Ο καλός άνθρωπος της διπλανής πόρτας

Ο καλός άνθρωπος της διπλανής πόρτας

Κύριε διευθυντά

Ως χαρακτήρας, θα μπορούσε να φιγουράρει σε κλασικό μονόπρακτο του Τσέχωφ ή του Γκόγκολ, ποιώντας ήθος. Σε αγαπημένες ασπρόμαυρες ταινίες του σαββατόβραδου ίσως να τον είχε «επιλέξει» ο Ψαθάς, ο Τσιφόρος ή ο Σακελλάριος για κάποιο πρωταγωνιστικό ρόλο τρυφερού και εργατικού οικογενειάρχη. Ομως, μην τον ψάξετε στις σελίδες των βιβλίων, δεν θα τον βρείτε εκεί! Ούτε σε πομπίνες, στα στούντιο του Φίνου είναι η θέση του…

Ο νουνός μου, ο Γιώργος, γεννήθηκε στην Πιάνα της Αρκαδίας, ένα «κολοκοτρωνέικο» χωριό όπου ο καθεδρικός Ναός του Αη Γιώργη υψώνεται σαν φάρος πάνω σε βράχο που προβάλλει απότομα διαταράσσοντας (και αφυπνίζοντας) το καταπράσινο οροπεδινό τοπίο… Την κακοτράχαλη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε μαζί με χιλιάδες Ελληνες («προς αναζήτηση καλύτερης τύχης») το ταξίδι της ξενιτιάς και έφθασε μέχρι το down under στη μακρινή ήπειρο της Ωκεανίας. Εκεί, στην «εξωτική» Αυστραλία έκανε οικογένεια και πρόκοψε επαγγελματικά. Ομως, καθώς μεγάλωναν τα παιδιά, διαπιστώθηκε ότι ο θεσμός της παραδοσιακής αδιάσπαστης ελληνικής οικογένειας δεν είχε μέλλον στους ξένους τόπους. Φαίνεται ότι αυτή η μαγική συνεκτική ουσία που κρατάει όρθιες τις φαμελιές ευδοκιμεί κυρίως εδώ στα ευρωπαϊκά μεσογειακά παράλια. Ετσι, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα θυσιάζοντας τις αισιόδοξες προσδοκίες για υψηλή κερδοφορία και ελκυστικά οικονομικά πακέτα… Και «εντός έδρας» τα πήγαν πολύ καλά στον χώρο της ποιοτικής εστίασης, σε Θησείο και Ηλιούπολη. Σε μια εποχή μάλιστα, που δεν είχαν έρθει στο προσκήνιο η «Μοριακή Γαστρονομία» και οι σχετικές τηλεοπτικές εκπομπές. Τότε, που ακόμα μόνον ο Τσελεμεντές της νοικοκυράς «στιχουργούσε» περί τα μαγειρικά θέματα…

Τα τελευταία χρόνια, συνταξιούχος ξωμάχος και παππούς πια, ζει μόνιμα μαζί με την αγαπημένη (και αξιαγάπητη!) σύζυγό του στην Κορινθία. Παραφράζοντας τον ποιητή, φαίνεται ότι κάπου ανάμεσα «Ισθμια» και «Νέμεα» πρέπει να παράπεσε η πραγματική του μέρα… Στο κτήμα του τον επισκέπτονται συχνά τα τρία εξαίρετα παιδιά του με εγγόνια και φίλους. Εκείνος σαν άλλος Αβραάμ υποδέχεται (ακόμα και εκτός προγράμματος) τους πάντες αυθόρμητα, με μια διάπλατη χαμογελαστή αγκαλιά, πρόθυμος να κεράσει, να ψήσει ένα μεζέ, να τσουγκρίσει ένα ποτηράκι «στην υγειά του φιλότιμου!».

Τις περισσότερες όμως ώρες της ημέρας (ενίοτε και της νύχτας) από το άγριο χάραμα έως αργά το βράδυ ασχολείται –με μεράκι– με τα δένδρα, τις κληματαριές και τα μποστανικά του. Τα ποτίζει, τα κλαδεύει, τα καρπίζει. Τους ψιθυρίζει και του μιλάνε. Τα νιώθει και τον αισθάνονται. Τα «πονάει» και συμπάσχει τη δύσκολη ώρα του καύσωνα και του παγετού.

Με τους τετράποδους φίλους μας έχει ιδιαίτερη αγάπη. Τους ταΐζει και τους φροντίζει κάθε μέρα. Τους τρέχει στον κτηνίατρο. Συνέχεια τσακώνονται μεγαλοφώνως αλλά στο τέλος πάντα τα βρίσκουν. Πλέον, είμαι σίγουρος ότι επικοινωνεί μαζί τους, σε μια άλλη γλώσσα βιωματική και σιωπηλή πέρα από τα στεγανά του αισθητού…

Τέλος και αισιόδοξα, κλείνουμε με την ελπίδα ότι κάποιοι από εσάς, διαβάζοντας τούτες τις νοσταλγικές αράδες ίσως να «βλέπετε» στο πρόσωπο του νουνού μου του Γιώργου τους οικείους σας συγγενείς, γείτονες και φίλους, τις δικές σας… ιδανικές μορφές κι αγαπημένες.

Ιωαννης Μιχαηλ Μιχαλακοπουλος, Κυψέλη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή