Ντμίτρι Γκλουκόφσκι στην «Κ»: Πάντα θέλουμε να έχουμε απέναντί μας έναν εχθρό

Ντμίτρι Γκλουκόφσκι στην «Κ»: Πάντα θέλουμε να έχουμε απέναντί μας έναν εχθρό

7' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ρώσος Ντμίτρι Γκλουκόφσκι δεν είναι το τυπικό δείγμα συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Είναι αρκετά πραγματιστής, δεν φαντάζεται ιπτάμενα αντικείμενα ή εξωγήινους να έρχονται στη Γη. Αντιθέτως, εκλογικεύει τα πάντα. Η μακροχρόνια ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία τον έχει βοηθήσει, όπως λέει και ο ίδιος, να βλέπει τη συνολική εικόνα του κόσμου – όπως είναι κι όπως πιθανότατα θα είναι. Η δυστοπική τριλογία του «Μετρό 2033/Μετρό 2034/Μετρό 2035» (εκδ. Καστανιώτη) μας μεταφέρει σε ένα μέλλον κλειστοφοβικό, τετελεσμένο. Τα πάντα έχουν καταστραφεί κι ο κόσμος έχει εγκλωβιστεί στο μετρό της Μόσχας. Το κλασικό «τι θα συνέβαινε αν…», στη δική του περίπτωση λαμβάνει τον χαρακτήρα επείγοντος σήματος από τα υπόγεια του μετρό. Μιλώντας στην «Κ», ο Ρώσος συγγραφέας δεν δίστασε να αναφερθεί ακόμη και στον Βλαντιμίρ Πούτιν και στην κομμουνιστική «θρησκεία».

Ντμίτρι Γκλουκόφσκι στην «Κ»: Πάντα θέλουμε να έχουμε απέναντί μας έναν εχθρό-1

Η δυστοπική τριλογία του Γκλουκόφσκι «Μετρό 2033/Μετρό 2034/Μετρό 2035» (εκδ. Καστανιώτη) μας μεταφέρει σε ένα μέλλον κλειστοφοβικό. Τα πάντα έχουν καταστραφεί κι ο κόσμος έχει εγκλωβιστεί στο μετρό της Μόσχας (φωτ.).

– Κάτι συμβαίνει στο μετρό και δεν το κατανοούμε. Τουλάχιστον στο μετρό που μας παρουσιάζετε εσείς.

– Σίγουρα, το μετρό δεν είναι ο φυσιολογικός τρόπος μεταφοράς των ανθρώπων. Ποιος θέλει να είναι κλεισμένος κάτω από τη γη; Δεν είμαστε γεννημένοι να ζούμε υπογείως.

– Τι το ιδιαίτερο έχει το μετρό της Μόσχας;

– Είναι κάτι περισσότερο από σταθμός. Η δεύτερη λειτουργία του είναι να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο σε καιρό πολέμου – ακόμη και πυρηνικού. Εχει σχεδιαστεί ως παλάτι ή τέμπλο. Γι’ αυτό και τα υλικά με τα οποία έχει φτιαχτεί είναι ακριβά και φανταχτερά. Βρίσκει κανείς κίονες, αντικείμενα από χρυσάφι, πολύ μάρμαρο. Υπάρχει μια υπερβολική ομορφιά. Επιθυμεί να σε εντυπωσιάσει σαν τις μεγάλες καθολικές εκκλησίες. Σε αναγκάζει να αποδεχθείς πως είσαι πολύ μικρός μπρος σ’ αυτό το μεγαλείο. Ηταν η λογική της κομμουνιστικής θρησκείας. Διότι έχουμε να κάνουμε με θρησκεία κι όχι με πολιτικό σύστημα.

– Θα ήθελα μια εξήγηση σε αυτό.

– Το παλαιό καθεστώς παρέπεμπε πάντα στο μέλλον. Στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που θα έρθει κάποτε. Ναι, δεν έχετε τώρα φαγητό να φάτε, αλλά στο μέλλον θα υπάρχει πολύ φαγητό για όλους, αυτό έλεγαν. Ομως ο μεγάλος εχθρός κάθε θρησκείας είναι η λογική σκέψη. Η ανάλυση όλων των μύθων. Προσωπικά είμαι αγνωστικιστής.

– Η δική σας ιδέα για την τριλογία πώς προέκυψε;

– Η ιδέα μού ήρθε από πολύ νωρίς. Αρχισα να γράφω την ιστορία όταν ήμουν 17 χρόνων.

– Τόσο νωρίς;

– Και πιο νωρίς ακόμη. Θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει μανιωδώς από τα 14. Φυσικά μιλάμε για ιστορίες που ήταν ολότελα παιδικές. Αλλά, ναι, πάντα μου άρεσε να γράφω. Και φυσικά διάβαζα πολλά βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Το μετρό έγινε το πρώτο μυθιστόρημά μου. Επειτα από χρόνια αποφάσισα να μην αλλάξω καθόλου το πρώτο μέρος της τριλογίας κι ας ήταν πιο τραχύ από τα επόμενα. Αρχισα να σκέφτομαι τι θα συνέβαινε αν κατέρρεε ο κόσμος και όλοι εγκλωβιζόμασταν στο μετρό της Μόσχας. Εκείνα τα χρόνια συνέβη και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, επομένως μπορεί να πει κανείς πως υπάρχει μια κάποια σύνδεση. Κάπως έτσι όλα, σκέφθηκα, τίποτα δεν θα μείνει όρθιο. Ολα θα γίνουν στάχτη. Επομένως, ήθελα να εξετάσω πώς θα ήταν ο κόσμος σ’ αυτή τη νέα κατάσταση.

– Αρα, η τριλογία σας είναι μια μεταφορά;

– Υπάρχει το μεταφορικό στοιχείο, αλλά πιο πολύ ήταν μια καθημερινότητα. Οντως, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης τα πάντα είχαν γίνει στάχτη. Οι ΗΠΑ θεωρούν πως έχουν βιώσει καταστροφές, αλλά δεν υπάρχει σύγκριση με αυτό που βιώνει εξακολουθητικά η Ευρώπη. Ακόμη και το Μεγάλο Κραχ ή η 11η Σεπτεμβρίου έχουν μυθοποιηθεί από τους Αμερικανούς. Να θυμηθούμε τι έγινε στην Τσετσενία, στην Ουκρανία ή στη Σερβία τις τελευταίες δεκαετίες; Δεν υπάρχει σύγκριση στον πόνο και στην καταστροφή. Εμείς δεν έχουμε κάποια Αγρια Δύση να ανακαλέσουμε από το παρελθόν. Για τους Ευρωπαίους η κατάθλιψη είναι μια κανονικότητα.

– Περιμένατε την επιτυχία της τριλογίας;

– Οχι, σε καμία περίπτωση. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να συνεχίσω να γράφω. Μικρότερος είχα κάποια όνειρα. Υπήρξαν ευκαιρίες να μεταφερθεί η τριλογία στο Χόλιγουντ, αλλά δεν προέκυψε. Τότε εκνευρίστηκα. Τώρα λέω είναι καλύτερα έτσι.

– Γιατί το λέτε αυτό; Θα ήταν ένα τεράστιο βήμα.

– Ναι, αλλά θα άλλαζε τη ζωή μου ολότελα. Ολοι θα με έδειχναν σαν τον πιτσιρικά που έγραψε αυτό το βιβλίο και δεν θα ενδιαφέρονταν για οτιδήποτε άλλο έχω γράψει. Εγώ, πάλι, θα ήμουν ένας νέος που θα είχε γεράσει πρόωρα. Θα ήταν κάτι σαν τον Μακόλεϊ Κάλκιν που μετά το «Μόνος στο σπίτι» έδειχνε γερασμένος (γελάει). Πρέπει να ξέρεις πάντα σε ποια ηλικία ανήκεις και τι μπορείς να κάνεις.

– Ωστόσο, το «Μετρό» έγινε video game. Αρα, ακολούθησε έναν διαφορετικό δρόμο προς την επιτυχία.

– Είμαι χαρούμενος γι’ αυτό, αν και είναι περίεργο να το παρατηρείς. Φυσικά, το παιχνίδι βοήθησε στη δημοφιλία της τριλογίας, αν και είχε ήδη ακουστεί πολύ.

– Φοβηθήκατε πως όλοι θα μιλούν για το παιχνίδι κι όχι για τα βιβλία;

– Οχι, γιατί είναι ένας διαφορετικός τρόπος να προσεγγίσεις την ιστορία. Τα βιβλία είναι εκεί και μπορεί κάποιος να δει τι ακριβώς συνέβη. Το παιχνίδι δεν περιλαμβάνει τα πάντα. Οπως η μεταφορά ενός βιβλίου στον κινηματογράφο δεν είναι ακριβής. Δεν νομίζω πως οι gamers έχουν διαβάσει τα βιβλία μου, αλλά ξέρουν πως υπάρχουν. Μπορεί κάποια στιγμή να ενδιαφερθούν.

– Γιατί μας ενδιαφέρουν οι δυστοπίες; Τι είναι αυτό που ψάχνουμε;

– Οι άνθρωποι, με τα χρόνια, βαριόμαστε την ηρεμία. Ναι, δεν επιθυμούμε να υπάρχουν θύματα, αλλά μας λείπει ο πόλεμος ως αίσθηση. Πάντα θέλουμε να έχουμε απέναντί μας έναν εχθρό, όποιος κι αν είναι αυτός, αρκεί να υπάρχει. Δείτε πώς είναι δομημένο το ποδόσφαιρο. Πρόκειται για μια μάχη με κανόνες, ένας μικρός πόλεμος. Είναι κάτι παραπάνω από λαϊκό άθλημα. Οι δυστοπίες και τα μετα-αποκαλυπτικά μυθιστορήματα κάνουν αυτό ακριβώς: ανακαλύπτουν έναν εχθρό.

– Είστε δημοσιογράφος και σχολιαστής. Στα άρθρα σας καταφέρεστε συχνά εναντίον του Πούτιν. Εχετε δεχθεί «ενοχλήσεις»;

– Δεν έχω δεχθεί απειλές και δεν νομίζω πως θα με δολοφονούσαν επειδή ασκώ κριτική. Είναι πραγματιστές. Αν έκανα έρευνα, ναι, τότε θα μπορούσα να κινδυνεύσω. Αν βρίσω τον Πούτιν δεν θα προσθέσω κάτι. Το ξέρει κι ο ίδιος ότι τον βρίζουν και δεν τον ενδιαφέρει. Υπάρχουν άνθρωποι στη Ρωσία που σιωπούν, αυτολογοκρίνονται. Είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Εχουμε λιγότερη ελευθερία στον Τύπο από ό,τι είχαμε πριν από δέκα χρόνια. Βέβαια, δεν έχουμε δικτατορία, δεν είμαστε Τουρκία, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που διώκονται στη χώρα μου ή που έχουν σκοτωθεί για τα πιστεύω τους. Προσωπικά έχω αποφασίσει να μη σιωπώ, γιατί έτσι δίνω δύναμη και άλλοθι στην εξουσία.

Η λογοτεχνία δεν στηρίζεται στις ιδέες, αλλά στη συναισθηματική περιπέτεια

– Ποια ανάγκη μάς ωθεί να διαβάζουμε βιβλία;

– Μικρότερος πίστευα πως γράφουμε για να καθοδηγούμε τα πράγματα, να φέρνουμε στο φως τις ιδέες μας. Δεν είναι έτσι. Η λογοτεχνία δεν στηρίζεται στις ιδέες. Οποιος θέλει να μελετήσει τον κόσμο των ιδεών καλό είναι να διαβάσει τον Πλάτωνα. Είναι η συναισθηματική περιπέτεια που μας ωθεί να διαβάζουμε βιβλία. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν βλέπουμε ταινίες. Θέλουμε να ανακαλύψουμε πράγματα και καταστάσεις που έχουν να κάνουν με τον έρωτα, το φόβο, τις ανθρώπινες διερωτήσεις. Οι ιστορίες λειτουργούν μέσα μας ως συναισθηματικό ασανσέρ. Αυτή είναι η ενέργεια που χρειαζόμαστε ως άνθρωποι.

– Εσείς πώς ξεκινήσατε να διαβάζετε λογοτεχνία;

– Ξεκίνησα να διαβάζω από πολύ μικρός. Διάβασα πολύ Ντίκενς, ελληνική μυθολογία και πολλούς Ρώσους. Ηταν μια ανάγκη μου. Η τηλεόραση της χώρας μου επί Σοβιετικής Ενωσης είχε μόλις τρία κανάλια κι όλα έδειχναν τον ίδιο πολτό. Τα βιβλία ήταν μια διέξοδος. Φυσικά μου άρεσε εξαρχής η επιστημονική φαντασία, αλλά καθώς μεγάλωνα άρχισα να λατρεύω τον μαγικό ρεαλισμό των Λατινοαμερικανών συγγραφέων. Ο Μαρκές ήταν ο αγαπημένος μου και φυσικά ο Κορτάσαρ. Επίσης μου άρεσε πάντα ο Κάφκα. Τα τελευταία χρόνια ανακάλυψα τον Ισαάκ Μπάμπελ, τον Αντρέι Πλατόνοφ και τον Βαρλάμ Σαλάμοφ. Είναι τρεις συγγραφείς που δούλεψαν με τη γλώσσα, έφεραν κάτι νέο στη λογοτεχνία της Ρωσίας. Μίλησαν για σημαντικά θέματα με ουσιαστικό τρόπο.

– Πώς και δεν μου αναφέρατε κάποιον κλασικό Ρώσο συγγραφέα; Τον Ντοστογιέφσκι ή τον Τολστόι;

– Ο Ντοστογιέφσκι ήταν σημαντικός στην εποχή του. Καταπιάστηκε με όλα με τα μεγάλα θέματα, αλλά στον τομέα της γλώσσας δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Ο Τολστόι είχε μια φιλοσοφική διάσταση στα μυθιστορήματά του, αλλά στη συνέχεια άρχισε να πιστεύει πως είναι ένας Μεσσίας. Φυσικά, είναι οι εθνικές αναφορές μας. Μήπως πρέπει να τις ξεπεράσουμε; Εγώ λέω, ναι. Κάποια στιγμή πρέπει να δεις τον σημερινό κόσμο με τα δικά σου μάτια. Προφανώς και κάποια υπαρξιακά ζητήματα παραμένουν τα ίδια στους αιώνες, όμως οι τωρινές κοινωνίες δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που έζησαν οι μεγάλοι Ρώσοι συγγραφείς.

Η λογοκρισία

– Η δημοσιογραφία μπορεί να συνυπάρξει με τη λογοτεχνία;

– Εξαρτάται. Η δημοσιογραφία μπορεί να συναντήσει τη λογοτεχνία όταν η κοινωνία βρίσκεται σε φάση μεγάλων αλλαγών. Σε εκείνο το σημείο γίνεται να συζητηθούν θέματα για τα οποία τα κεντρικά ΜΜΕ δεν μιλούν ή γιατί η λογοκρισία δεν επιτρέπει να συζητηθούν. Η λογοτεχνία πάντα βοηθάει να φέρεις στην επιφάνεια πράγματα που μένουν επίμονα στο παρασκήνιο. Κάπως έτσι, θέματα που καίνε μπαίνουν ξανά στο τραπέζι.

– Μιλάτε για λογοκρισία. Το βιώνετε αυτό στη Ρωσία;

– Στη Ρωσία, τα περισσότερα κεντρικά ΜΜΕ προσπαθούν να ελέγξουν ή να επηρεάσουν τη γνώμη της κοινωνίας. Εχουμε να κάνουμε άλλοτε με λογοκρισία ή με προσποιητή συζήτηση στην τηλεόραση, όπου η κυρίαρχη γνώμη πάντα κερδίζει και οι μαχητικές απόψεις εκπροσωπούνται από περιθωριακούς ή ημίτρελους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή