«Πυκνότατο» το εγγύς μέλλον

«Πυκνότατο» το εγγύς μέλλον

Κύριε διευθυντά

Το γεγονός ότι μεσολαβούν δύο χρόνια μέχρι τις επόμενες εκλογές δεν πρέπει να θεωρείται πρόβλημα για την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, καθώς σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι πολύ πιθανό η κυβέρνηση να οδηγηθεί (δυστυχώς) σε ένα ακόμα μνημόνιο, καθώς και σε μεταρρυθμίσεις (αλλαγή συνδικαλιστικού νόμου κ.λπ.) που δύσκολα η σημερινή αντιπολίτευση ως κυβέρνηση θα μπορούσε να περάσει. Συνεπώς, η φθορά της κυβέρνησης και των στελεχών της, σε σχέση με το κέρδος που τους επιφυλάσσει η διαχείριση της εξουσίας, θα είναι λογικά μεγαλύτερη. Στο ίδιο χρονικό διάστημα μέχρι τις εκλογές, θα λάβουν χώρα επίσης οι αναγκαίες διεργασίες στην Κεντροαριστερά, καθώς και οι διαδικασίες συμμετοχής νέων στελεχών στη Ν.Δ. με τη δημιουργία ξεκάθαρου τοπίου, ώστε η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση να οδηγηθεί –από αυτήν την πλευρά τουλάχιστον– στις εκλογές του 2019 απολύτως έτοιμη. Επίσης σε επίπεδο κοινοβουλευτικής διαδικασίας, η αντιπολίτευση έχει δείξει να έχει μία αρκετά σταθερή θέση, με την έννοια ότι δεν είναι αρνητική σε όλα, υπερψηφίζει νομοσχέδια, τα οποία θα περιλαμβάνονταν και στο δικό της κυβερνητικό πρόγραμμα και τα στελέχη της εμφανίζονται διαβασμένα στις διάφορες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να μην έρχεται σε δύσκολη θέση. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως το δυσκολότερο ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση είναι το πώς θα διαχειριστεί τη «διχαστική» στάση της κυβέρνησης. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση (βλ. στο πρόσφατο παρελθόν «ή αυτοί ή εμείς») φαίνεται να στηρίζεται σε ένα «παιχνίδι διχασμού». «Διχασμού» προφανώς όχι μεταξύ παλιού και καινούργιου (αυτή τη διάκριση αρχίζει να την εγκαταλείπει και η κυβέρνηση), ούτε πολύ περισσότερο μεταξύ δεξιών και αριστερών ή «συντηρητικών με νεοφιλελεύθερο πρόσημο» και «προοδευτικών με κοινωνικό πρόσημο». Ο κ. Νίκος Κωνσταντάρας («Το κυνήγι μαγισσών έχει όνομα», 4.8.2017) βρίσκει ένα ρήγμα στην κοινωνία μεταξύ όσων αγωνιούν για το μέλλον της χώρας και ενός ετερόκλητου πλήθους αγανακτισμένων και κυνικών, ενωμένου από το πάθος του να αποποιηθεί ευθύνες για το παρελθόν και το παρόν. Πράγματι το ρήγμα αυτό υπάρχει. Αλλά δεν νομίζω ότι ενυπάρχει «διχασμός» μεταξύ αυτών. Μήπως λοιπόν η κυβέρνηση δεν είναι ικανή να προκαλέσει ούτε ιδεολογικό ούτε πραγματικό «διχασμό», και αυτό που κάνει είναι να εκμεταλλεύεται όσα περιγράφει η κ. Τασούλα Καραϊσκάκη στο «Περίσσευμα κακεντρέχειας» (30.7.2017),  δηλ. μεταξύ άλλων «ανασφάλεια, φόβο, στέρηση, κόπωση, τραυματισμένο εγώ, ηθική κατάρρευση, από ένα κράμα αισθημάτων μαζί υπεροψίας και μειονεξίας». Και εάν είναι έτσι, θα αναρωτηθεί κάποιος: τι να κάνει η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση; Να παίξει τον ρόλο του ψυχολόγου; Προφανώς όχι, δεν μπορεί. Ισως όμως να κάνει ένα ή και περισσότερα βήματα πίσω στην καθημερινή και μάλλον επιδιωκόμενη από την κυβέρνηση αντιπαράθεση, καταγράφοντάς το όμως ρητά. Να παρατηρήσει λίγο καλύτερα την κοινωνία και κυρίως να την απαλλάξει ή ακόμα και να της στερήσει τον τεχνητό «διχασμό». Ολα αυτά για την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, που φαίνεται να έχει αποφασίσει να κρατήσει την πολιτική ορθότητα, που επικαλέστηκε και ο περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδος σε πρόσφατη ομιλία του παρουσία του πρωθυπουργού. Για την εξωκοινοβουλευτική όμως αντιπολίτευση, πιστεύω ότι ταιριάζει περισσότερο η άποψη του κ. Κώστα Ιορδανίδη («Νέα δεδομένα στην πολιτική», 3.8.2017): ο καταγγελτικός λόγος δεν αρκεί, πλέον, υπάρχει ανάγκη νέου αντιπολιτευτικού «λόγου».

Κωνσταντινος Λιβανιος

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή