Κύριε διευθυντά
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τις εσωτερικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας. Μεταξύ πολλών άλλων και για το αν έπρεπε να γίνουν τώρα ή να προηγηθεί συνέδριο, για το αν θα έπρεπε να ξεκαθαριστεί πρώτα το ιδεολογικό στίγμα του κόμματος ή η στρατηγική του, και να ακολουθήσουν οι εκλογές, να γίνει ή να μη γίνει debate μεταξύ των υποψηφίων, καθώς επίσης και ποια θα έπρεπε να είναι τα χαρακτηριστικά του αρχηγού. Αφού τα περισσότερα έχουν απαντηθεί με την απόφαση για εκλογές στις 22 Νοεμβρίου, μένει να δούμε τι πρέπει να περιμένει ο κόσμος από αυτόν τον αρχηγό.
Με δεδομένο ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ο τέταρτος, κατά σειρά, πολιτειακός παράγων και εν δυνάμει μελλοντικός πρωθυπουργός, πιστεύω ότι ο κόσμος (γενικά, και όχι μόνο οι οπαδοί της Νέας Δημοκρατίας) θα πρέπει να περιμένει απ’ αυτόν:
Να μπορεί να αναγκάσει τον πρωθυπουργό να παίρνει τις σωστές αποφάσεις. Ρόλος του δεν πρέπει να είναι «να ρίξει τον Τσίπρα», αλλά να συνδράμει στο έργο του με αυστηρή αλλά εποικοδομητική κριτική. Και, κυρίως, με προτάσεις. Να συγκροτήσει επιτροπές από στελέχη κομματικά και εξωκομματικά (ακόμη και εκτός πολιτικής), που θα εκπονήσουν προγράμματα κατά τομείς, που θα συναπαρτίζουν ένα ενιαίο σχέδιο ανασυγκρότησης. Αυτό το σχέδιο θα αντιπαραβάλει στις κυβερνητικές προτάσεις και όχι στείρα και μηδενιστική άρνηση. Ο τόπος αυτός έχει ανάγκη από τον αρχηγό μιας υπεύθυνης αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν το πετύχει, θα ωφεληθεί ο τόπος. Αν όχι, θα πέσει ο Τσίπρας, γιατί θα έχει αποδειχθεί ανίκανος. Και τότε θα κληθεί αυτός ο αρχηγός να κυβερνήσει. Θα ήθελε να παραλάβει μία ακόμη πιο κατεστραμμένη χώρα;
Με βάση τα πιο πάνω, ο αρχηγός αυτός πρέπει να έχει τα προσόντα να κυβερνήσει. Υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν χρειάζεται ούτε Μεσσίας να είναι ούτε μαγικό ραβδί να κρατάει. Χρειάζεται όμως, μερικά απαραίτητα χαρακτηριστικά:
Να μπορεί να συνθέτει, και όχι να διαλύει. Να ξέρει να διαλέγει ικανούς συνεργάτες, όχι οπωσδήποτε «κολλητούς». Η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη, αλλά εξίσου απαραίτητη είναι και η ικανότητα. Να μπορεί να αξιοποιεί τα πολλά ικανά στελέχη του κόμματός του και όχι μόνο. Μέσα και έξω από τη Νέα Δημοκρατία (και έξω από τα κόμματα ακόμη περισσότερα) υπάρχουν ικανά στελέχη που μπορούν όχι μόνο να ανατάξουν την οικονομία, αλλά και να προσφέρουν σε όλους τους τομείς, απ’ την παιδεία μέχρι την επιχειρηματικότητα και από το μεταναστευτικό μέχρι το ασφαλιστικό. Και, πάνω απ’ όλα, πρέπει να διαθέτει κοινή λογική και την ικανότητα να πείθει για τα αυτονόητα.
Ποιος υποψήφιος διαθέτει αυτά τα προσόντα; Σε αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσουν όσοι ψηφίσουν στις 22 Νοεμβρίου. Με ή χωρίς debate, αλλά με διακηρυγμένες και ξεκάθαρες τις θέσεις του κάθε υποψηφίου.
Θεμης Κεσισογλου – Αγία Παρασκευή
Το μάθημα των Θρησκευτικών
Κύριε διευθυντά
Κανείς ίσως δεν περίμενε και πάλι, έπειτα από τις προηγηθείσες σοβαρότατες κρίσεις, Εκκλησίας – Πολιτείας (1987, περιουσιακά θέματα, με κατάληξη απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δικαίωση της Εκκλησίας, και ζητήματα ταυτότητος το 2000, με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπέρ των θέσεων της Εκκλησίας και της προαιρετικής εγγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, και της καθ’ όλου θρησκευτικής ελευθερίας) ότι η νέα αριστερή κυβέρνηση της χώρας, με την άνοδο στην εξουσία, για δεύτερη φορά, και εν μέσω κρίσεως πτωχεύσεως, με αδημονούντες τους Ελληνες πολίτες για έξοδο, θα έθετε ζητήματα, όπως το μάθημα των Θρησκευτικών, τη δήθεν (ανύπαρκτη) περιουσία και τον δήθεν χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας.
«Ηρθαν στη δημοσιότητα, κυρίως μέσω της «Καθημερινής», αρκετά σοβαρά και επιστημονικά επιχειρήματα, από αρκετούς έγκριτους και γνώστας των θεμάτων αυτών, τα οποία όμως χρήζουν και περαιτέρω αναλύσεως. Ομως, ας μου επιτραπεί να προσθέσω και κάτι ακόμη, καθ’ όσον δεν είδα να αναφέρει κανείς. 1. Οσον αφορά το δήθεν περιουσιακό, αυτό έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα με την απόφαση της 9-12-1994 του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κάθε νέα επέμβαση θα αντιμετωπίσει τη νομολογία του δικαστηρίου αυτού και το δεδικασμένο. Κάθε φορά που η Πολιτεία έχει προβλήματα και προς αποπροσανατολισμό των πολιτών θυμάται την «περιουσία». Παλαιότερη απογραφή της Αγροτικής Τράπεζας έδειξε ότι περίπου 45.000.000 στρεμμ. κατέχει το Δημόσιο, 15 εκατ. στρεμμ. η τοπική αυτοδιοίκηση και η Εκκλησία περίπου 1.900.000 στρεμμ. Μύθος λοιπόν η περιουσία. 2. Για το μάθημα των θρησκευτικών παρατηρούμε τα εξής εν συντομία, πέραν των όσων αξιολόγων δημοσιεύτηκαν στην «Κ». Υπό το ισχύον σύστημα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, που είναι αυτό της ομοταξίας ή συναλληλίας», και από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 3, 13, 16 παρ. 2, προκύπτει ότι το μάθημα είναι υποχρεωτικό. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Αλλη είναι η ελευθερία του θρησκεύεσθαι , άλλη της συνειδήσεως και άλλη της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως, που επιβάλλει το Σύνταγμα. Η νομολογία των δικαστηρίων της χώρας έλυσε το θέμα της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, προς τα πού πρέπει να τείνει και ποιο να είναι το περιεχόμενό του, όσον αφορά τους χριστιανούς Ελληνόπαιδας. 3. Πλέον τούτων πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα της 16ης Δεκ. 1966, που κύρωσε ο Ελληνας νομοθέτης με τον Ν. 2462/1997 (ΦΕΚ Α 25/26.2.1997) αναγνωρίζει ότι τα δικαιώματα αυτά πηγάζουν από την εγγενή αξιοπρέπεια του ατόμου, δηλ. είναι φυσικά δικαιώματα.
Επίσης η Γενική Συνέλευση των Ηνωμ. Εθνών με το άρθρο 18 του τρίτου μέρους εξειδικεύει το περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας και σαφώς ορίζει ότι η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν μπορεί να υπόκειται παρά μόνον σε όσους περιορισμούς ορίζει ο νόμος και είναι απαραίτητοι για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης και υγείας ή ηθικής – ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
Ορίζει ακόμη η Γ.Σ. ότι τα συμβαλλόμενα κράτη, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την ελευθερία των γονέων ή των νομίμων κηδεμόνων, να φροντίζουν για τη θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους.
Εξάλλου η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης με το άρθρο 2 του προσθ. πρωτοκόλλου ρητώς ορίζει ότι το κράτος αναλαμβάνον την υποχρέωση επί του πεδίου της μορφώσεως και εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων, όπως εξασφαλίζουν τη μόρφωση αυτή συμφώνως προς τις ίδιες αυτών θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Και η σύμβαση της Ρώμης κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ήτοι από τις διεθνείς συμβάσεις και τις διατάξεις του Συντάγματος 16, παρ. 2 πηγάζει το δικαίωμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Συνόδου, ως οργάνων της Εκκλησίας, που την εκπροσωπούν και εκπροσωπούν και τους γονείς, να εγκρίνουν όλα τα διδακτικά βιβλία του μαθήματος των Θρησκευτικών (βλ. και Χρ. Σγουρίτσα, Συντ. Δίκαιο, Τόμ. Β΄, τεύχ. Α΄ σελ. 12).
Επομένως, το υπουργείο Παιδείας και το Ινστ. Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αυτεξουσίως, χωρίς την έγκριση της Ιεράς Συνόδου δεν μπορεί να δώσουν στα σχολεία βιβλία μαθήματος θρησκευτικών χωρίς να διαφυλάσσεται ο χριστιανικός χαρακτήρας του.
Οσον αφορά για τον δήθεν χωρισμό Εκκλ. – Πολιτείας θα πρέπει άλλη φορά να τοποθετηθούμε εκτενέστερα.
Αρχιμ. Κων/νος Ραμιωτης – Πτυχ. Θεολογίας πρώην δικαστής