Jimmy Choo: Ο βασιλιάς της γόβας

5' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην πόλη Πενάνγκ της Μαλαισίας το καλοκαίρι του 1969, ένα μικροκαμωμένο εντεκάχρονο αγόρι φτιάχνει ένα ζευγάρι παπούτσια: ξώφτερνα, από μαύρο και λευκό δέρμα. Μοιάζουν με σκυλάκια, με κουταβάκια. Αλλωστε, «puppy», δηλαδή κουτάβι, τον φωνάζει χαϊδευτικά η μητέρα του κι αυτά τα παπούτσια είναι δώρο για τα γενέθλιά της. Εκείνη συγκινείται και βάζει τα κλάματα μόλις τα αντικρίζει. Η οικογένεια είναι φτωχή. Ο πατέρας του, μετανάστης από την Κίνα, έχει φτάσει στη Μαλαισία αναζητώντας μια καλύτερη ζωή κι έχει καταφέρει να ανοίξει ένα μικρό εργαστήριο κατασκευής υποδημάτων. Ο γιος του μετά το σχολείο περνάει όλο τον ελεύθερο χρόνο του εκεί, βλέποντάς τον να δημιουργεί.

«Ηταν το πρότυπό μου. Ηθελα να του μοιάσω. Μεγαλώνοντας, έφτασα να αγαπώ τα παπούτσια όσο και τους γονείς μου!» μου λέει ο διάσημος σχεδιαστής μόδας καθηγητής Τζίμι Τσου καθώς μου αφηγείται την ιστορία του. Τι θυμάται περισσότερο από τα παιδικά του χρόνια; «Την πειθαρχία. Στις 9 το βράδυ έπρεπε ήδη να κοιμάμαι, για να ξυπνήσω στις 6 και να ετοιμαστώ για το σχολείο. Οχι όπως τα σημερινά παιδιά που ξενυχτούν με το κινητό στο χέρι, σερφάροντας στο διαδίκτυο…».

Λίγα χρόνια αργότερα, νεαρός πια, ο Τζίμι ταξιδεύει πρώτη φορά στο Λονδίνο. Στους συγγενείς του που τον φιλοξενούν εξομολογείται την αγάπη του για τα παπούτσια κι εκείνοι του μιλούν για το Cordwainers College, μια εξειδικευμένη σχολή. Αποφασίζει να μείνει στη βρετανική πρωτεύουσα και να φοιτήσει σ’ αυτήν, μολονότι οι γονείς του δεν είναι σύμφωνοι. Θεωρούν ότι το μέλλον βρίσκεται στην παραγωγή ηλεκτρονικών. Ομως εκείνος επιμένει, αποφοιτά με έπαινο από τη σχολή και επιστρέφει στη Μαλαισία για να βοηθήσει τον πατέρα του στη μικρή τους επιχείρηση. Θα επιστρέψει στη Βρετανία στα μέσα της δεκαετίας του ’80, για να κάνει τα πρώτα δικά του επιχειρηματικά βήματα. Πώς το αποφάσισε; «Αισθάνθηκα έτοιμος να το δοκιμάσω, αν και δεν μου ήταν καθόλου οικείο το περιβάλλον του Λονδίνου. Θα γελάσετε ακούγοντάς το, αλλά όλοι οι λευκοί μού φαίνονταν ίδιοι (κάτι που λέτε κι εσείς για εμάς τους Κινέζους), όλα τα κτίρια επίσης. Επιπλέον, δεν μιλούσα καθόλου καλά τη γλώσσα κι αυτό μου δημιουργούσε κι άλλες δυσκολίες».

Είναι ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό κι από τα παράθυρα του κτιρίου του Βρετανικού Συμβουλίου ο 68χρονος «βασιλιάς των παπουτσιών», ο άνθρωπος που έχει σχεδιάσει παπούτσια για γαλαζοαίματους, μοντέλα και σταρ –από την πριγκίπισσα Νταϊάνα και τον Μάικλ Τζάκσον μέχρι τη Μαντόνα (δικές του δημιουργίες φορούσε στον γάμο της με τον Γκάι Ρίτσι το 2000)– χαζεύει την κίνηση στην πλατεία Κολωνακίου. Βρίσκεται στην Αθήνα για να παρευρεθεί στην τελετή απονομής των Βραβείων Αποφοίτων Βρετανικής Εκπαίδευσης, Study UK Alumni Awards, που διοργανώνονται για τρίτη συνεχόμενη φορά παγκοσμίως και πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Βρετανικό Συμβούλιο σε συνεργασία με τη Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα, τον Σύνδεσμο Αποφοίτων Βρετανικών Πανεπιστημίων και το Ελληνοβρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. «Είναι η πρώτη μου φορά στη χώρα σας. Οταν ανέφερα σε έναν φίλο μου ότι θα ερχόμουν, με ρώτησε αν θα είμαι μόνος. Κι όταν του απάντησα καταφατικά, μου είπε ότι έκανα τεράστιο λάθος, γιατί η Ελλάδα είναι ιδανική για ρομαντικές αποδράσεις. Οπως καταλαβαίνετε, είμαι υποχρεωμένος να επιστρέψω σύντομα, αλλά με τη σύζυγό μου», μου λέει γελώντας. Τι άλλο ξέρει για την Ελλάδα εκτός από τη ρομαντική της αύρα; «Πως όταν γλεντάτε, σπάτε πιάτα! Πριν από χρόνια, βρέθηκα με μια παρέα σε ένα ελληνικό νυχτερινό κέντρο στο Λονδίνο και είδα από πρώτο χέρι τι συμβαίνει όταν γλεντάτε!»

Το τηλεφώνημα από το παλάτι

Επιστρέφουμε στην αρχή της διαδρομής του, όταν ανοίγει το εργαστήριό του στο Λονδίνο. «Κανέναν δεν ήξερα, κανείς δεν με ήξερε, αλλά είχα αυτοπεποίθηση. Πίστευα ότι ήταν θέμα χρόνου να βρω τον δρόμο μου. Ακόμα και οι πιο δικοί μου άνθρωποι δεν μοιράζονταν την αισιοδοξία μου. “Οταν υπάρχουν διάσημοι οίκοι όπως οι Σανέλ, Κριστιάν Ντιόρ και Ιβ Σεν Λοράν, γιατί κάποιος να αγοράσει τα δικά σου παπούτσια;” μου έλεγαν. “Γιατί είναι πολύ καλά!” τους απαντούσα».

Πράγματι, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο βρετανικός Τύπος αρχίζει να τον προσέχει. Η Vogue δημοσιεύει τις πρώτες φωτογραφίες παπουτσιών του. Και ο Τζίμι Τσου δέχεται το τηλεφώνημα που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Ηταν από τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Η πριγκίπισσα Νταϊάνα τού ζητούσε να την επισκεφτεί. «Είχα τόση αγωνία το προηγούμενο βράδυ, που δεν έκλεισα μάτι!» Η συνάντησή τους έγινε η αρχή μιας όμορφης φιλίας. Συζητούσαν κυρίως για τη μόδα και το φενγκ σούι και ο Τζίμι τής αφηγούνταν ιστορίες από τη ζωή του στη Μαλαισία. Τα πρώτα παπούτσια που σχεδίασε για εκείνη ήταν ένα ζευγάρι ροζ γόβες. To τελευταίο που του παρήγγειλε ήταν επίσης ροζ: μπαλαρίνες. Θα παραδίδονταν την 1η Σεπτεμβρίου 1997. Δεν τις παρέλαβε ποτέ. Εφυγε από τη ζωή με τον γνωστό τραγικό τρόπο, το προηγούμενο βράδυ, στο Παρίσι… «Δεν της άρεσαν τα σανδάλια, δεν ήθελε να φαίνονται τα δάχτυλά της – νόμιζε ότι δεν είχε ωραία δάχτυλα», θυμάται ο διάσημος σχεδιαστής. «Στην αρχή ήταν συντηρητική με τα τακούνια, το ύψος τους δεν ξεπερνούσε τα 5 εκατ. Με τα χρόνια όμως, καθώς αποκτούσε ολοένα και περισσότερη αυτοπεποίθηση, το ύψος τους αυξανόταν. Είχε φορέσει μέχρι και δεκάποντες γόβες λίγο πριν από τον θάνατό της».

Jimmy Choo: Ο βασιλιάς της γόβας-1

Η πριγκίπισσα Νταϊάνα με παπούτσια του. Στις συναντήσεις τους μιλούσαν όχι μόνο για τη μόδα, αλλά και για το φενγκ σούι! 

Η γνωριμία αυτή έδωσε τεράστια ώθηση στην καριέρα του. Σύντομα τα προϊόντα του πέρασαν τον Ατλαντικό και έγιναν διάσημα και στην Αμερική.

Ευγνωμοσύνη για όσους τον βοήθησαν

Εδώ και κάποια χρόνια, ο Τζίμι Τσου έχει πουλήσει το μερίδιό του στην εταιρεία. Τα παπούτσια που κυκλοφορούν στην αγορά με το όνομά του δεν είναι σχεδιασμένα από τον ίδιο. «Είχα κουραστεί και ήθελα να κάνω κι άλλα πράγματα», εξηγεί. Σήμερα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο ως πρεσβευτής με διττό, κατά κάποιον τρόπο, ρόλο: αφενός να συμβάλει στην προώθηση του μαλαισιανού τουρισμού και αφετέρου να προβάλει το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα. «Οταν κάποιος σου δίνει μια ευκαιρία και σε στηρίζει, πρέπει να του δείχνεις την ευγνωμοσύνη σου. Και η Μαλαισία, και η Βρετανία με βοήθησαν να πετύχω. Αυτός είναι ο τρόπος μου να πω “ευχαριστώ”».

Του ζητώ να συνοψίσει σε δυο λόγια τι έχει διδαχθεί από τη διαδρομή του έως τώρα. «Οτι η υπομονή είναι η σημαντικότερη, ίσως, αρετή. Οπως και η ηρεμία απέναντι σε οτιδήποτε σου συμβαίνει, όσο άσχημο κι αν είναι. Ακόμα κι όταν κάποιος είναι επιθετικός απέναντί σου, δεν πρέπει να παρασυρθείς και να απαντήσεις, γιατί έτσι θα δηλητηριαστείς με θυμό και απογοήτευση. Και θα κάνεις κακό κυρίως στον εαυτό σου…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή