Στα δικαστήρια των προγόνων μας

Στα δικαστήρια των προγόνων μας

Κύριε διευθυντά

Με την κρίση που υπάρχει σήμερα στη Δικαιοσύνη, νομίζω ότι είναι επίκαιρο να θυμηθούμε πώς λειτουργούσε η Δικαιοσύνη την εποχή της κλασικής Αθήνας.

Κατ’ αρχήν τότε υπήρχαν μεν πολλά δικαστήρια, όχι όμως και επαγγελματίες δικαστές. Ετσι, για δικαστές επιλέγονταν με κλήρο, και για περίοδο ενός χρόνου μόνο, 6.000 Αθηναίοι πολίτες (ηλικίας άνω των 30 ετών). Αυτοί μοιράζονταν σε 10 ομάδες των 600 ανδρών η καθεμιά. Μια τέτοια ομάδα ήταν σχεδόν πάντα αρκετή για την εκδίκαση μιας υπόθεσης, και μάλιστα από 501 δικαστές, ενώ οι υπόλοιποι ήταν αναπληρωματικοί.

Η δικονομία διέκρινε δύο ειδών εγκλήματα: Τα «δημόσια» και τα «ίδια» (δηλ. τα ιδιωτικά). Κάθε ενήλικος Αθηναίος είχε το δικαίωμα να καταγγείλει κάποιον για δημόσιο έγκλημα. Και η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν η εξής: Μαζί με δύο μάρτυρες, συναντούσε τον κατηγορούμενο και του ζητούσε να εμφανιστεί μετά πέντε μέρες μπροστά στον Αρχοντα, ώστε να του ανακοινώσει την κατηγορία. Οι μάρτυρες ονομάζονταν «κλητήρες» και η παραπάνω πράξη «πρόσκλησις».

Την καθορισμένη μέρα, εμφανίζονταν μπροστά στον Αρχοντα ο κατήγορος μαζί με τους κλητήρες που βεβαίωναν ότι ο κατηγορούμενος είχε κληθεί νόμιμα. Μετά ο κατήγορος έδινε εγγράφως την κατηγορία του, που ονομαζόταν «γραφή», και ορκιζόταν ότι θα πει την αλήθεια. Ο κατηγορούμενος έδινε και αυτός εγγράφως τις αντιρρήσεις του, που ονομάζονταν «αντιγραφή» ή «αντωμοσία», ενώ ορκιζόταν επίσης ότι θα πει την αλήθεια. Εάν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιζόταν, τότε η δίκη διεξαγόταν ερήμην του. Η επόμενη φάση λεγόταν «ανάκρισις» και κατ’ αυτήν προσήγαγαν τα πειστήρια και κατέθεταν οι μάρτυρες. Και οι μεν ελεύθεροι πολίτες κατέθεταν ενόρκως, ενώ οι σκλάβοι ενδεχομένως με βασανισμούς! Επίσης κατέθεταν νόμους, συμβόλαια, ψηφίσματα κ.λπ.

Η επιλογή της ομάδας των 600 δικαστών αλλά και του δικαστηρίου όπου θα διεξαγόταν η δίκη γινόταν το πρωί της δίκης, ούτως ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατόν, ο δεκασμός των δικαστών. Μετά την κλήρωση, οι δικαστές έπαιρναν από ένα μπαστούνι με το χρώμα και το γράμμα του δικαστηρίου (όλα είχαν τα δικά τους διακριτικά) και πήγαιναν σε αυτό. Παράλληλα έπαιρναν και μια μικρή μολύβδινη πλακίτσα την οποία, μετά τη δίκη, εξαργύρωναν με τον δικαστικό μισθό τους. Αυτόν τον θεσμό τον εισήγαγε ο Περικλής, και ο μισθός τότε είχε ορισθεί σε έναν οβολό, ενώ αργότερα έπαιρναν και διώβολο ή τριώβολο.

Εάν η δίκη αφορούσε ανθρωποκτονία, τότε αυτή δεν γινόταν σε στεγασμένη αίθουσα, ούτως ώστε οι δικαστές να μη βρεθούν κάτω από την ίδια στέγη με τον φονιά! Πασίγνωστο τέτοιο υπαίθριο δικαστήριο ήταν ο Αρειος Πάγος, που συνεδρίαζε σε έναν λοφίσκο στα ΒΔ της Ακροπόλεως (πάνω από την Αγορά), που και σήμερα ακόμα ονομάζεται Αρειος Πάγος.

Η δίκη ξεκινούσε πάντοτε με κάποια ιεροπραξία. Επειτα φώναζαν τους διαδίκους που έπαιρναν τη θέση τους στα αντίστοιχα βήματα. Μετά οι γραμματείς διάβαζαν τη «γραφή» και την «αντιγραφή». Επειτα, τον λόγο έπαιρναν με τη σειρά ο κατήγορος, οι συνήγοροι (αν υπήρχαν) και ο κατηγορούμενος. Σημειωτέον ότι οι δύο διάδικοι ήταν υποχρεωμένοι από τον νόμο να προχωρήσουν στην κατηγορία αλλά και στην απολογία εντελώς μόνοι τους, ούτως ώστε να μην ανεβαίνουν στο βήμα ρήτορες που, με την τέχνη τους, θα μπορούσαν να εξαπατήσουν ή να παρασύρουν το δικαστήριο. Μπορούσαν όμως οι διάδικοι να χρησιμοποιήσουν δικανικούς λόγους, που τους έγραφαν επαγγελματίες «λογογράφοι».

Οταν τέλειωνε η δίκη, ο Αρχοντας καλούσε τους δικαστές να ψηφίσουν με τις δύο ψήφους που τους έδιναν, μία καταδικαστική και μία αθωωτική. Μπροστά από τους δικαστές υπήρχαν δύο «καδίσκοι». Στον ένα, τον «κύριο», έριχναν την ψήφο που εκδήλωνε τη γνώμη τους, και στον άλλο, τον «άκυρο», την άλλη ψήφο. Μετά γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων και ο κήρυκας ανακοίνωνε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο κατηγορούμενος αθωωνόταν, καθώς θεωρούσαν ότι η θεά Αθηνά έριχνε την αθωωτική ψήφο της από φιλανθρωπία προς τον κατηγορούμενο! Αν οι καταδικαστικές ψήφοι ήταν λιγότερες από το 1/5 του συνόλου, τότε τιμωρούσαν τον κατήγορο με πρόστιμο 1.000 δραχμών και μερική «ατιμία», που του  στερούσε  το  δικαίωμα  να  παρίσταται σε παρόμοιες δίκες.

Ακολουθούσε η επιβολή των ποινών, που ανήκαν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη ονομαζόταν «παθείν» και περιλάμβανε καταδίκη σε θάνατο, ή φυλάκιση ή αειφορία (δηλ. εξορία διά βίου) κ.λπ. Η δεύτερη ονομαζόταν «αποτίσαι» και περιλάμβανε χρηματικές ποινές. Σημειωτέον ότι το μέγεθος της χρηματικής ποινής που θα επιβαλλόταν, πρότειναν τόσο ο κατήγορος όσο και ο κατηγορούμενος, ενώ το δικαστήριο αποφάσιζε τελικά ποια από τις δύο θα εφαρμοζόταν. Αν ο κατηγορούμενος δεν είχε να πληρώσει, τότε φυλακιζόταν μέχρις ότου να καταβάλει το ποσόν της ποινής, εκτός αν παρουσίαζε κάποιους αξιόχρεους εγγυητές.

Στη συνέχεια οι καταδικαζόμενοι παραδίδονταν στους «ένδεκα», που ήταν οι δεσμοφύλακες και που φρόντιζαν για την παραμονή των καταδίκων στη φυλακή, αλλά και για την εκτέλεση, κατά περίπτωση, της θανατικής ποινής, φυσικά στον χρόνο αλλά και με τον τρόπο που όριζε το δικαστήριο. Τέλος, αυτός που εκτελούσε τη θανατική ποινή ονομαζόταν «δήμιος» ή «δημόσιος».

Βλέπουμε ότι μερικά από τα ισχύοντα τότε έχουν μεταφερθεί 25 αιώνες μετά, μέχρι τις μέρες μας.

Νικος Δυοβουνιωτης, Πολιτικός Μηχανικός – Κηφισιά

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή