Λογοτέχνες με ελλειμματική παιδεία

Λογοτέχνες με ελλειμματική παιδεία

6' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιώργος Βαρθαλίτης γεννήθηκε το 1972 στην Κόρινθο. Σπούδασε κλασική και σύγχρονη φιλολογία στην Αθήνα και είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Εχει δημοσιεύσει έξι ποιητικά opuscula: «Solstitium», «Νουμηνία», «Μεσομήδης», «Σειράχ», «Κάνθαροι», «Ισις», δύο βιβλία με δοκίμια και πέντε βιβλία με μεταφράσεις έργων των Στέφαν Γκεόργκε, Πόε, Πωλ Βαλερύ, Ιωάννη Γεωμέτρη, Μάρουλλου και Χριστόφορου Μυτιληναίου. Η συζήτηση που ακολουθεί βασίστηκε στο δοκιμιακό βιβλίο του «Η μέθοδος του Κ. Π. Καβάφη», το οποίο κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Gutenberg.

– Υπήρξε πρόσληψη των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών ρευμάτων στην Ελλάδα;

– Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. και μέχρι τις αρχές του 20ού, παρατηρείται ένα πρωτοφανές φαινόμενο στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας: αναφύονται πολλά ετερόκλητα και αλληλοσυγκρουόμενα λογοτεχνικά ρεύματα. Ο νατουραλισμός, ο ρεαλισμός, ο συμβολισμός, ο αισθητισμός είναι μερικά από αυτά. Στην Αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Αν εποπτεύσουμε τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις των εποχών εκείνων, θα διαπιστώσουμε μιαν ανομοιογένεια. Υπάρχει μεγαλύτερη συνάφεια ανάμεσα στον Ομηρο και τον Καλλίμαχο –και ας τους χωρίζουν περίπου 400 χρόνια– παρά ανάμεσα στον Εμίλ Ζολά και τον Μορίς Μέτερλινκ, κι ας ήταν συγκαιρινοί. Η ποικιλομορφία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας οφείλει πολλά σε αυτή την «κοσμογονία» των ρευμάτων. Τα ρεύματα που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη είχαν απήχηση σε όλες τις γωνιές της Γης, και της Ευρώπης κυρίως. Από το Παρίσι, για παράδειγμα, μεταφέρονταν όλα τα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά ρεύματα και επηρέαζαν, άλλοτε με καλά και άλλοτε με προβληματικά αποτελέσματα, τη δημιουργία και στην Ελλάδα.

– Σε τι κοινωνικό βάθος γινόταν ο επηρεασμός αυτός; Ο ελληνικός ψυχισμός κατάφερε να ταυτιστεί με το πρωτότυπο ή επρόκειτο για αντιγραφή κατ’ επίφασιν;

– Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η αφομοίωση ήταν δημιουργική. Τι θα ήταν ο Βιζυηνός ή ο Παπαδιαμάντης χωρίς τον γαλλικό ρεαλισμό; Και οι δύο αποτελούν περιπτώσεις εφαρμογής της καινούργιας θέασης που διάνοιξαν αυτά τα ρεύματα στην ελληνική πραγματικότητα. Αλλοτε η επίδραση υπήρξε επιφανειακή, όπως στην περίπτωση του ρομαντισμού – με εξαίρεση τον Σολωμό…

– Τι ωθεί, όμως, τον δυτικό άνθρωπο του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα να δημιουργεί τόσα ρεύματα, σε αντίθεση με την αρχαιότητα; Στην Ελλάδα υπήρξε αυτή η ανάγκη;

– Ωθείται από την αντιφατικότητα και τον κοσμογονικό δυναμισμό του νεότερου ευρωπαϊκού πνεύματος, και το νεότερο ελληνικό πνεύμα επιδιώκει να εντάσσεται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μετά την Ανεξαρτησία. Με τη Γενιά του ’30, έχουμε πιο συνειδητά μια αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας, του περίφημου «ελληνισμού». Η γενιά του ’30 θέτει με τρόπο πολύ εγκυρότερο σε σχέση με το παρελθόν τη νεοελληνική ιδιομορφία. Αναζητεί τις ρίζες της παράδοσής μας στις διαστρωματώσεις του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι και τον λαϊκό πολιτισμό –που τότε ήταν ακόμη ζωντανός– προσπαθώντας να επιτύχει ένα συγκερασμό. Ετσι, στην περίπτωση της γενιάς του ’30 η αναδίφηση της ελληνικής ταυτότητας συνυπάρχει με τον κοσμοπολιτισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας συνύπαρξης είναι το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄» του Σεφέρη και ο συγκερασμός που επέτυχε. Εκεί θα βρούμε ίσως το πιο αγγλοσαξονικό ποίημα της λογοτεχνίας μας, το «Στα περίχωρα της Κερύνειας», πλάι σε κομμάτια που εμπνέονται από την αρχαία και τη μεσαιωνική ιστορία της Κύπρου. Ο έμπρακτος συγκερασμός παράδοσης και ευρωπαϊκής παιδείας επιτεύχθηκε στις αξιόλογες πραγματώσεις του νεοελληνικού πνεύματος, όπως είναι ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός και οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Από τη γενιά του ’30 και μετά η σύνθεση αυτή έχει σπάσει, και στις μέρες μας παραμένει ένα ζητούμενο. Σήμερα επικρατεί ένας επιδερμικός ευρωπαϊσμός και οι ρίζες που μας συνδέουν με την παλαιότερη παράδοση και τις παλαιότερες διαστρωματώσεις της γλώσσας μας έχουν αποκοπεί. Γι’ αυτό ευθύνεται η ελλειμματική παιδεία των περισσότερων από τους σύγχρονους λογοτέχνες, και είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι που δεν έσκαψαν όσο θα έπρεπε ούτε στα εδάφη της δυτικής παιδείας με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό ούτε στο υπέδαφος της δικής μας παιδείας.

– «Στον Παλαμά η “λέξις” […] μεγαλόστομη και παντοδύναμη, δυναστεύει και διαβρώνει το πράγμα. Στον Καβάφη, αντίθετα, το πράγμα επιβάλλεται στη λέξη», γράφετε σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Η διαφορά αυτή αναδεικνύει ένα σημαντικό πολιτισμικό χαρακτηριστικό…

– Πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικούς τύπους ποιητών, που προϋποθέτουν έναν εκ διαμέτρου αντίθετο ψυχισμό. Η λογοτεχνική μέθοδος του Παλαμά είναι ρητορική: κυριαρχεί ο λεκτικός πληθωρισμός που θολώνει την άμεση θέαση της πραγματικότητας. Η ρεαλιστική μέθοδος ακολουθεί τον ακριβώς αντίθετο δρόμο: ο λεκτικός πληθωρισμός υποχωρεί, ο λόγος γίνεται λιτός ώστε να αποτυπωθεί όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται η πραγματικότητα. Πραγματικότητα μπορούν να είναι τόσο τα βαθύτερα βιώματα και η επιθυμία, όσο και ο υλικός κόσμος.

Λογοτέχνες με ελλειμματική παιδεία-1

Ο κ. Γιώργος Βαρθαλίτης.

– Θέλετε να μας πείτε δύο δημόσια πρόσωπα που συνάδουν το ένα στη ρητορική εκφορά και το άλλο στη ρεαλιστική;

– Στους πολιτικούς και στους δημόσιους ανθρώπους κυριαρχεί ένα κακέκτυπο ρητορικής. Κι αν θέλαμε να είμαστε πιο αυστηροί, θα λέγαμε πως η πολιτική ρητορική, όπως και άλλες μορφές του έντεχνου λόγου, έχει καταρρεύσει. Στους παλαιούς πολιτικούς μπορούμε να διακρίνουμε τη μεγαλήγορη και ταυτόχρονα ευφυολόγο ρητορική μέθοδο της ευρωπαϊκής και της γαλλικής σχολής, που ακολουθούσαν οι περισσότεροί τους. Μια ενδιαφέρουσα ανανέωση της πολιτικής ρητορικής έφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου, εισάγοντας στην Ελλάδα αυτή τη φαινομενικά αντι-ρητορική ρητορική που έχει τις ρίζες της στην Αμερική. Είναι μια ρητορική που απευθύνεται στο θυμικό του ακροατή και προσπαθεί να τον κατακτήσει άμεσα. Το πρόβλημα της πολιτικής ρητορικής σε όλες τις εκφάνσεις της είναι ότι πάντοτε υπάρχει μιαν αναντιστοιχία ανάμεσα στο βαθύτερο βίωμα του ομιλούντος ή γράφοντος και στη λεκτική διατύπωση. Απόλυτη αντιστοιχία ίσως έχουν καταφέρει μόνον ο Δημοσθένης και ο Κικέρων. Οπως όμως ελέγχεται η ειλικρίνεια του πολιτικού ρήτορος, εξίσου λανθασμένη απλούστευση θα ήταν αν λέγαμε ότι ο πολιτικός ρήτορας ψεύδεται. Ο πολιτικός ρήτορας κινείται σε μια ρευστή ζώνη μεταξύ αληθούς και ψευδούς.

– Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη ασφυκτιούν κάτω από τις συνθήκες που ζουν, ενώ ο Καβάφης περιγράφει έναν καθαρό εσωτερικό κόσμο.

– Ο Καβάφης αντλεί από την παράδοση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού. Δεν είναι όμως νατουραλιστής. Αξιοποιεί την πεζογραφική κληρονομιά του ρεαλισμού και την εφαρμόζει στην ποίηση. Ισως είναι και ο πρώτος σε παγκόσμια επίπεδο που το κάνει. Και στη σκηνή που ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τη σκισμένη κάλτσα της Φραγκογιαννούς στη «Φόνισσα», στο έμπειρο μάτι είναι αισθητή η επίδραση του νατουραλισμού. Ο Καβάφης όμως είναι ποιητής, η ματιά του είναι πιο απλωμένη και δεν στέκεται σε τέτοιες λεπτομέρειες. Η σύγκριση αυτών των δύο προσώπων θα είχε ενδιαφέρον. Θα ήθελα να διαβάσω πώς αντικρίζει ο καθένας τον Ιουλιανό και πώς από διαφορετικούς δρόμους συγκλίνουν στην αποδοκιμασία του μεταρρυθμιστή αυτοκράτορα. Με μια πρώτη ματιά, οι κόσμοι τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι. Ο Καβάφης είναι ποιητής του μείζονος ελληνισμού, η ματιά του απλώνεται σε μια τεράστια έκταση χώρου και χρόνου. Ο Παπαδιαμάντης περιορίζεται σε ένα νησί… Ωστόσο κι εκείνος κουβαλάει μέσα του όλη την παράδοση του μείζονος ελληνισμού που δημιουργήθηκε στην Ανατολή: μετάφραση των Εβδομήκοντα, πατερικά και λειτουργικά κείμενα.

– Επιχειρεί ο Καβάφης να επαναφέρει στην ποίηση την αντικειμενική έκφραση;

– Πιστεύω ότι οι ψυχικές αναβυθίσεις, η επιδεικτική έκφραση μιας εσωτερικής αγωνίας συχνά είναι κίβδηλες στην ποίηση. Γενικά, ο υπερβολικός υποκειμενισμός έχει οδηγήσει την ποιητική έκφραση σε αδιέξοδο. Γι’ αυτό ίσως χρειάζεται να επιστρατευθεί πάλι η αντικειμενική έκφραση, η οποία μπορεί να πραγματωθεί με πολλούς τρόπους. Ο Καβάφης προσπάθησε με τον δικό του τρόπο να εισαγάγει στην ποίηση του καιρού του την αντικειμενική έκφραση.

– Αισθήματα όπως ο πόνος ή η απόγνωση πώς μπορούν να εκφραστούν με τρόπο αντικειμενικό;

– Δεν αποσκορακίζω την έκφραση του βαθύτερου βιώματος. Κάτι τέτοιο είναι, άλλωστε, αδύνατο. Προτείνω όμως ένα άνοιγμα σε περιοχές πιο αντικειμενικές, και αυτές ας τις ανακαλύψει ο κάθε δημιουργός. Στην περίπτωση του Καβάφη, ήταν τόσο το ιστορικό παρελθόν όσο και το άμεσο παρόν –η αγαπημένη πόλις, το σύγχρονο δηλαδή άστυ– που βίωνε. Για τον Σεφέρη ήταν ο μύθος, ως διαχρονικός καθρέφτης όμως της Ιστορίας. Ισως τέτοια ανοίγματα χρειάζεται και στους καιρούς μας η ποίηση…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή