απ’ την επικαιρότητα και τη θεωρία.

– Πέρασε η ώρα, πάμε εδώ κάπου κοντά για καφέ;

– Η κατάσταση εν γένει επιβάλλει πικρό καφέ και πιθανώς μπουγάτσα. Εκείνο το μεγάλο μαγαζί απέναντι είναι ιστορικό. Κάποτε σ’ αυτό ερχόταν συχνά ο βασιλιάς, έπινε πικρομέτριο, στη γωνία έπαιζε το πιάνο, και ο άναξ χαλβάδιαζε απέναντι τον χιονισμένο Ολυμπο των Μεγάλων ξεπεσμένων Θεών.

Aνά χιλιόμετρο και σε άλλη εποχή

Από εκείνες τις γειτονιές ξεκινούν οι απαρχές της γραφής (και της ζωγραφικής – δεκατριών με δεκαεπτά χρόνων διδάχτηκε σχέδιο, προοπτική, λάδια και ακουαρέλα σ’ έναν ρεαλιστή ζωγράφο της εποχής) αρχικά ως φανατικός αναγνώστης, και μετά αργά, βασανιστικά στο γράψιμο. «Θαύμαζα συγγραφείς και είχα τη μωροφιλοδοξία να γράψω, κι εγώ κάποτε, συναρπαστικές ιστορίες. Παρότι μουντζούρωνα από μικρός, δημοσίευσα το πρώτο διήγημα στα τριάντα δύο μου κι έβγαλα το πρώτο βιβλίο (“Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό”) στα τριάντα έξι. Ισως γιατί μόλις είχε αρχίσει η κρίση της μέσης ηλικίας».

– Ως φοιτητής σε μια εποχή που το φοιτητικό κίνημα έβραζε, εσύ πού ήσουν;

– Μπήκα στη Γαλλική Φιλολογία το 1972-73. Ημουν βαριά άρρωστος με τη λογοτεχνία. Ζούσα κι ανέπνεα με αυτήν. Ηξερα από στήθους πολλά ποιήματα του Ελύτη, του Εμπειρίκου, του Μαγιακόφσκι, του Εγγονόπουλου. Κομμάτια ολόκληρα από διηγήματα του Χάκκα ή του Βιζυηνού. Ζούσα στον κόσμο μου. Τα πολιτικά ποτέ δεν με συγκινούσαν – παρότι παρακολουθώ πάντα συστηματικά. Ημουν και είμαι μοναχικός. Το χειρότερο είναι ότι έχω άλλη, μη πολιτική αντίληψη της γλώσσας. Και αντέχω τις συνεδριάσεις όσο και το ρετσινόλαδο.

– Πόσο απέχουν οι ιδεολογίες της νιότης σου από τις σημερινές;

– Τότε ήμουν συνοικιακά «προοδευτικός». Τώρα κινούμαι στη συντηρητική πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας. Πιστεύω σε ένα συνδυασμό συντηρητισμού-προοδευτισμού-ελευθεριότητας. Είμαι λίγο δεξιότερα του Μπερνστάιν. Ονειρεύομαι ελάχιστο κράτος, κοινωνική προστασία, ελευθερία δημιουργίας, σθεναρούς θεσμούς, ωστόσο, και εντός της Ευρώπης.

– Τώρα, πώς σου ακούγεται η λέξη «Αριστερά»;

– Σαν ξεπνοϊσμένο αντάρτικο του έξοχου Καρβέλα, πλέον.

– Και η «Κεντροδεξιά»;

– Απ’ τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς ίσως περάσει, με τον κύριο Κυριάκο, σε κάτι ουσιαστικότερο. Ιδωμεν.

Στον Πύργο του Τριγωνίου, μαθητές στριμώχνονται για σέλφι, στο πιο προνομιούχο μπαλκόνι της Θεσσαλονίκης. «Εδώ πάνω, ο χρόνος είναι σχετικός», λέει ο συγγραφέας. «Βρισκόμαστε στα 2016, αλλά θα μπορούσες να πεις ότι είμαστε στα 1016. Είναι η πιο πανοραμική βίγλα. Σχεδόν δορυφορική. Οταν έχει διαφάνεια, ο Ολυμπος, απέναντι, ανάγλυφος, φαίνεται σαν να έχει έρθει στα 500 μέτρα. Νομίζεις ότι βλέπεις βιου μάστερ».

– Τζιντζιρλή-Κουλέ (Πύργος της Αλύσεως), Κουσακλή-Κουλέ (Ζωσμένος Πύργος) ή Πύργο του Τριγωνίου. Με ποιο όνομα τον προτιμάς;

– Τριγώνιο, λόγω σχήματος. Αν και πανελληνίως γνωστότερα τρίγωνα είναι αυτά που γίνονται στο Πανόραμα – μερικές φορές τα γεύεσαι ως πιο νόστιμα ακόμα και απ’ τα Ιψενικά.

– Τα κάνουμε, πια, «εξαγωγή» και στην Αθήνα.

– Ναι, στην Αθήνα εξάγουμε γεωμετρία. Τρίγωνα Πανοράματος, κουλούρι Θεσσαλονίκης σε σχήμα κύκλου.

– Τελικά, γιατί έμεινες στη Θεσσαλονίκη; Πώς και δεν πήγες στην Αθήνα;

– Ισως γιατί η Θεσσαλονίκη δεν είναι μια πόλη, αλλά πολλές επάλληλες και διασταυρούμενες μέσα σε μία. Παλίμψηστο χωνεμένων αυτοκρατοριών. Περπατάς και ανά χιλιόμετρο μπαίνεις σε άλλη εποχή. Από το Βυζάντιο εισέρχεσαι σε ρωμαϊκά ανάκτορα. Από εκεί σε τούρκικα λουτρά. Στη στροφή πέφτεις πάνω σε κτίσμα του Μεσοπολέμου. Απέναντι ορθώνεται μια παλαιοχριστιανική βασιλική δίπλα στο σύγχρονο κιτς. Να, κάπου εκεί βρίσκεται ένας δρόμος με το ωραιότερο όνομα: Νικηφόρου Ουρανού, και εκεί ένας άλλος με το πιο περίεργο όνομα: Οδός Αγάπης, μικρή κάθετος στην Αλεξάνδρου Σβώλου, ίσως η μόνη αδιέξοδη στην πόλη και πιθανώς στη ζωή. Η προκυμαία μπροστά μας, ασύγκριτη, και πίσω μας, το πιο επίφοβα γοητευτικό μνημείο, το Γεντί Κουλέ… Δεν γλιτώνεις εύκολα από τη Θεσσαλονίκη. Ετσι την έπαθα κι εγώ. Και εγώ εάλων.

– Θα έλεγες ότι είναι η βαριά Ιστορία, που κάνει τους Θεσσαλονικείς αυτό που λένε «μπαγιάτηδες», ή πρόκειται για δικαιολογία;

– Φταίει κι αυτή, η Ιστορία εννοώ. Αλλά το μπαγιατλίκι, το «χαλαρά» που λέμε ειρωνικά, ίσως είναι και στοχαστική νωχέλεια. Είμαστε πιο σκεπτικιστές απ’ τους Αθηναίους. Φταίει η υγρασία και η αδιάκοπη συσσώρευση της πατίνας του χρόνου που μας κάνει να έχουμε πιο βαθιά την αίσθηση της ματαιότητας και της μεταφυσικής των πραγμάτων. Δεν ξέρω. Κι εγώ όταν βρίσκομαι στην Αθήνα, ανεβάζω ταχύτητες. Αισθάνομαι πιο δυναμικός. Είναι και οι αποστάσεις διαφορετικές, η διαπερατότητα του αέρα στην πρωτεύουσα, το κλίμα, το έξοχο φως – συν την εξουσία, βέβαια. Η εξουσία σε τρέχει, πάντα.

– Πώς μπαίνει η Θεσσαλονίκη μέσα στα βιβλία σου; Από την πόρτα ή από τα παράθυρα;

– Από πολλές μεριές, από πολλές ρωγμές. Αλλά μεταστοιχειωμένη. Ετσι που να γίνεται μια άλλη, ανεξάρτητη πόλη, που αναλάμπει εν εαυτή. Μια λογοτεχνική πολιτεία, που ανήκει στον χάρτινο εαυτό της, κι έχει τοπική αυτοδιοίκηση ύφους. Αυθαίρετη, ατάσθαλη, εκτός κτηματολογίου. Αλλιώς δεν θα ήταν λογοτεχνία.

– Και η περιφέρεια; Μένει εκτός τακτικού δρομολογίου;

– Εξίσου με ενδιαφέρει και η περιφέρεια, οι περιφέρειες. Μακεδονία, Θράκη και λοιπές. Αντλώ απ’ όπου μπορώ. Αρκεί αυτό που προκύπτει να υψώνεται πέρα απ’ τους τυπικούς χάρτες. Κατά βάθος η πόλη και η γεωγραφία είναι πάντα λογοτεχνικά προσχήματα. Μετράει η βαθύτερη ανθρώπινη κατάσταση. Τα αφώτιστα, που γίνονται θάμβος και φαντασμαγορία. Πώς, δηλαδή, υπερτοπικά, ο ψύλλος γίνεται αηδόνι, ή το αντίστροφο.

– Ο «Υπουργός νύχτας» από πού αντλεί;

– Από τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, και από διάφορες περιοχές του όντως καθημερινού, κοινωνικοπολιτικού βίου, ορατού και αθέατου, τη φαντασία και την επινόηση, αλλά, και εδώ, με υπαρξιακό προβληματισμό, τόνο σοβαρό και κωμικό συνάμα. Η ευτραπελία μοιχεύεται ασύστολα με το δράμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή