Προς παγκόσμια αγορά εκπαίδευσης

Προς παγκόσμια αγορά εκπαίδευσης

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις δύσκολες στρατηγικές επιλογές που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις –τουλάχιστον αυτές που επιθυμούν να προσαρμοστούν στη σύγχρονη πραγματικότητα– στην πολιτική ανώτατης εκπαίδευσης αναδεικνύει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ» ο Ερικ Μπέτιντζερ, αναπληρωτής καθηγητής στη Μεταπτυχιακή Σχολή Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Stanford. 

Ο καθηγητής Μπέτιντζερ, που θα βρεθεί στην Αθήνα για το συνέδριο του Stanford Club of Greece για τις βέλτιστες πρακτικές στην εκπαίδευση στις 18 Οκτωβρίου, τονίζει: «Κινούμαστε προς μια παγκόσμια αγορά ανώτατης εκπαίδευσης», με κάθε χώρα να ωθείται να επενδύσει σε ένα «πανεπιστήμιο-ναυαρχίδα» και τις περισσότερες χώρες «να χάνουν τα κορυφαία τους ταλέντα εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού». Τα «ιεραρχικά μοντέλα» (Βρετανία, Βραζιλία, Χιλή), εξηγεί, «εστιάζουν περισσότερο στους άριστους φοιτητές», ώστε να τους κρατήσουν στη χώρα. «Οι άριστοι, ωστόσο, τείνουν να προέρχονται κυρίως από τα πιο εύπορα στρώματα, ενώ οι πιο φτωχοί έχουν πρόσβαση κυρίως σε χαμηλότερης ποιότητας ιδρύματα, που η απόδοση των σπουδών ενδεχομένως να μην αξίζει το κόστος».

Η δωρεάν εκπαίδευση

Από την άλλη πλευρά, το μοντέλο της δωρεάν εκπαίδευσης, στο οποίο έχουν επενδύσει οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζει δύο προβλήματα: «Πρώτον, τα μεγάλα ελλείμματα και η αυξημένη δημοσιονομική επιτήρηση έχουν αναγκάσει πολλές χώρες να μεταβιβάσουν το κόστος αυξανόμενα στους ίδιους τους φοιτητές – άρα η ανισότητα των ευκαιριών παραμένει. Δεύτερον, όλο και πιο συχνά, οι καλύτεροι φοιτητές φεύγουν για πανεπιστήμια του εξωτερικού». 

Το δίλημμα για τον Μπέτιντζερ είναι ξεκάθαρο: «Η βελτίωση της ποιότητας για τους πολλούς δυνητικά σημαίνει απώλεια ανταγωνιστικότητας στην κορυφή. Πρέπει να εστιάσουμε στους καλύτερους ή στη βελτίωση της ποιότητας και στην προσβασιμότητα για τους πολλούς;». 

Η ανισότητα δεν περιορίζεται σε θέματα χρηματοδότησης. Οπως εξηγεί ο Αμερικανός ακαδημαϊκός, ακόμα κι όταν δίνεται η οικονομική δυνατότητα σε φτωχότερα νοικοκυριά να στείλουν το παιδί τους στο πανεπιστήμιο, «η πρότερη εκπαιδευτική εμπειρία του φοιτητή και η έλλειψη ακαδημαϊκών υποστηρικτικών υπηρεσιών» μπορούν να καταστήσουν τις απαιτήσεις της φοιτητικής ζωής δυσβάσταχτες. Κοινωνικά, είναι κρίσιμη η δημιουργία νέων φίλων, η οποία «θα ενσωματώσει τους φοιτητές αυτούς στην ακαδημαϊκή κοινότητα», σημειώνει. Ορισμένα ιδρύματα, προσθέτει, χρησιμοποιούν μηνύματα μέσω κινητού και άλλες μορφές παραινέσεων για να βοηθήσουν φοιτητές χαμηλότερων εισοδημάτων –πολλοί από τους οποίους δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους– να αντεπεξέλθουν.

Προγράμματα κουπονιών

Ο Μπέτιντζερ έχει μελετήσει διεξοδικά και την εμπειρία προγραμμάτων κουπονιών (voucher) ως μέθοδο παροχής ευκαιριών και βελτίωσης των επιδόσεων εκπαιδευτικών συστημάτων. «Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων κουπονιών είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία τους», τονίζει. «Στην Κολομβία, όπου η ανισότητα είναι ανεξέλεγκτη, το πρόγραμμα που μελέτησα γνώρισε, τουλάχιστον τη δεκαετία του ’90, τεράστια επιτυχία – αύξησε την κοινωνική κινητικότητα, τα εισοδήματα και την πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό». Ηταν όμως ένα «μικρό πρόγραμμα», που ωφέλησε λίγους μαθητές. Αντίστοιχα προγράμματα στις ΗΠΑ και στη Χιλή «δεν έχουν υπάρξει εξίσου επιτυχημένα στη βελτίωση των εκπαιδευτικών ευκαιριών και των προοπτικών οικονομικής ανέλιξης». 

Μία άλλη οδός για τη διεύρυνση των εκπαιδευτικών ευκαιριών είναι τα διαδικτυακά προγράμματα σπουδών. Ο Μπέτιντζερ σημειώνει ότι «επί του παρόντος, τα προγράμματα αυτά δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά με τα παραδοσιακά μαθήματα διά ζώσης. Ωστόσο, μπορεί να αξίζει να δεχθούμε τη χαμηλότερη ποιότητα αν το κόστος της παροχής των μαθημάτων είναι αρκετά μειωμένο. Επιπλέον, τα διαδικτυακά προγράμματα σπουδών παρακολουθούνται από κόσμο που ποτέ δεν θα πήγαινε στο πανεπιστήμιο».

Η πόλωση και η Ελλάδα

Σε μια χώρα όπου επικηρύσσονται με ατιμωρησία καθηγητές ως «φασίστες», επειδή τόλμησαν να αντιταχθούν στη συνεχιζόμενη υποβάθμιση των πανεπιστημιακών υποδομών από την εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, ίσως τα αντίστοιχα αμερικανικά προβλήματα να μη φαντάζουν τόσο σοβαρά. Εχουν όμως επιδεινωθεί αρκετά, ώστε ο κεντρώος μεγαλοεπιχειρηματίας και πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ να γράψει σε πρόσφατο άρθρο του ότι «οι φοιτητές και οι διοικητικοί ηγέτες των πανεπιστημίων επιδεικνύουν μια σοκαριστική αδιαφορία για τα δικαιώματα της Πρώτης Τροπολογίας [περί ελευθερίας του λόγου]», καθώς ένας στους πέντε θεωρεί ότι δικαιολογείται η χρήση βίας για τη φίμωση ομιλητών που εκφράζουν ενοχλητικές ή ακραίες απόψεις. Συμμερίζεται ο Μπέτιντζερ αυτές τις ανησυχίες;

«Μεγάλωσα σε ένα πολύ συντηρητικό σπιτικό και θεωρώ τον εαυτό μου πολιτικά κεντρώο. Στο Stanford, όμως, βρίσκομαι στην άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Είναι κάτι που με ανησυχεί σχετικά με την κατάσταση της ανώτατης εκπαίδευσης. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα πρέπει να υποστηρίζουν τη διαφορετικότητα σε όλες τις μορφές της, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών απόψεων. Καθώς η αμερικανική πολιτική έχει γίνει ολοένα και πιο πολωμένη, είναι πιο δύσκολο να οριστεί και να γίνει σεβαστό ένα ευρύ φάσμα πολιτικών απόψεων στους χώρους των πανεπιστημίων».

Τέλος, για την Ελλάδα, τονίζει: «Μία κρίση είναι πάντα ένα σημείο ευκαιρίας. Σε αυτή τη φάση, το πιο χρήσιμο πράγμα είναι να φωτιστούν τα πεδία όπου το σύστημα δεν λειτουργεί. Καθώς η κρίση αμβλύνεται, η δημόσια συζήτηση και η προσοχή που έχει δοθεί σε αυτά θα βοηθήσουν όσους διαμορφώνουν την πολιτική να θέσουν τις σωστές προτεραιότητες». Σοφά λόγια – μίλια μακριά από τη θλιβερή ελληνική πραγματικότητα.

Οι προκλήσεις τής νέας τεχνολογίας

Πώς θα επηρεάσει η νέα φάση της ψηφιακής επανάστασης (Διαδίκτυο των Πραγμάτων, ρομποτική), στην οποία το Stanford πρωταγωνιστεί, την αγορά εργασίας και το εκπαιδευτικό σύστημα;

Ο Μπέτιντζερ θεωρεί ότι οι εργασίες ρουτίνας θα  συνεχίσουν να αντικαθίστανται από την τεχνολογία, αλλά «εργασίες με βαρύ γνωσιακό περιεχόμενο δεν θα έχουν την ίδια τύχη – αντιθέτως, η τεχνολογία σε αυτές τις περιπτώσεις θα ενισχύει την παραγωγικότητα των εργαζομένων». Για το εκπαιδευτικό σύστημα, απαντά, η μεγαλύτερη πρόκληση θα είναι «τα “μικρο-διαπιστευτήρια” [σ.σ.: micro-credentials στα αγγλικά] – προγράμματα μικρής διάρκειας που διδάσκουν ένα συγκεκριμένο προσόν. Στην επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ήδη υπάρχουν πολλά εντατικά προγράμματα εκμάθησης σύντομης διάρκειας. Τα πιστοποιητικά από σειρά τέτοιων προγραμμάτων μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στη μελλοντική επιτυχία όσων τα παρακολουθούν, σε σύγκριση με ένα απλό πανεπιστημιακό πτυχίο. Αν αυτή η τάση επεκταθεί πέρα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, θα είναι μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην ανώτατη εκπαίδευση».

Η εκδήλωση του Stanford Club of Greece στην οποία θα συμμετάσχει ο καθηγητής Μπέτιντζερ θα λάβει χώρα την προσεχή Τετάρτη. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε το www.stanfordclub.gr.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή