Την κλαγγήν δε των μαχαιρών συνοδεύουσιν ιαχαί και επευφημίαι των κρεοπωλών…

Την κλαγγήν δε των μαχαιρών συνοδεύουσιν ιαχαί και επευφημίαι των κρεοπωλών…

Κύριε διευθυντά

Πρόδρομος των σημερινών λαϊκών αγορών και των διεθνών εκθέσεων –παλαιότερων και νεότερων– είναι τα παζάρια που γίνονταν σε διάφορα κεντρικά σημεία, κατάλληλα για τη διεξαγωγή των εμπορικών συναλλαγών. Το παζάρι, από το μεσαιωνικό παζάριον και εκείνο από το τουρκικό pazar (περσικής προέλευσης από το bazar = αγορά), όπως εξηγεί ο Μπαμπινιώτης, αποτελεί ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά «δρώμενα» στη λαϊκή μας παράδοση. Συγκεντρώνονται στη μορφή του πλείστα όσα στοιχεία των όρων ζωής του ελληνικού λαού στους περασμένους αιώνες και άλλα τόσα της πολλαπλότητας των «δομικών» συστατικών του, στα οποία όμως υπάρχει ανεξίτηλα τεθειμένη η «Μεγάλη της Ελληνικότητας Σφραγίς». Σε προηγούμενη επιστολή μου που φιλοξένησε η «Κ», είχε γίνει αναφορά στον «εγκολαφθησόμενον τύπον», τον οποίο –πίστευε ο Χαρίλαος Τρικούπης– …περίμεναν οι κάτοικοι της Βορείου Ελλάδος για ν’ αποκτήσουν αίσθηση της εθνικής των συνειδήσεως. Αυτά το 1889.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ήτοι το 1904, υπήρξε μια μαρτυρία που μας δίνει τη δυνατότητα και να διαβάσουμε μια απολαυστική περιγραφή ενός αυθεντικού παλιού παζαριού και να δούμε τη σφραγίδα ελληνικότητας εκεί όπου οι ανυποψίαστοι, ως και κάποιοι άλλοι, απλώς ύποπτοι δολίων στοχεύσεων, αναζητούσαν την «εγκόλαψιν» τύπου. Πρόκειται για το δημοσίευμα της εφημερίδας «Αλήθεια» Θεσσαλονίκης που εντόπισε ο ιστορικός του Τύπου της Βορείου Ελλάδος, δημοσιογράφος Μανώλης Κανδυλάκης, ο οποίος με την υπογραφή «Αλιάκμων» περιγράφει το παζάρι του Τσοτυλίου. Παραλείπων πολλά, χάριν αναγκαίας συντομίας, περιορίζομαι στην παράθεση αποσπάσματος που έχει ως εξής: «[…]Τα κρεοπωλεία βρίθουσιν εκλεκτών εντοπίων κρεάτων, την κλαγγήν δε των μαχαιρών συνοδεύουσιν ιαχαί και επευφημίαι των κρεοπωλών. Οπου και αν βαδίση τις, ανάγκη να διασχίση πλήθος, συνωθών και συνωθούμενος, να ομιλή δε μεγαλοφώνως, διότι αι πωλήσεις των κρεοπωλών, των σιτηροπωλών και λοιπών, και αι μεγαλόφωνοι επίσης αγοραί των αγοραστών, οίτινες πειρώνται να επιτύχωσιν ελάττωσιν της τιμής των πωλουμένων, διεγείρουσι βόμβον διάτορον και εκκωφαντικόν. Ο οφθαλμός του παρατηρητού παρίσταται προ αμφιέσεων πολυποικίλων και χαρακτηριστικών, εξ ων δύναται να διακρίνη πόθεν ορμάται αυτή η ανθρωποπλημμύρα. Και εδώ μεν συναντά τις εμπόρους με ποδήρη αντιργιά και γούνας, ζωηρούς και εκφραστικούς, ασχολουμένους εις πλείστα είδη εμπορίου, οκλαδόν προ του μαγαζείου των καθημένους και διαλαλούντας τα εμπορεύματά των δι’ όλως ιδίων επευφημιών, εκ των εκείθεν δε του Αλιάκμονος πόλεων Σιατίστης και Σελίτσης (σ.σ.: τώρα Εράτυρα) ορμωμένους. Αλλαχού δε γεωργούς ή μικροεμπόρους, με μάλλινα εγχώρια και πλατέα γελέκια, θετικούς και απλοϊκούς την συμπεριφοράν, με έκφρασιν φυσιογνωμίας συνεσταλμένης πως, ήττον πολυλόγους και ζωηρούς, αποτελούντας δε το ελληνικόν στοιχείον των εντεύθεν του Αλιάκμονος πληθυσμών, αντιπροσωπευομένους δε πλειότερον εν τη αγορά υπό του γυναικείου φύλου, όπερ αθρόον προσέρχεται εκ των πέριξ χωρίων προς αγοράν τροφίμων και άλλων οικιακών χρειωδών.

Και διελαύνουσι προ των μαγαζείων αι γυναίκες καθ’ ομίλους, ως άλλαι κυρίαι των πόλεων εις τας εμπορικάς οδούς, πάσης ηλικίας και πάσης τάξεως, εύποροι ή πτωχαί, ψωνίζουσαι με ζηλευτήν ευφυΐαν και γνώσιν των συναλλαγών (πολύ θα έχαιρον ενταύθα οι θαυμασταί της χειραφετήσεως), ή κάθηνται αι πτωχότεραι εις ωρισμένους τόπους, πωλούσαι τα άφθονα οπωρικά των κήπων των, σεμνώς πάσαι ενδεδυμέναι, αν και ολίγον αφιλοκάλως, φορούσαι μάλλινα ή βαμβακερά ενδύματα, τα πλείστα έργα των χειρών των, φέσιον ή πολύχρωμον μανδήλιον επί της κεφαλής και εις τους πόδας, ως επί το πλείστον, πέδιλα εκ χοιρείου δέρματος, εγχωρίου πάντοτε κατασκευής (τα γουρνοτσάρουχα ιδιαζόντως λεγόμενα). Αλλού πάλιν, εκ της ελαφράς και απλοϊκής ενδυμασίας, της ηλιοκαούς, ως εκ του επαγγέλματος μορφής και της εις την ελληνικήν γλώσσαν ομιλίας των, διακρίνει τις τους εντοπίους Οθωμανούς (σ.σ.: πρόκειται για τους Βαλαάδες, τους εξισλαμισθέντες Ελληνες που έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών, επειδή έγινε με κριτήριο το θρήσκευμα – αν και ήξεραν μόνο ελάχιστα τουρκικά, ερωτώμενοι δε αν είναι Τούρκοι ή χριστιανοί, απαντούσαν «Τούρκος, μα την Παναγιά»!), εις την πώλησιν των σιτηρών ασχολουμένους. Εκ της βαρείας δε, τουναντίον, αμφιέσεως, με τα μάλλινα μαύρα γελέκια, και της σοβαράς, αν μη σκυθρωπής, φυσιογνωμίας, διακρίνει τις τους εκ των χωρίων Χρουπίστης (σ.σ.: σήμερα Αργος Ορεστικό) της επαρχίας Καστορίας, ως επί το πλείστον λαχανικά πωλούντας. Οι δε αρειμάνιον πως το ύφος έχοντες και υπερήφανον το βάδισμα, ενδεδυμένοι μεγάλα, ανοικτά έμπροσθεν, γελέκια, αφίνοντα να εξαπλώται το λευκόν και φουστανελώδες υποκάμισον προς τας λευκάς επίσης περικνημίδας, είναι οι εκ των της επαρχίας Γρεβενών κωμοπόλεων Σαμαρίνης, Φούρκας κ.λπ., εργαζόμενοι ως ζωέμποροι ή μεταγωγείς και τινες ως έμποροι διαρκώς εν Τσοτυλίω εγκατεστημένοι και ευδοκιμούντες ως εκ του φύσει δραστηρίου και προς αποικισμόν επιτηδείου χαρακτήρος αυτών. Γλώσσαν δε λαλουμένην εν τη αγορά Τσοτυλίου ακούει τις μόνον την ελληνικήν, μετά προφοράς λίαν καθαράς, ούτε το συριστικόν τι εχούσης, ούτε το τραχύ, αλλ’ ούτε και το άκρως λεπτόν της νησιωτικής προφοράς». Πρόκειται για μια αυθεντική εικόνα της μακεδονικής-βορειοελλαδικής πραγματικότητας στο τελικό ίσως στάδιο προαιώνιας συμβιωτικής διαδικασίας που έχει «παραγάγει» και διέπλασε τη Ρωμιοσύνη, η οποία, κατά τον Κύπριο ποιητή, είναι «συνόκαιρη του κόσμου/ κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψει».

Γερασιμος Μιχαηλ Δωσσας, Θεσσαλονίκη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή